30 Αυγ 2010

Του πεζοδρομίου και του πανεπιστημίου

Μια ιστορία βγαλμένη απ' τη ζωή, μια ιστορία για τη στάση όχι ζωής αλλά λεωφορείου. Τον κύριο της θολής φωτογραφίας οι συμπολίτες μου θεσσαλονικείς ίσως τον αναγνωρίζετε. Πουλάει κουλούρια καθημερινά στην απελπιστικά πολυσύχναστη στάση Αντιγονιδών προς Δυτικά, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Διαλαλεί την πραμάτεια του με τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο, ιδιαιτέρως βροντοφώνως: "Ελάτε παιδιά, κουλούρι, κουλούρι ζεστό, ζε-στό, ζεστό είναι, ζεστό, ζεστό, ζε-στόζε-στόζε-στόζε-στόζε-στόζε-στοζεστό, ζεστό είναι". Εις το βάθος της ιδιαιτέρως καλλιτεχνικής ετούτης φωτογραφίας βλέπετε την είσοδο γνωστού φροντιστηρίου της πόλεως το οποίο έχει το όνομα εκείνου του Τιτάνα που μ' ένα δρεπάνι θέρισε τα αρχίδια του πατέρα του και πήρε την εξουσία, μόνο που μετά το μήλο έπεσε κάτω απ' τη μηλιά κι έφαγε φαρμάκι ο αρχίδια-θεριστής απ' τον Δία αυτοπροσωπώς, αμ πώς! Τώρα θα σας πω τι έγινε ελάχιστα λεπτά προτού τραβήξω τη φωτογραφία, την ώρα που εγώ στεκόμουνα αμέριμνος στη στάση ακούγοντας Τρύπες στην τριαπασόν: βγήκε το ίδιο το σκουλίκι της γης, το σίχαμα ο φροντιστηριάρχης, ο παραπαιδειάς, αυτός που 'χει θησαυρίσει χάρη σε όλους τους έλληνες υπουργούς παιδείας, της αξιοτίμης κυρίας Αννούλας της ψυχρής σαν τον Χιονιά Διαμαντοπούλου συμπεριλαμβανομένης, βγήκε ο αθλιότατος ετούτος κύριος για να ψέξει και να αποπέμψει δύο κλοσάρ που την είχανε πέσει στην είσοδο του κτιρίου και πίνανε φραπέ σε πλαστικό (ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο μπορεί να κάνανε). Και τους έδιωξε με λόγια και βρισιές που αρμόζουν φυσικά σ' έναν άνθρωπο της δικής του καλλιεργειας και του δικού του επιπέδου, κι αυτοί φυσικά μαζέψανε τα κουβαδάκια τους να πάνε σε άλλη εξωτική παραλία. Και τι κάνει ο άθλιος ο φροντιστηριάρχης; Βγαίνει και του λέει του κουλουρτζή: "Άκου να σου πω εσένα, αν ξανάρθουν τέτοιοι τύποι εδώ, να τούς διώχνεις, ειδάλλως θα σε διώξω απεδώ κι εσένα!". Ε, και τι να πει ο δύσμοιρος ο κουλουρτζής; "Μάλιστα κύριε. Όπως είπατε κύριε". Ε, και μετά έβγαλα τη φωτογραφία. Υλικό για το μπλογκ, σκέφτηκα ο αθλιότερος όλων.


27 Αυγ 2010

Ακου ρατσιστάκο!

