26 Φεβ 2012

Ακρη δεν θα βγάλεις,
πρόσεχε μόνο μη βρεις κέντρο

Παλιά, πριν από την κρίση, οι λογικοί άνθρωποι, οι ψύχραιμοι, οι μετριοπαθείς, οι φιλελεύθεροι, ας πούμε, παλιοί και νέοι, που είναι φανταστικοί όλοι τους, πολύ τους αγαπώ, τα βάζανε με τα (όχι ακριβώς αλλά ας πούμε ότι ήταν) πάλαι ποτέ κομμουνιστικά καθεστώτα, μεταξύ άλλων και για έλλειψη αγαθών που υπήρχαν εν αφθονία στην καπιταλιστική Δύση. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τα αστειάκια για τη μονοπωλιακή ύπαρξη συγκεκριμένων τύπων αυτοκινήτων στον "κομμουνισμό" (πχ Ζάσταβα, Λάντα κτλ.).
Τώρα πια, οι ίδιοι άνθρωποι, παραμένοντας βαθιά συστημικοί, θεωρούν ότι, για την κρίση του καπιταλισμού και τα δεινά που εμείς βιώνουμε σήμερα, φταίει ο καταναλωτισμός, αναπόσπαστο συστατικό του καπιταλισμού! Ειναι πολύ αστείο να βλέπεις τους θιασώτες της ελεύθερης αγοράς να κατακρίνουν τους πολίτες γιατί ενέδιδαν τόσα χρόνια στον καταναλωτισμό αγοράζοντας τα προϊόντα της ελεύθερης αγοράς που δεν χρειάζονταν στην πραγματικότητα, και γεμίσαμε, λέει, Καγιέν στην Ελλάδα και από πού κι ως πού θέλεις να έχεις Καγιέν, ρε μαλάκα, και πλαστικό χρήμα και κάτι τέτοια.
Βέβαια αυτό που δεν λένε φωναχτά αυτοί οι τύποι είναι ότι θεωρούν πως Καγιέν (και όχι μόνο καγιέν, αλλά και οτιδήποτε πλέον θεωρείται "πολυτέλεια", δηλαδή ταξίδια, διακοπές κτλ) θα έπρεπε να έχουν μόνον οι λίγοι και οι εκλεκτοί, που γνωρίζουν να εκτιμούν το χρήμα και τα υλικά αγαθά, γεμίσαμε σκατόβλαχους νεόπλουτους κτλ., καθότι αγανακτούν στη σκέψη και μόνο των ταξικών δραπετών, όσων λόγω της επίπλαστης ευμάρειας, που δημιουργούσαν η ελεύθερη αγορά και ο καπιταλισμός, κατάφερναν να ξεφύγουν από τη μοίρα που επέβαλε η κοινωνική τάξη στην οποία γεννήθηκαν.
Μα, από το ένα άκρο πάς στο άλλο, θα μου πει πάλι κάποιος λογικός, ψύχραιμος, φιλελεύθερος, μετριοπαθης. Μέτρον άριστον και μην απλώνεις τα πόδια πέρα από εκεί που φτάνει η κουβέρτα και διάφορα τέτοια βαθυστόχαστα.
Αυτή η μετριοπάθεια λοιπόν είναι το ζητούμενο, η λύση, για να βγούμε από την κρίση. Η μετριοπάθεια που παραδοσιακά την εκφράζει το κέντρο Και δόξα τω Θεώ στην Ελλάδα από κέντρο άλλο τίποτα! Το ΠΑΣΟΚ πότε κεντρώο, πότε κεντροαριστερό, η ΝΔ πότε κεντρωα, πότε κεντροδεξιά, κυβέρνησαν με μετριοπάθεια και κοινή λογική τον τόπο.
