27 Οκτ 2009

H απλή μέθοδος του τρίτου
ή και περισσότερου ανθρώπου

Ξετύλιξε βιαστικά το τσαλακωμένο χαρτί που ένας άγνωστος περαστικός τού εγχείρισε προσπερνώντας τον τάχα μου αδιάφορα: «Η σωφρονιστική υπάλληλος Χ. και ο δημόσιος υπάλληλος Π. αγνοούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Ωστόσο είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Αποστολή σου είναι, μέχρι το τέλος αυτής της ιστορίας, να τους φέρεις σε επαφή με κάθε τρόπο ώστε να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Αυτό το μήνυμα θα αυτοκαταστραφεί πνιγμένο στο αλκοόλ».
Ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν βλαστήμησε, έβρισε, καταράστηκε την τύχη του, τη μοίρα του, το ριζικό του, τους χίλιους κεραυνούς και τα γαμημένα τα αφεντικά, δεξιά και αριστερά. Αυτή η υπόθεση βρομούσε. Μπήκε στο πρώτο μπαρ που βρήκε μπροστά του. Κατά σατανική σύμπτωση, ήταν εκείνο όπου του είχανε σερβίρει ένα καβλί με ιστορία, αντί για το κοκτέιλ που είχε ζητήσει. Ο χώρος δονούταν από το εκθαμβωτικό μετά-κράουτ ροκ των Beak. Προφανώς ο ντιτζέη επιδιδόταν σε wyatting με αξιοσημείωτη επιτυχία: το μπαρ ήταν έρημο, μια Γκουανταλαχάρα στην καρδιά της τρελής μεγαλούπολης. Παρήγγειλε Τζέημσον με πάγο και βύθισε μέσα στο ποτήρι του το χαρτί που έπρεπε να αυτοκαταστραφεί. Αναψε τσιγάρο και θρήνησε σιωπηλά για τα χαμένα δέντρα του Αμαζονίου, τα οποία τόνοι αλκοόλ έχουν καταστρέψει όλα αυτά τα χρόνια που ασκούσε το κωλοεπάγγελμα.
Βγήκε απ’ τον θρήνο γευόμενος μια ξαφνική πίκρα: κάπνιζε πλέον το φίλτρο. Ξέπλυνε το στόμα του με μια τελευταία γουλιά Τζέημσον, πλήρωσε και έφυγε απ’ το μπαρ. Είχε δυο-τρεις παλιούς συμμαθητές που -όπως άλλοι γίνονται μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, μεγαλοδημοσιογράφοι, μεγαλέμποροι, μεγαλομαλάκες, μεγαλογαμιάδες- είχαν γίνει μεγαλομπάτσοι, στα ανώτερα κλιμάκια της ΓΑΔΑ. Η έρευνά του έπρεπε να αρχίσει από κει. Μετά την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή, πλέον η Αστυνομία είχε το ελεύθερο να τα ξέρει όλα, να τα κάνει όλα και να είναι η Λόλα.
Στο σπίτι της Λόλας, που μύριζε χοιρινό καμένο, τρόμο και περιττώματα ερπετών, ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν βολεύτηκε σε έναν υπολογιστή, όσο η Λόλα τού ετοίμαζε έναν γκαϊφέ βυζαντινό, γλυκύ βραστό. Μπήκε στη βάση δεδομένων, έγραψε τις λέξεις-κλειδιά και άρχισε να διαβάζει:
Η Χ., σωφρονιστική υπάλληλος σε ένα σωφρονιστικό κατάστημα μιας μεγάλης πόλης στο Βορρά, προτιμούσε να συστήνεται ως δεσμοφύλακας. Ο Π. ήταν δημόσιος υπάλληλος, γραφέας β’ για την ακρίβεια, σε περιφερειακή υπηρεσία ενός υπουργείου, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Νότου. Η Χ., σεξομανής αλλά αγαπούσε πολύ και το διάβασμα. Ο Π., μανιώδης αναγνώστης αλλά ανέραστος. Η Χ., όταν φορούσε τη στολή, τρομαχτική, νταρντάνα, ανδρογυναίκα, μια φονική μηχανή με δύο πόδια, ο φόβος και ο τρόμος των κρατουμένων στις γυναικείες φυλακές όπου υπηρετούσε. Όταν όμως έβγαζε από πάνω της τη στολή του δεσμοφύλακα, μεταμορφωνόταν σε γυναικάρα, επιβλητική μεν αλλά καβλιάρα, ερωτική, μουνάρα. Δεν ήταν σεξιστής ο συντάκτης της αναφοράς που μελετούσε ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν, η ίδια η Χ., μέσα της, έτσι ένιωθε. Ο Π., ό,τι και αν φορούσε, πάντα ο ίδιος: αόρατος, ανύπαρκτος, ελάχιστα πιο σημαντικός για την ανθρωπότητα απ’ τη βρομιά που μαζεύεται στο νύχι του ποδιού ενός ποδοσφαιριστή που αγωνίζεται στα ξερά του περιφερειακού πρωταθλήματος. Δεν ήταν προκατειλημμένος απέναντι στον Π. ο συντάκτης της αναφοράς που μελετούσε ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν, ο ίδιος ο Π. ένιωθε έτσι. Η Χ. είχε πρόσφατα εμπλακεί σε μια τρόπον τινά δυσάρεστη υπόθεση: εκκρεμούσε εις βάρος της μια έρευνα των Εσωτερικών Υποθέσεων περί σεξουαλικής παρενόχλησης ανδρών συναδέλφων της και -σε μια περίπτωση- βιασμού ενός εξ αυτών. Η κυνική ομολογία της Χ. -«ναι, το έκανα, τους κακομεταχειρίστηκα όπως τους άξιζε, όπως το ήθελαν, και όπως, στην τελική, τους άρεσε»- δεν βοήθησε καθόλου την πορεία των ερευνών, καθώς ερχότανε σε πλήρη σύγκρουση με τις καταθέσεις των φερόμενων ως θυμάτων, που την αθώωναν επιμένοντας μάλιστα να τονίζουν τα προτερήματα της Χ., τη συναδερφικότητά της, τον επαγγελματισμό της και την ευεργετική για τους ίδιους αυταρχική και ενίοτε βάναυση συμπεριφορά της. Στη ζωή του Π., αντίθετα, όλα κυλούσαν όπως πάντα, επίπεδα, χωρίς αναταράξεις, χωρίς σκαμπανεβάσματα. Μόνη του χαρά, μοναδική του μανία, τα βιβλία –διάβαζε πολύ και πολλά ταυτόχρονα: άλλο βιβλίο πριν από τον ύπνο, στο κομοδίνο ακουμπισμένο, άλλο βιβλίο στο χέσιμο, αφημένο πάνω στο πλυντήριο, ενίοτε και μέσα, άλλο βιβλίο για τις διαδρομές με το λεωφορείο, μέσα στην τσέπη, παρότι σπανίως διάβαζε βιβλία τσέπης ο Π.
Ο ντετέκτιβ Μπαϊράν ξεφύσηξε, αναστέναξε, μουρμούρισε «βρε τι τρελάρες είναι ετούτοι οι δύο», και εκσφενδόνισε απ’ το παράθυρο τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, έφερε τούμπα το γραφείο, κλώτσησε δυο τρεις καρέκλες, έσπασε τα βοημικά βάζα και τα κρύσταλλα Κίνας, άρπαξε τον βυζαντινό, γλυκύ βραστό γκαϊφέ που τού έφερνε η Λόλα και της τον πέταξε στη μούρη, αυτή ούρλιαξε απ’ τον πόνο, της έκανε κεφαλοκλείδωμα, την πέταξε στα σχοινιά και όπως επέστρεφε προς τα πάνω του με δύναμη, άφησε το αποτύπωμα της Βέρμαχτ μπότας του στο δόξα πατρί της, κατόπιν ανέβηκε στη γωνία που σχημάτιζαν τα σχοινιά, εκτοξεύτηκε στον αέρα και έπεσε με όλη του τη δύναμη και το βάρος στο κορμί της Λόλας. Της σήκωσε το ένα πόδι και άρχισε να μετράει φωναχτά: «Ένα, δύο τρία, τέλος! And the winner is the super fantastroumfikos Ντετέκτιβ Μπαϊράν!».
Ενιωθε καλύτερα, το χρειαζόταν να ξεδίνει μια στο τόσο ο έρμος επί δικαίων και αδίκων. Πλέον ένιωθε έτοιμος να συντάξει τη δική του αναφορά προς την Υπερεσία. Πήρε ένα μολυβι, σάλιωσε την άκρη του, και έγραψε σε ένα χαρτάκι ρίζλα:
«Υπόθεση εργασίας, προς την Υπερεσία, απ’ τον Ντετέκτιβ Μπαϊράν με αντικείμενον την (πολύ ωραίαν γκόμεναν ομολογουμένως και αρκούντως ερεθιστικήν) σωφρονιστικήν υπάλληλον Χ. και τον (μέγαν τζιτζιφιόγκον και μέγιστον λαπάν) δημόσιον υπάλληλον Π. Ζητούμενον: η ακόρεστος, ορμητική, αυταρχική δεσμοφύλαξ Χ. πρέπει να συναντηθεί παντοιοτρόπως με τον αφελήν, ανέραστον, φλούφλην, βιβλιόφιλον Π. Το πρόβλημα ετούτο θα λυθεί ακολουθώντας την απλήν μέθοδον του τρίτου ανθρώπου, βάζοντας εις το παιχνίδι ένα τρίτον ή και περισσότερον πρόσωπον, το οποίο θα φέρει σε επαφή Χ. και Π. Προτείνουμε το τρίτον πρόσωπον να είναι η πλούσια βιβλιοθήκη της Χ., η οποία θα εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητόν εις την Χ., επικεφαλής του οποίου θα τεθεί ο Ηλίας Κανέτης ο Στραβός με την Τύφλωσή του, τεχνηέντως οδηγώντας τη Χ. προς Νότον. Την ίδιαν στιγμήν, έτερη ομάς, απ’ την βιβλιοθήκην του Π., θα πραγματοποιήσει τα απάνθρωπα, αμπουγκρεημπικού τύπου βασανιστήρια εις τον δύσμοιρον Π. Λόγω της κρισιμότητός της και καθότι ο άμεσα αρμόδιος κύριος Ντε Σαντ ασθενεί με νέαν γρίπη, η επιχείρηση ετούτη θα διευθυνθεί απ’ τη δυαρχία των Αλδαπουέρτα μετά των Οφθαλμών του και Μπρυκνέρ μετά των Μαύρων Φεγγαριών του. Τεχνηέντως ετούτη η ομάς θα ζμπρώξει προς Βορράν τον Π. Κάπου προς την μέσην, και αφού θα έχουν καταβάλλει τα ανάλογα διόδια εις την εθνικήν οδόν, οι δύο -καταδικασμένοι να γίνουν εραστές- ερασταί της λογοτεχνίας θα συναντηθούν. Και θα είναι τόσα τα δεινά που θα έχουν τραβήξει, που θα αντιληφθούν ότι πλέον δεν υπάρχει παρηγοριά στην λογοτεχνία, όπως έχει γράψει και ο Ροβέρτος Βολανιος, τους στίχους του οποίου έχει μελοποιήσει ο Σώτης Βολάνιος εις την μεγάλην του επιτυχίαν ‘Τίκι Τάκα στο τσάκα τσάκα’. Κατόπιν τούτων, η υπόθεσις θα θεωρηθεί λήξασα. Αυτό το μήνυμα, γραμμένον σε τσιγαρόχαρτον ρίζλαν, θα αυτοκαταστραφεί με τη χρήση μαλακών ναρκωτικών ουσιών (μπάφος)».
Case Closed.

ΥΓ. Η ιστορία, κατόπιν αιτήματος σχετικού της συνιστολόγου Go-Go. Αυτή φταίει.
Βίντεο πρώτο: Οι Beak που ακούγονται στο μπαρ όπου μπαίνει ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν.


Βίντεο δεύτερο: Οι Ντετέκτιβμπαϊράν, στους οποίους χρωστάει την ύπαρξή του ο Ντετέκτιβ Μπαϊράν.