Μέχρι πριν από λίγο καιρό νόμιζα ότι δεν είμαι κάνας ρατσίσταρος.
Μέχρι που σκέφτηκα το εξής, πάντα στο πλαίσιο της διαρκούς προσπάθειάς μου να καταλάβω γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε, γιατί διαλέγουμε αυτά που διαλέγουμε και κυρίως πώς και γιατί διαλέγουμε τα βιβλία που διαβάζουμε: μήπως ο τρόπος με τον οποίο διαλέγουμε βιβλία μπορεί να κρύβει ρατσισμό; Και δεν μιλάω για το προφανές: πχ αν κάποιος διαβάζει βιβλία του Πλεύρη και συμφωνεί με αυτά που γράφει ο Πλεύρης, ε ναι, τότε είναι λιγάκι... χμ...
Αλλο εννοώ: μήπως κρύβεται ρατσισμός πίσω από το πώς επιλέγουμε να μη διαβάσουμε ένα βιβλίο; Αν το καλοσκεφτείς, προκειται περί μιας έστω θεμιτής, έστω αναπόφευκτης διάκρισης: "αυτό μου κάνει, κι αυτό δεν μου κάνει". Ναι αλλά γιατί δεν σου κάνει αυτό που δεν σου κάνει; Διότι διαφορετικό είναι να πάρεις το βιβλίο ενός εβραίου ας πούμε και να πεις "δεν με αρεσε αυτό το βιβλίο γιατί έτσι και γιουβέτσι" και διαφορετικό είναι να πάρεις το βιβλίο στα χέρια σου, να διαβάζεις τη σύνοψη στο οπισθόφυλλο και με δυσαρέσκεια να σκεφτείς: πουφ, πάλι για το Ολοκαύτωμα, αμάν πια!
Αλλο παράδειγμα: η συλλήβδην απόρριψη κάποιου είδους λογοτεχνίας: πχ κάποιοι δεν διαβάζουν τη λεγόμενη γυναικεία λογοτεχνία. Μήπως κρύβεται κάποιος φαλλοκρατισμός; Και για σκεφτείτε τις εθνικότητες των περισσότερων συγγραφέων που έχετε στη βιβλιοθήκη σας: στη δικιά μου: λατινοαμερικάνοι, αμερικάνοι, βρετανοί, ιταλοί, γάλλοι, ισπανοί, ρώσοι, κάποιοι κεντροευρωπαίοι, εσχάτως άρχισαν να μπαίνουν έλληνες, διότι μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρούσα σκατά την ελληνική λογοτεχνία (ο ανόητος, ή μήπως ο... ρατσιστής;). Αλλά μισό λεπτό, και αυτό είναι ειλικρινής απορία: δεν υπάρχει αφρικανική λογοτεχνία άξια ανάγνωσης; Για παράδειγμα και για να επιστρέψουμε στα των εβραίων, μου έλεγε ένας φίλος τις προάλλες ότι τη βαρέθηκε τη λογοτεχνία του ολοκαυτώματος (όπα, ρατσισμός;) και αρχισε να ψάχνει για δείγματα παλαιστινιακής λογοτεχνίας, έτσι από αντίδραση, μεταφρασμένα στα ελληνικά, βρήκε κάποια, αλλά σαφώς λιγότερα: αυτό τώρα τι σημαίνει: ότι γράφουν λιγότερο οι Παλαιστίνιοι; ή ότι οι εκδοτικοί οίκοι κανουν διάκριση εις βάρος τους; ή μήπως λέω βλακείες (το οποίο -υπόψη- είναι πάντα ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο).
Τελευταίο άφησα το ερέθισμα που μ΄ οδήγησε σε αυτές τις πραγματικά βαθιές σκέψεις, τις δηλωτικές ενός ανθρώπου σκεπτόμενου, ο οποίος πραγματικά πνίγεται απ' τις υπαρξιακές του αγωνίες, που νιώθει ένα σισσύφειο βάρος 110 κιλών (όλων δικών του) ...
Ειχα πρόσφατα την ευκαιρία να αποκτήσω το βιβλίο του Εντμουντ Γουάιτ Χοτέλ ντε Ντριμ. Μου φάνηκε ενδιαφέρον, και πριν το κάνω δικό μου, είπα να ρίξω το απαραίτητο γκούκλγισμα. Στη γουικιπίντια έλεγε περί της σεξουαλικής του ταυτότητας και του ακτιβισμού του συγγραφέα, οκ, αλλά αλλού βρήκα ένα άλλο αποτέλεσμα που αποκαλούσε τον γουάιτ "σημαντικό εκπρόσωπο της γκέι λογοτεχνίας". Εδώ κώλωσα. Τσίνισα βρε παιδί μου. Τι πάει να πει γκέι λογοτεχνία; Σε τι αναφέρεται (οκ, ευκολο να το φανταστεί κανείς ίσως) και κυρίως σε ποιους απευθύνεται. Μήπως το κοινό που θέλει ο Γουάιτ είναι συγκεκριμένο; Μετά άρχισα να φανταζομαι ότι έκατσα να τα γράψω όλα αυτά στο μπλογκ. Και ότι άρχισαν να με βρίζουν όλοι ρατσιστή και ομοφοβικό. Και ότι είχαν και δίκιο, φυσικά. Οπότε το τσίμπησα το βιβλίο, ορίστε και η φωτό (δεν το διάβασα ακόμη, προηγείται το πιγκ πογκ που κάνω μεταξύ Ντοστογιέφσκι και Χόρνμπι)...
Κι εντέλει, μήπως είμαι υπερβολικός; Μήπως έχω ρατσιστοφοβία απλώς; Μήπως είμαι ένας τυπικός αστός ψηφοφόρος ττου πάλαι ποτέ Συνασπισμού του 2,9%;
Μήπως, απλά, είμαι (και) μαλάκας;



Special AKA - Racist Friend

24 Αυγ 2010

Διακοπές

Προσοχή. Η ιστορία που ακολουθεί είναι πέρα για πέρα αληθινή. Όλες οι αναφορές είναι πραγματικές και δεν αποτελούν σενάριο κακούγουστης αμερικανικής κομωδίας.

Πάμε λοιπόν.
Βρήκαμε κάπου στη δεύτερη εβδομάδα του Αυγούστου τρεις ημερούλες να πάμε και εμείς διακοπές. Εγώ η Άφρο και ο μικρός Ξανθός Θεός Θώρ. Το οργανώσαμε τόσο καλά όμως που μόλις την τελευταία ημέρα βρήκαμε κάπου να μείνουμε. Και το βρήκαμε μέσα από το περιοδικό ΔΙΑΚΟΠΕΣ που ούτε και ξέρω πως έφτασε στα χέρια μας. Επιλέξαμε λοιπόν να πάμε στο Πήλιο και πιο συγκεκριμένα στον Άι Γιάννη.

Φορτώσαμε το αμάξι και είπαμε να φύγουμε.
Αμ δε.
Ο Θωρ είχε αφήσει αναμένη την πλαφωνιέρα. Το αυτοκίνητο δεν είχε μπαταρία. Άντε τώρα να βρεις κάποιον να σε βοηθήσει. Με τα πολλά και ύστερα από σωστή παρατήρηση της Άφρο, βρήκα ένα συνεργείο. Ο τύπος ήρθε με μια μπαταρία και πήγαμε να ανοίξουμε το καπό. Και με το που το ανοίξαμε τσουπ!
Ένα αρούρι νααααααα με το συμπάθιο.
Το ωραίο είναι ότι έτσι όπως είδε ο τύπος το αρούρι πετάχτηκε προς τα πίσω και παραλίγο να του φύγει το καπώ από τα χέρια. Όταν του είπα: "Άσε να το κρατήσω εγώ" μου απάντησε: "Γιατί;Για να διώξω τον αρουραίο εγώ;Δεν κατάλαβες..."Τελικά μας έκανε την χάρη να φύγει μόνος του...
Τη κάτσαμε είπα. Αν έχει φάει τα καλώδια ζήτω που καήκαμε. Πουθενά δε θα πάμε. Τελικά ευτυχώς δεν είχε κολατσίσει τίποτα και ξεκινήσαμε.
Η πρώτη ιστορία ήταν ότι δε ξέραμε πως ακριβώς θα πάμε. Ρωτήσαμε λοιπόν αυτήν που έχει τα δωμάτια που μείναμε. Και μας είπε να πάμε από Πορταριά.
#epic #fail επιλογή. Μα μεγάλο fail όμως...Ανεβήήήήήήκαμε το βουνό....κατεβήήήήήήκαμε το βουνό. Τες πα φτάσαμε μετά από ταλαιπωρία.
Το μέρος είναι ωραίο. Αλλά είναι μια ευθεία 250 μέτρα και μετά τίποτα. Είναι μόνο για οικογένεια και είναι μόνο για 5 μέρες. Ένα άλλο καλό είναι ότι δεν είναι πατήσμε πατώσε.

