23 Μαΐ 2011

Η ζωή μετά (τα γιουβαρλάκια)

Πόσο ν' αντέξει ένα τσουκάλι γιουβαρλάκια;
Αντεξε πέντε ημέρες.
Την έκτη ημέρα δεν πεινούσε πολύ. Στην ψυγειοθήκη είχε ένα πιάτο Γκενατσίνο Βίλχελμ, αλλά η γερμανική κουζίνα πάντα του φαινόταν κάπως βαρετή. Το κράτησε στην άκρη, για μια ώρα ανάγκης.
Στο βάθος της βιβλιοψύξης, βρήκε έναν Αντρέγεφ, παραδοσιακή ρωσική συνταγή, που είχε πιάσει μούχλα. Δεν τον άγγιξε καν.
Αποφάσισε να φάει έναν Φιλιπ Ροθ, μικρό σε μέγεθος, το Βυζί. Αγευστο πιάτο, δύσκολα κατέβαιναν οι μπουκιές. Ενιωσε έναν ερεθισμό στο στομάχι, προμήνυμα δυσπεψίας. Για καλό και για κακό, για να διατηρήσει τα μισά του ρούχα, όντας άλλωστε μόνο με το σώβρακο, δεν έφαγε όλο του το φαγητό, τ' άφησε στην άκρη, πράγμα πρωτάκουστο.
Την έβδομη μέρα, ο θεός ξεκουράστηκε, αλλά ο Παναγιώτης πείνασε. Είπε να φάει κάτι μεγάλο, να καταλαγιάσει η πείνα του. Δοκίμασε έναν Πίνσον, συνοδεία κρασιού, αλλά κάτι έκαναν λάθος ο γκραν μετρ και η σερβιτόρα με τα συστατικά του πιάτου και κατέληξε σε πανωλεθρία. "Ε, δεν τρώγεσαι", αναφώνησε απελπισθείς και το παρέδωσε έρμαιο στα ακάρεα.
Την όγδοη μέρα, η κατασταση ήτο απελπιστική. Νηστικός και με ταλαιπωρημένο στομάχι, έψαχνε τροφή χορταστική μεν, ανάλαφρη και δροσερή δε, είχαν άλλωστε πιάσει και οι ζέστες. Κατέληξε, διστακτικά, να πρωτοδοκιμάσει μια χούφτα βινύλια, ένα χορταστικό, ζουμερό πιάτο Χίλντας Παπαδημητρίου, γεύση οικεία, χωρίς περιττές σάλτσες, το οποίο αναδείκνυε όλα τα συστατικά του, και τ' αστυνομικά και τα μουσικόφιλα. Η απόλαυσις ήτο τέτοια που ρεύτηκε μακαρίως και αναγώγως.
Την ένατην ημέρα είχε όρεξη για κάτι φινετσάτο, κάτι με κλάση, που θα το 'τρωγε χωρίς να φοβάται μην τυχόν και κλάσει. Επέλεξε κουζίνα γαλλική, ένα πιάτο βαρύ, που η σεφ Λοράνς Κοσέ προσέγγισε με ανάλαφρη και χαρωπή, παιγνιώδη διάθεση. Νοστιμότατο, χορταστικό, συμμετρικό.
Στο τέλος έλαβε και την απόδειξη για την (1, 2, 3 γαμιέται) η εφορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: