22 Απρ 2024

the great pretender

Το αποφάσισε ένα πρωί κρατώντας ένα βιβλίο του Κρασναχορκάι που δεν το διάβαζε γιατί στην πραγματικότητα χάζευε στο ίνσταγκραμ. Δεν του διέφευγαν οι αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος. Πώς να πείσεις έναν Ντενίρο, έναν Πατσίνο ή έστω έναν Πολ Τζιαμάτι να δεχτεί το ρόλο; Εντέλει συμβιβάστηκε με έναν παντελώς άσημο άνεργο ηθοποιό που στο βιογραφικό του είχε να επιδείξει σχολικές παραστάσεις και κανά δυο κομπαρσιλίκια σε αυτές τις διαφημίσεις όπου χαρούμενοι άνθρωποι χόρευαν γύρω από ένα αναψυκτικό. 

Εγώ θα είμαι η ζωή σου στο εξής, του ανακοίνωσε. Κάτσε να σου πω τα γεγονότα των τελευταίων 46 χρόνων. Οχι πολλα, όχι συγκλονιστικά. Δεν είμαι δύσκολος ρόλος. Λίγο μαλάκας μόνο. Ορίστε οι λογαριασμοί μου στα κοινωνικά δίκτυα, ορίστε η τηλεφωνική μου ατζέντα, ορίστε και οι ηχογραφημένες μου ψυχοθεραπείες. Η αμοιβή σου θα είναι ο βασικός μισθος, συν οδοιπορικά, μπόνους, δωρεές από τρίτα μέρη, ΈΣΠΑ, χορηγίες, φιλανθρωπίες και ό,τι άλλο μπορείς να εξασφαλίσεις. Θα είμαι αρχικά στο πλάι σου, αλλά το πλάνο είναι να αποσυρθώ τελείως από τη ζωή μου. Θέλω να παραιτηθω και τα υπόλοιπά μου χρόνια θα τα ζήσεις εσύ αντ’ εμού. Σύμφωνοι; 

Σύμφωνοι. 

 Κι έτσι απλώς παραιτήθηκε από τη ζωή του, που την είχε βαρεθεί. Εκατσε σε μια καρέκλα σκηνοθέτη, ρουφούσε φραπέδες και παρακολουθούσε τον ηθοποιό να παίζει τη ζωή του. Δεν ήταν κακός. Φαινόταν να μπαίνει μέρα με τη μέρα στο πετσί του ρόλο, να δίνει μια πειστική ερμηνεία, να τον ενσαρκώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Λίγες φορές μόνο χρειάστηκε να παρέμβει και δώσει να κάποιες οδηγίες. Σύντομα δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτε. Σηκώθηκε από την καρέκλα του σκηνοθέτη, άραξε στον καναπέ και απολάμβανε τη ζωή του σαν θεατρική παράσταση, παιγμένη από κάποιον άλλο. Δεν άργησε να έρθει η επιτυχία, καλλιτεχνική και οικονομική. Η αγάπη του κοινού, το χειροκρότημα, τα χρήματα –δεν ήταν όμως δέκτης τους ο ίδιος, ήταν αυτός παιγμένος από κάποιον άλλον. Πάρτυ, γυναίκες, γλέντια, κόκες, φωτορεπορτάζ, βραβεία. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν απολάμβανε αυτός. Ολα πήγαιναν στον ηθοποιό που έπαιζε στη δική του ζωή καλύτερα από τον ίδιον. Σύντομα τον έπνιγε η ζήλια. Στην τελική αυτός όριζε τη ζωή του, αυτός είχε βάλει τις βάσεις για την επιτυχία. Αυτός ήταν αφεντικό του εαυτού του και του ηθοποιού της σειράς που είχε το θράσος να παίζει τη ζωή του. Χωρίς δισταγμό, ανακοίνωσε στον ηθοποιό την απόλυσή του. Στην τελευταία του εμφάνιση, ο ηθοποιός επιδόθηκε σε έναν άνευ προηγουμένου και εκτός σεναρίου συγκλονιστικό μονόλογο καταγγέλλοντας την εργοδοσία, που αφού τον ξεζούμισε, το πετάει στην άκρη σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Αρνήθηκε να παραιτηθεί και ζήτησε στήριξη από το κοινό. Και το κοινό ανταποκρίθηκε. Οι διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις ήταν κοσμοϊστορικές. Ουδείς ήθελε τον πραγματικό, όλοι προτιμούσαν τον ηθοποιό. Και οι μέρες περνούσαν. Δεν άντεχε άλλο να ζει στην αφάνεια. Ηθελε πίσω τη ζωή του, έτσι όπως την είχε κάνει καλύτερη ο ηθοποιός. Αλλά δεν μπορούσε να την έχει. Ή εγώ ή κανένας, αποφάσισε. Και τα έκανε όλα λίγο βιαστικά, γιατί κατουριόταν: σκότωσε τον ηθοποιό και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. 