Η περιγραφή που μας έδωσε για το δωμάτιο η τύπισσα που μας τα παραχώρησε (50 ευρώ το βράδυ από 60) μας είπε ότι είναι 20 μέτρα από τη θάλασσα. Και ήταν όντως.
Για τη θέα όμως δεν είπε τίποτα.
Φάτσα κάρτα στον πίσω τοίχο μιας πιτσαρίας βγήκαμε.
Είπα εντάξει μη χαλιέσαι τελευταία στιγμή το κλεισες κοίτα να περάσεις καλά και δε πειράζει. Επίσης το 20 μέτρα από τη θάλασσα ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Πέρναμε τα πράγματα μας και τσούπ!Στη θάλασσα.
Α!Κάτι σημαντικό που ξέχασα. Όταν φτάσαμε στον Άι Γιάννη παρατήρησα ότι όλα τα αμάξια είναι παρκαρισμένα εκτός χωριού. Είπα "Θα έχουν μέριμνα". Εν τω μεταξύ βρήκα παρκάρισμα μπροστά ακριβώς από το δωμάτιο. Οπότε δε πονηρεύτηκα. Όταν ανέβηκα πάνω με ρώτησε η τύπισσα που πάρκαρα. Όταν της είπα που πάρκαρα μου είπε να μη το κουνήσω από εκεί. Όσες μέρες και να είμαι. Σκέφτηκα ότι υπερβάλει. Μέχρι που τη δεύτερη μέρα τύπος σκασμένος από τη ζέστη μέσα στο αμάξι και με απελπισμένη φάτσα βλέποντας με φορτωμένο με ομπρέλα και πράγματα: "Μήπως έχετε αυτοκίνητο και φεύγετε από κάπου;".
Αφού φάγαμε στην πιτσαρία είπαμε να πάμε στη θάλασσα.
Όταν φτάσαμε διαπιστώσαμε ότι είχαμε αφήσει το κάτω κοντάρι της ομπρέλας πίσω. Ο αέρας ήταν ξάδερφος αυτού που χτυπούσε τα ανεμοδαρμένα ύψη. Οπότε όταν βαρέθηκα να τρέχω πίσω από την ομπρέλα πήγα στο Σούπερ Μάρκετ πήρα σπάγγο και...βουαλά παρατηρήστε καλά σας παρακαλώ...
Μετά γυρίσαμε πίσω. Και εκεί μας παρουσιάστηκε το δωμάτιο σε όλο του το μεγαλείο. Πάμε δυνατά;
Πάμε το πρώτο: Διακόσμιση Δε θα πω τίποτα. Θα παραθέσω τα στοιχεία:

Τουαλέτα είναι αυτό. Να ξέρετε.
Πολύφωτο. Φοβερό. Βγαλμένο από Θρίλερ του 70. Δείτε τι ωραία σχέδια κάνει στο ταβάνι.
κάδρο 1
κάδρο 2

Ε, και πάλι είπα να παραβλέψω. Και μπήκα για μπάνιο.
Έκπληξη!!
Το παράθυρο ήταν ανοικτό. Έψαξα να βρω την κουρτίνα γιατί απέναντι είχε ταράτσα που απλωναν ρούχα.
Αμ δε.
Στη φωτογραφία βλέπετε το κενό παράθυρο και την πετσέτα που χρησιμοποιούσαμε για να μη βλέπουν οι απέναντι την κωλάρα μας.

Με τα πολλά ξεκίνησα να κάνω μπάνιο. Νέα Έκπληξη. Έπρεπε να συννεοηθείς με τον απο κάτω ή το δίπλα ή κάποιον τέλος πάντων. Γιατί το νερό απο μπούζι γινόταν καυτό και τούμπαλιν. Σαν το διαφημιστικό με τον Χόμερ Σίμσον και τον Μπάρτ που του ανοιγόκλεινε το νερό ήμουν.
Μετά το βλέμμα μου έπεσε στην τουαλέτα. Φώτο έχεις ρε Σκορδοπούτσογλου;Βεβαίως και έχω. Ορίστε:Τίποτα περίεργο;Και τότε σήκωσα για κάποιο λόγο το βουρτσάκι της τουαλέτας (ε εντάξει τι θες το λόγο τώρα;Ξέρεις πότε το σηκώνουν πω πω ρε κάτι περίεργοι άνθρωποι) και ιδου:

Συγνώμη τώρα. Αυτό είναι ή δεν είναι βούρτσα για την πλάτη; Εκτός και αν εγώ κάνω κάποιο τεράστιο λάθος. Και αν δεν είναι είναι δηλαδή βούρτσα για την πλάτη γιατί έχει δυο διαφορετικές βούρτσες; Αν είναι δηλαδή ζγκατοζμπρώχτης έχει μια πλευρά για τα...πιο μαλακά και μια για τα πιο...σκληρά;;;
Αφού πέρασα και αυτή τη δοκιμασία και κουρασμένοι καθώς ήμασταν όλοι από το ταξίδι είπαμε να κοιμηθούμε.
Και πάλι αμ δε.
Η πιτσαρία είχε τρελή δουλειά. Και έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα. Κοιμήσου εσύ την ώρα που κάποιοι πλύνουν όλο το βράδυ πιάτα. Κάπα κούπα κάπα κούπα...Αλλά ειλικρινά αυτό που με ενόχλησε πιο πολύ απ όλα όλο το βράδυ ήταν και ο λόγος για τον οποίο δε ξαναπήγαμε να φάμε στη πιτσαρία:
Το γκλίνγκ! του φούρνου μικροκυμάτων. Πολλές φορές. Ο συγκεκριμένος φούρνος βγάζει πολύ δουλειά κάθε βράδυ εκεί. Ο σεφ πραγματικά έχει πόνους στο δείκτη του χεριού από το πάτημα του κουμπιού.
Ε κάποια στιγμή κοιμηθήκαμε. Και ήρθε το πρωί η άλλη έκπληξη. Τα στρώματα ήταν τόσο σκληρά που καλύτερα θα ήταν να κοιμόμασταν κάτω. Πονούσαμε παντού όταν ξυπνήσαμε. Αλλά παντού όταν λέμε.
Να πω κι ένα καλό όμως. Ήταν πεντακάθαρα. Α!Όλα κι όλα. Εφτακάθαρα.
Εν τέλει η καλή διάθεση, η ησυχία που είχε το μέρος γενικότερα και το ότι ο Θωρ κατάφερε πρώτη φορά να επιπλεύσει μόνος του με τα μπρατσάκια (η φάτσα του εκείνη την ώρα θα μου μείνει για πάντα στο μυαλό) μας έκανε να περάσουμε καλά.
Και έβγαλα και μια ωραία φωτογραφία!
Και του χρόνου...αν μας αφήσει ο παπάρας που έχουμε για πρωθυπουργό.
Αυτός πάλι στην Πάρο θα πάει του χρόνου;

ΥΓ Εντελώς άσχετο: Οι διπλανοί χθες μετακόμισαν. Σήμερα ήρθαν και πήραν κάποια ακόμα πράγματα. Τι άφησαν πίσω; Το μικρό κανίς τους. Το οποίο γαβγίζει και κλαίει μέσα στο άδειο σπίτι και κάνει και ΕΚΟ. Έλεος. Πρώτα από όλα για το σκύλο και μετά και για εμάς...

22 Αυγ 2010

Ο Μπόρατ τρώει σαλιγκάρια στη μέση της ταινίας*
(αστερίσκος=υποσημείωση στο τέλος της ανάρτησης, λέμε)

Χτες το μεσημέρι ήπια λίγο παραπάνω και το θολωμένο μου μυαλό προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι που είχε γράψει ο Παπαγιώργης στο Περί Μέθης, για τον τοξικομανή και τον αλκοολικό, ότι ο πρώτος κλείνεται στον εαυτό του, κατεβάζει ρολά, ενώ ο δεύτερος είναι κοινωνικός και συνήθως το αλκοόλ επιτείνει τα στοιχεία του χαρακτήρα του, και σκεφτόμουν μέσα μου "τι καλό παιδί που είμαι, όταν πίνω αγαπάω όλον το κόσμο, και μάλιστα πάρα πολύ, αρα είμαι αγαπησιάρης εκ φύσεως ο άτιμος ο άνθρωπος ο τέλειος ο σωστός", τέλος πάντων, λάθος τα θυμόμουν, κάπως αλλιώς τα είχε γράψει ο σοφός Παπαγιώργης στο βιβλίο του και συν τοις άλλοις, έτσι όπως το ξεφύλλιζα ψάχνοντας το επίμαχο χωρίο, έπεσα πάνω σε ένα σπόιλερ σχετικά με τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, τον οποίο διαβάζω με δέος τις μέρες αυτές, και τσατίστηκα κι απ' το κακό μου έφαγα πάρα πολλά απ' τα γλυκά του Λάβαμπλ, με έπιασε το στομάχι μου, με πηρε ο ύπνος με την τηλεόραση ανοιχτή κι όταν ξύπνησα μού τρέχανε τα σάλια και μισούσα τον Τζακ Μπλακ, του οποίου την ταινία Σκουλοφρόκ έπαιζε η τιβί στη διαπασών.

Ετσι λοιπόν πριν προχωρήσεις θέλω να σου πω ότι στη συνέχεια της ανάρτησης ακολουθούν σπόιλερ.

Αν θυμάμαι καλά, το πρώτο βιβλίο μέσα σε βιβλίο που διάβασα ήταν η Ατέλειωτη Ιστορία του Μιχαήλ Εντε.
Βιβλία που δεν ακολουθούν τη γραμμική αφήγηση σίγουρα έχω διαβάσει αρκετά, η πρώτη φορά όμως που την πήρα πρέφα τη μη γραμμική αφήγηση πρέπει να ήταν στο σινεμά, μια φορά που πήγαμε να δούμε το Σολάρις του Ταρκόφσκι σε κάποια έκτακτη προβολή, κάπου, δεν θυμάμαι πού, κι έγινε ένα λάθος, πρόβλημα τεχνικό, και μας δείξανε, μάλλον, πρώτα την αρχή, μετά κάνα εικοσάελπτο απ' το τέλος, χωρίς όμως το τέλος, μετά μας δείξανε το ενδιάμεσο και στο τέλος μας δείξανε και το τέλος, φώναζε μια κυρία απόξω "είναι απαράδεκτα πράγματα αυτά, ερασιτεχνισμοί", όπως φώναζε κι ένας τύπος έξω απ' το σινεμά Μακεδονικόν όταν παιζόταν το Μαλόλαντ Ντράιβ "είναι απατεών ο κύριος, συμπολίτες μη δείτε την ταινία, τα λεφτά μας πίσω, φέρτε πίσω τα κλεμμένα, λεφτά υπάρχουν", εγώ όμως γούσταρα, ηταν τελέιως mindfuck, που λενε κι οι χίψστερς, βέβαια για βιβλία έλεγα πριν, όχι για σινεμά, χώρια που ήθελα να σου πω κάτι τελείως διαφορετικό:

Την περασμένη Δευτέρη συνάντησα τον Πάκη, στο Ναυαρίνο, ενόσω οι Δίες κόβαν βόλτες πάν' κάτ' δεξά αριστερά, και ανταλλάξαμε βιβλία πεθαμένων πρόωρα συγγραφέων.
Δεν τον ήξερα τον κ. Χατζητάτση.
Η κίνηση που κάνω πάντα: γκούκλισα τοόνομά του. Στα πρώτα αποτελέσματα η αναγγελία του θανάτου του, προ διετίας, γραμμένη από έναν γνωστό μου.
Και πολλά αποτελέσματα, πολλές αναφορές, ως επί τον πλείστον (δικαίως) εκθειαστικές, αρα τα δικά μου λόγια για το Μονόξυλο στο Ποτάμι είναι αχρείαστα (δεν σου δίνω λινκ, κάνε κάτι κι εσύ). Ειναι φοβερό πόσο μπορεί να απογειώσει η ανατρεπτική αφηγηματική δομή ένα βιβλίο με ένα θέμα σχετικά κλισέ (σκέψου πόσα βιβλία εχεις διαβάσει και πόσες ταινίες έχει δει με θέμα μια παρέα εφήβων και την εξέλιξή τους μέσα στο χρόνο, καθώς μεγαλώνουν και χάνονται και ξαναβρίσκονται σε σποραδικές συναντήσεις κι οι ζωές τους ενίοτε τυχαία ενίοτε εξεπιτούτου τέμνονται και συγκρούονται και μπλα μπλα μετανιωμένοι για όσο πραγματα ονερεύονταν να κάνουν αλλά δεν τα κάνανε ποτέ και πώς καταντήσαμε έτσι Ανδρέα, αμάν βαριά φιλοσοφία με ολίγον από γκόμενες, αριστερά, ΠΑΣΟΚ και αλκοόλ). Κοινως αμα είσαι μάστορας στη γραφή, δεν πα να γράφεις και συνταγές;
(σχεδόν) Αριστούργημα θα γράψεις.

* O τίτλος της ανάρτησης κλεμμένος απ' το καταπληκτικό λήμμα της Φρικηπαιδείας

19 Αυγ 2010

Βέρμπαλ Κιντ

Κατάλαβε ότι κάτι στη ζωή του δεν πήγαινε καλά μια μέρα με πολλή ζέστη που βγήκε έξω με σκοπό να αγοράσει ένα δίσκο βινυλίου, κάνα βιβλίο, δυο-τρία σταμπωτά μπλουζάκια, αντ' αυτών επέστρεψε σπίτι με μια σακούλα του Χόντου γεμάτη αφροντούς και σαμπουάν για λιπαρά μαλλιά που αυτοκτονούν πηδώντας στο κενό, εκτός από κάποιες τρίχες τυχερές που πέφτουν στην πλάτη και ριζώνουν εκεί λαθρομετανάστες στην κορμάρα του. Σαν σε (κάθε του) όνειρο ζώστηκε καπνό, χαρτάκια, φιλτράκια, αναπτήρα, έσκαψε όπλο, κράνος, εξάρτυση κι αναψε όρυγμα για πολυβολείο χρησιμοποιώντας τα βιβλία του, πρωτα τα διαβασμένα, μετά τ' αδιάβαστα, κάλυψη απόκρυψη ανάμεσα στον Ηλίθιο και τον Πανηλίθιο, ανοίξανε οι ουρανοί και βγήκαν δυο αγγέλοι, σόρι λάθος, ανοίξανε οι περσίδες του ερκοντίσιον και ξεχύθηκαν οπλισμένες ουχί σαν αστακοί αλλά σαν καραβίδες, λιτότητα γαρ, οι λέξεις: Ατελέσφορη εργασιοφειλόμενη απελπιζάλη, βλεφαροκλεισμός, αργοχειρία, δακτυλεκτροπή, οθονοσκοπία, ταβανοθεραπεία, κεφαλοκνησμός, ορχεοιδημα, χρονοφονία, θερινωθρότητα, αυτομεγαλοϊδεατισμός, μικρελαχιστοποίηση μετασυμπαντικής υπερσημαντικότητας.



YΓ. Εχω την εντύπωση πως τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις μουσικές μου επιλογές επαναλαμβάνομαι φριχτά, αλλά δεν πειράζει: επανάληψη μήτηρ πάσης παθήσεως.