Καλλιτεχνική αυτοκτονία, έγραψαν τις επόμενες μέρες στις εφημερίδες.

14 Ιαν 2024

η υποθεση των χαμενων κορμιων

Πολυ πρωι, ησυχια μεσα κι εξω απο το γραφειο του φαντασιακου ντετεκτιβ Πιτερ Παν Γλιτς. Τα φαναρια στη διασταυρωση δουλευουν κανονικα, ουτε πλανοδιοι μουσικοι, ουτε οργισμενοι οδηγοι, ουτε μαρσαρισματα και πειραγμενες εξατμισεις, τραπ ραπ και αλλα κραπ. Μονο μια γυναικα που φωναζει. Ντυμενη στα μαυροκόκκινα, μοιαζει με μοναχικη αναρχικη πορεια. Σηκωνει τη γροθια της απειλητικα προς τον ουρανο και φωναζει, ισως βρισιες, σε μιαν αγνωστη γλωσσα, ακαταληπτη. Ο Γλιτς πιανει κανα δυο λεξεις γαλλικες, ισως καποιες ιταλικες, ενα πολλακις επαναλαμβανομενο σπανιολικο puta. Λες να ειναι εσπεραντο ή μηπως ντεσπεραντο, η γλωσσα των απανταχου απελπισμενων; αγουροξυπνημενοι γειτονες με ρομπες, πιζαμες, μαραμενες στυσεις κατω απο ξεχειλωμενα μποξερακια την κανουν χαζι απο τα μπαλκονια. Ομως του Γλιτς το αυτι δεν ιδρωνει, παροτι κοκκινιζει (απο ντροπη συνηθως). Διαβαζει την αυτοβιογραφια ενος λατινοαμερικανου επαναστατη (αρχικως), συγγραφεα (ακολουθως) και τυχοδιωκτη (γενικως) και ακουει εκεινο το ντεμπουτο των Ride και σκεφτεται τρια τουλαχιστον πραγματα ταυτοχρονα (διαπρεπει στο μουλτιθινκινγκ, οχι και τοσο στο μουλτιτασκινγκ, στο δε μουλτιφακινγκ αστο καλυτερα...): σκεφτεται τον φωτογραφο του κυματος στο εξωφυλλο των ride, πιονερο της φωτογραφιας σκειμπορνταδων και σερφερ, ο οποιος υπεστη ενα σκασμο τραυματισμους κατα τη διαρκεια φωτογραφισεων και μπουχτισμενος καποια στιγμη τιναξε τα μυαλα του στον αερα. Σκεφτεται επισης το μισος του για τον φασιστα Σελιν, σε αντιδιαστολη με την αγαπη του για τον λατινοαμερικανο τυχοδιωκτη επαναστατη συγγραφεα, σκεφτεται και την τελευται υποθεση που εχει αναλαβει, που μοιαζει με την υποθεση που ο Μπουκοφσκι ανελαβε στο Παλπ, οταν μια μοιραια γυναικα του ανεθεσε να βρει τον Σελιν. Αντιστοιχα απο τον Γλιτς ζητηθηκε να βρει τα Χαμενα Κορμια, το βιβλιο στο οποιο βασιστηκε η ταινια του Λανθιμου, αλλα στην αρχικη τους εκδοση, με το ωραιο εξωφυλλο, οχι αυτο της νεοτερης εκδοσης με αφορμη την ταινια. Ο Γλιτς αρνηθηκε και με υφος Μπογκαρτ ειπε στη μοιραια γυναικα που ηθελε να του αναθεσει την υποθεση: μωρο μου, δεν αναλαμβανω τετοιες υποθεσεις, που συμβαδιζουν με την τρεχουσα επικαιροτητα, εγω δεν ειμαι εμπορικος ντετεκτιβ, αν θελεις καποιον χιψτερ ντετεκτιβακο της πλακας να σου συστησω τον Πανο Βλαμμενο, που στην τελικη εχει το ψωνιο να γινει ντετεκτιβ βιβλιων, ή τον Πανο Κοιμισμενο που λυνει μυστηρια στον υπνο του, ναι, ισως αυτος που ονειρευεται οπως ρευεται μετα απο κοκακολα να μπορει να βρει τα... - ομως ο Γλιτς δεν τελειωσε ποτε τις σκεψεις του, το τσαι ειχε παγωσει, ο δισκος ειχε τελειωσει κι ενας καυγας (ο πρωτος μιας μερας που μεχρι να τελειωσει θα γραφεται πλεον με βητα ο καβγας) ειχε ξεσπασει στο δρομο εξω απο το γραφειο του Γλιτς, μια γυναικα αποκαλουσε ενα σκυλο ανισσοροπο κι αυτος της απαντουσε με σκυλαδικα, κι ο Γλιτς σκεφτηκε οτ, αν δεν τον λεγανε Παν, αλλα Παν Παν, θα ειχε γραψει την ανισορροπη, οχι ανισοπεδη, ντισκο. 
Κουρασμενος απο το τοσο μουλτιθινκιγκ (πολλησκεψία, να την πουμε κυριε Μπαμπη Νιωτη μου;) ο Γλιτς διαπιστωσε μια αλφα ποιοτικη φθορα στις σκεψεις του και αποκοιμηθηκε. 

27 Σεπ 2023

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ; ΟΧΙ! Τον ζύθον ημών τον επιούσιον

Παρότι τη γράφω με γιώτα και όχι με ύψιλον, πράγμα που σύμφωνα με πολλούς συμπότες αλλοιώνει τη γεύση της, πίνω πολλή μπίρα. Η μπίρα από μόνη της είναι ένας καλός λόγος να διαλέξω ένα βιβλίο, όχι ότι διαλέγω ένα βιβλίο υπό την επήρειά της (ντάξει, έχει συμβεί και αυτό) αλλά, να, πώς να μη διαβάσεις ένα βιβλίο με τίτλο “Ο Ιησούς Χριστός έπινε μπίρα” (Αφόνσου Κρουζ, εκδ. Στιγμός);

Πίνω πολλή μπίρα, καθώς προείπα, αλλά αυτό, προφανώς, δεν αρκεί για να με κάνει Χριστό, ούτε καν Αντίχριστο. Ενδεχομένως η μπίρα κι ο παλιοχαρακτήρας μου να με καθιστούν άχρηστο (όπως με φώναζε χαϊδευτικά η μάνα μου), εντούτοις δεν είναι ώρα τώρα για ψυχανάλυση αλλά για σοβαρή βιβλιοκριτική: Το βιβλίο γαμεί, να το διαβάσετε. Κι αυτή είναι όλη κι όλη η εμπεριστατωμένη κριτική μου. Κάπου κάποιο άλλο άτομο μπορεί να γράψει σχετικά κάτι καλύτερο, πιο ολοκληρωμένο, πιο λογοτεχνικό, πιο βαθυστόχαστο, πιο ουσιαστικό.

Το πιθανότερο, βέβαια και δυστυχώς και στην καλυτέρα των περιπτώσεων, είναι κάποιος επώνυμος βιβλιοκριτικός, κάποιο δημοσιογραφικό Χερουβείμ, να αρκεστεί να κάνει κόπυ πέη(στ) την υπόθεση του βιβλίου από το οπισθόφυλλο, που συνιστά θανάσιμο αμάρτημα απ' αυτά που σου διασφαλίζουν μια θέση στην κόλαση μαζί με όσους παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους.

Εγώ από το ανίερο βήμα αυτό θα αρκεστώ να απευθυνθώ στον καημένο τον Νίκο τον Παραθθύρη, ιερέα στην Κορνουάλη, ο οποίος, σύμφωνα με πρόσφατη είδηση, ακούει τα σχολιανά του ο καημένος από τους πιστούς του, γιατί, αποφάσισε να σερβίρει μπίρα μέσα στον ιερό ναό προκειμένου να προσελκύσει περισσότερο κόσμο στην εκκλησία. Λες και δεν είναι παράδοση οι μοναστηριακές μπίρες, λες και δεν έχει ξανασυμβεί κάτι αντίστοιχο στο Βέλγιο το 2017 (με ένα πρόχειρο γκουγκλάρισμα).

Παπα-Παραθθύρη, κουράγιο φίλε. Κι άμα στα πρήζουν οι πιστοί, αντί για κάνα χωρίο του Ευαγγελίου, διάβασέ τους αυτό από το “Ο Ιησούς Χριστός έπινε μπίρα”:

“Το ποτό που έπιναν στον γεωγραφικό χώρο όπου κατοικούσε ο Χριστός ήταν η μπίρα. Το κρασί ήταν το ποτό των Ρωμαίων, των εισβολέων. Ο Χριστός δεν θα έπινε το ποτό των πλουσίων, αλλά θα έπινε ό,τι και οι φτωχοί, οι πουτάνες, οι αμαρτωλοί. Και αυτό ήταν η μπίρα, ένα λαϊκό σύμβολο”.

Σε περίπτωση που δεν είναι σαφές, να το ξαναπώ: το βιβλίο πολυγαμεί και καραδέρνει. Έχει τα πάντα: φολκλόρ, ψυχολογικά τραύματα, μοναξιές, βουκολικούς έρωτες, θεολογία, επιστήμη, απίθανους χαρακτήρες: στριπτιζουδες, αφρικανούς μάγους, ινδούς μυστικιστές, καθολικούς μαζοχιστές ιερείς που τους αρέσουν τα κωλομπατσάκια, κωλόμπατσους (απαραίτητοι), καουμπόηδες κι ενα ευφάνταστο στα όρια της γελοιότητας σχέδιο μετατροπής ενός πορτογαλικού χωριού σε Αγίους Τόπους. Σκέτη απόλαυση, λέμε.
Αυτό θα πει εμβρίθεια στην κριτική ανάλυση.