16 Αυγ 2010

To παιδικό παιχνίδι ως γαλούχηση
στους κοινωνικούς αγώνες

Ήταν ένα παιχνίδι που παίζαμε μικροί, δεν θυμάμαι ακριβώς πώς λέγεται, ζιμ, προζύμ, ζιλκεζιμ, κι αυτό το ρημάδι το γκουγκλ δεν βοηθάει καθόλου να θυμηθώ, ολο για μια ταινία ενός Τριφό με λέει, καμιά τσόντα σίγουρα, τέλοσπάντων, πολύ βίαιο, το ζιμ, προζύμ, ζιλκεζίμ, όχι το Ζιλ και Ζιμ, ωραίο όνομα για σαμπουάν παρεμπιπτόντως, κι απορώ δηλαδή πού τη βρίσκαμε τόση βία μέσα μας σ' εκείνη την τρυφερή και αθώα ηλικία, να σας εξηγήσω πώς παίζεται: παίζουν πολλοί, κι ένας τα φυλάει (αν και τότε λέγαμε "τα φιλάει"). Αυτός ο ένας έπρεπε να ξεκινήσει απ' τη "φωλιά" (συνήθως κάποιος στύλος) και να προσπαθήσει να πιάσει έναν εκ των υπολοίπων κατά τη διάρκεια ενός μικρού τραγουδακίου που έλεγε τρέχοντας, οι στίχοι ήταν κάπως έτσι "ω μα τι ωραία και ????? μπλα μπλα γαλλικό προζύμ), με το πέρας αυτής της φράσης, εάν δεν είχε πιάσει κανέναν, επρεπε να σταθεί στο ένα πόδι, και να προσπαθήσει να γυρίσει πίσω στη φωλιά κάνοντας κουτσό, και προσπαθώντας να αμυνθεί απ' τις κλοτσιές που στο πλαίσιο του παιχνιδιού εννοείται επιτρεπόταν να του ρίχνουμε στον πισινό, έαν βέβαια προλάβαινε να γραπώσει κάποιον τη στιγμή που επιχειρούσε κλωτσιά οι ρόλοι άλλαζαν, κι ο νέος που τα φυλούσε έπρεπε τρέχοντας να πάει στη φωλιά εν μέσω νέφους κλωτσοπατινάδας, η οποία συχνά και αναλόγως απ' τον υποκείμενο στα λακτίσματα ατυχο νέο έπαιρνε και την μορφή καρπαζιάς, σφαλιάρας, γροθιας, γονατιάς, καρατιάς, χώρια που πλειστάκις, επειδή ο κώλος δεν ήταν αρκετός για όλους, ο άτυχος παίκτης τις έτρωγε στο καλάμι, στην πλάτη, στην κοιλιακή χώρα, στο κρανίο. Μόνο το μαλλιοτράβηγμα απαγορευόταν, αυτά ήταν για κορίτσια.


8 Αυγ 2010

Το άρωμα του βιβλίου,
μια ωδή στον μετασκοταδισμό

Ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή. Βγαίνει ο καθείς, ειδικά άμα τυχαίνει να πρόκειται για κάποιον σημαντικό, και αμολάει μια πορδή κι ευθύς αμέσως χάρη στις νέες τεχνολογίες αυτή η πορδή πολλαπλασιάζεται εν ριπή οφθαλμού, σε σημείο τέτοιο που να κοντεύουμε να λύσουμε το ενεργειακό πρόβλημα της υφηλίου (αλήθεια, τι θα γινόταν, αν, όπως κανονίζουμε μια φορά το χρόνο και [δεν] σβήνουμε τα φώτα, κανονίζαμε μια φορά το χρόνο όλοι της γης οι ανθρώποι να κλάναμε ταυτόχρονα;). Βγαίνει λοιπόν ο κύριος Νεγρεπόντε, ο οποίος σαφώς είναι σημαντικός, μπορώ να σου πω ότι είναι και πιο σημαντικός από τον Πάσχο, και για να είναι κάποιος πιο σημαντικός και από τον Πάσχο, ε, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για προσωπικότητα βαρύνουσας σημασίας, ισόποσης με το φυσικό αέριο που θα μπορούσαν να παραγάγουν οι κινέζοι αν κλάνανε ταυτόχρονα όλοι μαζί, και λέει ο κύριος Νεγρεπόντες, ο οποίος δεν γνωρίζω αν συνηθίζει να κλάνει ή όχι, αν πάσχει από κλανοφοβία, αν χορεύει κλακέτες κλάνοντας, αν έχει wallpaper της πορδής του Ουρουγουανού αμυντικού Κλάνο Μέντες, και λέει με όλο το νεγρεπόντειο εκτόπισμά του: «σε πέντε χρόνια το πολύ το βιβλίο στη φυσική του μορφή θα έχει πεθάνει». Κι αρχίζουν αυτήν την πορδή να την αναμεταδίδουν τα σόσιαλ μίντια, κι απ΄ την πολλή αναμετάδοση, την εντέλει άκριτη αναμετάδοση, αρχίζουν να την υιοθετούν οι φανζ του Νεγρεπόντε, που δύναμαι να πω πως είναι περισσότεροι απ’ αυτούς του Πάσχου, αν και σίγουρα κάποιοι θα είναι φανζ ταυτοχρόνως και των δύο, και μια καλή ιδέα θα ήταν να τους βάζαμε ένα μαχαίρι στο λαιμό και να τους βάλουμε να διαλέξουν και στην τελική ό,τι κι αν διαλέξουν να τους χαράξουμε έναν αιμάτινο κολιέ γύρω απ’ το λαιμό. Για να το θέσω απλά και καθόλου ορθολογικά ή επιστημονικά, διότι βαρέθηκα τον ορθό λόγο, την επιστήμη, τη σοβαρότητα, την επιχειρηματολογία και τον πολιτισμένο διάλογο, η τεχνολογία δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει το βιβλίο στη φυσική του μορφή παρά μόνον αν βρεθεί ένας Ζαν Μπατίστ Γκρενουίγ να δημιουργήσει το άρωμα του βιβλίου. Διότι, όπως είχε πει κι ο Αλεξ Τζέημς των Μπλερ, σε βαρυσήμαντό άρθρο του στο περιοδικό Σελέκτ, του οποίου το τεύχος δεν κατάφερα να βρω, «Books, they smell great, don’t they?». Διότι υπάρχουν οι μυριστές των βιβλίων που χώνουν τη μούρη τους μέσα στις σελίδες και τραβάνε τζούρες, ανάσες βαθιές, όπως μυρίζαμε παλιά τα μπλανκο και τα ποτισμένα με βενζίνη μαντίλια, υπάρχουν και οι χαϊδευτές, αυτοί που γουστάρουν να χαϊδεύουν τις ράχες και τις σελίδες και κρύβουν σοκαριστικά, εμπρηστικά, αγαπήσιάρικα σημειωματάκια μέσα στα βιβλία που δανείζονται απ’ τη δανειστική βιβλιοθήκη, με την κρυφή ελπίδα να το βρει ο επόμενος και να γράψει κάτι δικό του. Και τέλος πάντων, για τον κύριο Νεγρεπόντε έχω μια λέξη μόνο: βινύλιο (στην εποχή μας, το και καλά πεθαμένο βινύλιο παραμένει αλώβητο απ’ την «πειρατεία», ενώ το σιντί, που «αποτελείωσε» το βινύλιο, πνέει τα λοίσθια). Και για όλους τους θιασώτες, ενθούσιαστζ που λέμε και στ’ αγγλικά, της νέας τεχνολογίας επίσης έχω μια λέξη, για την ακρίβεια δύο: γκουγκλ γουέηβ (το οποίο επρόκειτο να φέρει τα πάνω κάτω, κι εντέλει εγκαταλειμμένο απ’ τη μαμά εταιρεία κατέληξε χλεύης αντικείμενο από ένα αμφιβόλου αισθητική και κύρους μπλογκ σαν το panokato).


6 Αυγ 2010

Προδημοσίευση

Απ' την ανέκδοτη δεκάτομη αυτοβιογραφία-ανέκδοτο "Οι περιπέτειες του ΠανωςΚ εκεί που χέζαν οι αρκούδες". Απόσπασμα απ' τον τρίτο τόμο "Ερωτική Μαθητεία" και το κεφάλαιο "Οδός Αφροδίτης".

Πηγαίναμε, χρονών δεκάξι, στο κλαμπ Ζίρο στο Βαρδάρι, να δούμε μία συναυλία. Ερημιά στην πόλη, αργούσε να βραδιάσει, η μέρα μεγάλωνε, μύριζε καλοκαίρι και κάτουρο στου δρόμου τις γωνίες. Οδός Αφροδίτης, στην είσοδο καφετέριας ονόματι "Οι Αγγελοι του Τσάρλυ", κυρία ξανθιά, φορώντας φόρεμα κάπως κοντό, κάπως στενό, κάπως παράταιρο για την ηλικία της, "ψιτ, ψιτ, αγόρια", σωστά δασκαλεμένοι από γονιούς, δασκάλους, κατηχητές δεν στρέψαμε το κεφάλι, "νεαρέ, νεαρέ, να σου πω" επέμεινε η Σειρήνα, αλίμονο δεν ήμουν ούτε αγενής ούτε δεμένος στο κατάρτι ωσάν τον Οδυσσέα, από αποσταση ασφαλείας "παρακαλώ, τι θα θέλατε;", παιδί με ανατροφή, κιθάρα, κατηχητικό και αγγλικά, "ελάτε μέσα, έχουμε κάτι καλά κορίτσια για παρέα, φοιτήτριες", ο φίλος με γράπωσε με το μπράτσο, "έχουμε να πάμε σε μια συναυλία" απολογήθηκα καθώς με τραβούσε μακριά, "συναυλία;" απόρησε η κυρία η τσατσά, κι ο γερομπισμπίκης που κάπνιζε στο απέναντι πεζούλι, κει που σήμερα είναι Μαρινόπουλος, "βρε τραβάτε ορέ να γαμήσετε, συναυλία και μαλακίες".
Χρόνια μετά, η καφετέρια "Οι Αγγελοι του Τσάρλυ" υπάρχει ακόμη, στριμωγμένη ανάμεσα σε σεξ σοπζ και σουπερμάρκετ, αντιστεκόμενη σθεναρά, θεός ξέρει πώς, στην κρίση. Περνάω συχνά απ' την οδό Αφροδίτης πηγαίνοντας στη δουλειά, καμιά φορά εύχομαι να βγει στην πόρτα η κυρία η ξανθια τσατσά και να μου φωνάξει "ψιτ, ψιτ νεαρέ, να σου πω..."

3 Αυγ 2010

Βια+Αστικό

Αραχτός σε τραπεζάκι έξω στο γυράδικο "Τρία δίποδα γουρουνάκια" ο Τόνι ο αδίστακτος Τενόρος με το σατανικό βαθύ λαρύγγι, κάπνιζε, έτρωγε πιτσίνια τυλιγμένα σ' αλουμινόχαρτο σάνιτας φόιλ και βλεφάριαζε τα λευκά σκονισμένα μπούτια βρετανίδων τουριστριών που το φιλί τους μυρίζει ψωμοτύρι, μπίρα και χωριάτικη σαλατα και γυρνάγανε για ύπνο στα ξενοδοχεία της Μοναστηρίου. Απ' το διπλανο πετ σοπ που είχε μπει μέσα, πέσει έξω, βαρέσει κανόνι, ρίξει πιστολιές, κατεβάσει ρολά, βαρέσει φαλιμέντο, ακουγόταν στη διαπασών απ' τα μικρά κακορίζικα ηχεία που τρίζαν κι αγκομαχούσαν ο Θάνος Μικρούτσικός να στριγγλίζει ντουέτο με τη σκαλιστή του πίπα από ελεφαντόδοντο "Γιεμου πούπας, μαναθαπάω στακαραβια", στο πιάνο τον συνόδευε, μοναχικά και σπάνια, γκρίζο, λευκό και μαύρο, το φουντωτό του μούσι.
Ο Πάνος το βαρύ Πεπόνι που δεν θα γινότανε ποτέ Καρπούζι άνοιξε το βήμα του. Είχε τόσα δει, τόσα να πει, τόσα να γράψει. Τρέχοντας σχεδόν έφτασε σπίτι, άνοιξε το λαπτόπ, έβγαλε τα ρούχα του κι έκατσε γυμνός μπροστά στο ορθάνοιχτο παράθυρο, τροφή για τα θηρία και για τα μάτια της κουτσομπόλας του απέναντι διαμερίσματος. Είχε μια ιδέα φοβερή για μια φανταστική ιστορία. Ηξερε το τέλος, ηξερε και την αρχή, του 'λειπε η μέση.


1 Αυγ 2010

Νου αρ γιου;

Ερωτηθείς πολλές φορές «τι διαβάζεις;» μπαίνω στον πειρασμό να απαντήσω «το μέλλον», «το διαφημιστικό φυλλάδιο του Λιντλ», «τα συστατικά των φρίσκιζ που τρώω για πρωινό», «τις ενδείξεις-αντενδείξεις των σιμέκο», «το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ», «τις θέσεις του Φώτη Κουβέλη για την εξυγίανση του καλλιτεχνικού πατινάζ», «τη βιογραφία της Οπρα», αλλά επειδή πάνω απ’ όλα σιχαίνομαι το ψέμα, συνήθως απαντώ «ένα αστυνομικό» και η απάντησή μου αυτή συναντά ένα καγχασμό περιφρόνησης του τύπου «πφ… τα αστυνομικά δεν είναι λογοτεχνία», κι άντε μετά να εξηγήσεις τους φανατικούς αναγνώστες του Φίλιπ Ροθ, γνωστούς και ως Ροθίστας, ότι υπάρχει και το λεγόμενο νουάρ, πολλώ δε μάλλον απ’ τη στιγμή που κι εγώ δεν μπορώ να ορίσω επακριβώς το νουάρ μυθιστόρημα, χωρίς να χρησιμοποιήσω τις λέξεις «αστυνομικός, ντετέκτιβ, έγκλημα, φόνος, αλκοόλ, καπνός, μοιραία γυναίκα, ραγού, βούτυρο, αλτάνες, βελόνες, διακόπτης, αρθριτικά». (Γελοίος, το ξέρω, όμως λίγο, όχι πολύ). Κι επιπλέον, αφήνοντας την καλύτερη συνταγή ραγού στην άκρη, άντε να εξηγήσεις ότι ουσιαστικά το νουάρ είναι το πολιτικό μυθιστόρημα των ημερών μας. Για αυτό το λόγο, αυτοί οι έξυπνοι άνθρωποι που γράφουνε βιβλία ενίοτε μπαίνουνε στον κόπο να μας τα κάνουνε λιανά και να γράψουνε ένα λυσάρι εν είδει σημειώματος του επιμελητή, εν είδει επιμέτρου και εν είδει βλακομέτρου εντέλει. Ετσι λοιπόν ο επιμελητής (να μην ξεχάσει στο διάλειμμα να ανοίξει τα παράθυρα, να αεριστεί η αίθουσα) της συλλογής «Εγκλήματα – Εννέα ιταλικές ιστορίες» Τζανκάρλο Ντε Κατάλντο βρίσκει τρία κοινά χαρακτηριστικά στο ιταλικό νουάρ, τα οποία θα παραθέσω, με τα δικά μου λόγια, ευθύς αμέσως, αγνοώντας τον επιθετικό προσδιορισμό «ιταλικό» στο νουάρ, διότι μην το παραγαμήσουμε παραπάνω, αυτή η πουτάνα η εξειδίκευση φταίει για τα χάλια μας ως ένα σημείο, τα λέγαμε εμείς από το ’98 αλλά δεν μας άκουγε κανείς, φάτε τα τώρα, αλλά ούτε περί εξειδίκευσης θα εξειδικεύσω τώρα, αντιθέτως θα μπω στο ζουμί, πάρτε και ψωμάκι να κάνατε παπάρα, στα τρία βασικά χαρακτηριστικά του νουάρ (ιταλικού, ελληνικού, γαλλικού, αμερικανικού, γενικώς κι όπως κι αν έχει δυτικού, αλλά γιατί όχι και «τριτοκοσμικού»; δηλαδής αυτοί οι αναπτυσσόμενοι δεν γράφουν νουάρ; Άλλη ιστορία κι αυτή). Βασικό χαρακτηριστικό α) η διαφθορά. Παντού. Οσο πιο ψηλά ανεβαίνεις στην κοινωνική πυραμίδα, τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφθορά. Δεν υπάρχει κανείς ηθικός φραγμός σε ό,τι αφορά το εύκολο κέρδος. Βασικό χαρακτηριστικό β) ο Ξένος. Με τη μορφή σίγουρα του μετανάστη, αλλά όχι μόνον: κάθε είδους περιθώριο, λουμπεναριό, που απειλεί την οικεία καθημερινότητα του φιλήσυχου πολίτη. Βασικό χαρακτηριστικό γ) που μοιάζει λίγο με το βασικό χαρακτηριστικό α) το κυνήγι της επιτυχίας, η υπέρμετρη φιλοδοξία, η επιθυμία αναρρίχησης όλο και πιο ψηλά στην κοινωνική κλίμακα. Νομίζω πως τα καταφέρνει μια χαρά ο συμπαθής Κατάλντο και περιγράφει τα βασικά χαρακτηριστικά του νουάρ χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε μία απ’ τις λέξεις «αστυνομικός, ντετέκτιβ, έγκλημα, φόνος, αλκοόλ, καπνός, μοιραία γυναίκα, ραγού, βούτυρο, αλτάνες, βελόνες, διακόπτης, αρθριτικά».
Και μετά ήρθε το φθινόπωρο, την 1η του Αυγούστου, και τελειώσανε οι διακοπές μου. Πρόλαβα να κάνω 175 μπανια και να φάω 296 παγωτά. Κι ύστερα ήρθαν και μ’ έδεσαν.



Βιάστηκα πέντε μέρες όσον αφορά το τραγούδι, αλλά χαλάλι. Επίσης κάτι ήθελα να πω περί Αγκάθα Κρίστι και Ελρόι και CSI και The Wire, αλλά βαρέθηκα.