Και όταν, άγνωστο πώς, αφού είχαμε συνετούς, μετριοπαθείς κεντρώους στην κυβέρνηση, όχι τίποτε ακραίους ριζοσπάστες σαν τον Δραγασάκη φερειπείν ή τον Παφίλη φερελέγειν, μας έπιασε η κρίση, κάτι άλλοι συνετοί, μετριοπαθείς, κεντρώοι ήρθαν στα πράγματα, το ΠΑΣΟΚ, που δεν ήταν το παλαιό ΠΑΣΟΚ αλλά ένα άλλο ΠΑΣΟΚ, παρότι τα στελέχη ήταν ίδια, που όμως και αυτά είχαν μέσα τους αλλάξει γιατί είχε δοθεί ρητή εντολή "Γιώργο άλλαξέ τα όλα" και όταν ο Γιώργος παράκουσε και αντί να τ' αλλάξει τα γάμησε όλα, φέρανε, χωρίς καν να μας ρωτήσουν, ως συνετοί, μετριοπαθείς, κεντρώοι άνθρωποι έναν άλλο συνετό, μετριοπαθή κύριο, που τόσο καιρό ήταν σύμβουλος των προηγούμενων συνετών μετριοπαθών κυρίων, τον κο Λουκά, για πρωθυπουργό, αλλά επειδή, οποία εκπληξις, τα πράγματα παραμένουν σκατά, ετοιμαζόμαστε, λένε τα γκάλοπ, για την ανατροπή, και σκεπτόμενοι ώριμα ως εκλογικό σώμα, δείχνουμε την προτίμησή μας σ' εναν Νέστορα της πολιτικής, μετριοπαθή, συνετό, κεντροαριστερό, τον κο Κουβέλη, για να βάλει σε όλα μια τάξη.
Διότι οτιδήποτε ακραίο είναι κακό. Και είναι ακραίο οτιδήποτε παρεκκλίνει απ' όσα ξέραμε και στηρίζαμε μέχρι σήμερα και μας φέρανε σε αυτό το χάλι, αλλά δεν πειράζει το χάλι, διότι τουλάχιστον δεν έχουν επικρατήσει οι ακραίες φωνές. Ο ρόλος του κέντρου είναι να συμβιβάζει τα άκρα, τα οποία, όπως έχει πει κι ο φιλόσοφος Καφέν ο Βίος, πάντοτε συναντώνται, και προφανώς κάπως έτσι, εκμεταλλευόμενοι και τα καρναβάλια, εισχώρησαν δύο μασκαράδες ακροδεξιοί στη μετριοπαθή, συνετή, κεντροδεξιά ΝΔ, που είναι ταυτόχρονα κόμμα κυβερνητικό αλλά και αξιωματική αντίπολίτευση, παγκόσμια και πάνω απ' όλα συνετή πατέντα. Ο έτερος ρόλος του κέντρου είναι να ακούει τη φωνή των περισσοτέρων και να παίρνει τα απαραίτητα μέτρα για το καλό του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, πράγμα που εμφανώς συμβαίνει στη χώρα μας. Και μην ακούς τους τοιούτους τους Βρετανούς, που λένε σε αυτήν την ακραία φυλλάδα τους, την Γκάρντιαν, ότι η Ελλάδα καταστρέφεται από φανατικούς μετριοπαθείς κεντρώους.
Σσς... συνέχισε να κοιμάσαι, δεν ζεις όνειρο, είναι η πραγματικότητα και είναι εφιαλτική.

Κοελικό, σκοταδιστικό, επιμορφωτικό

Μια φορά κι έναν καιρό οι άνθρωποι φοβούνταν ότι θα πέσει ο ουρανός να τους πλακώσει και ζητούσαν από το Θεό να τους σώσει. Επειτα ήρθε ουρανοκατέβατος ο ορθός ο λόγος, η επιστήμη και η λογική και οι άνθρωποι σταμάτησαν να φοβούνται, απέκτησαν αυτοπεποίθηση, χτίσανε πολιτείες και κάνανε τον πολιτισμό, τις σπανακοτυρόπιτες, τον καπιταλισμό και τα ίντερνετς και όλο ψήλωναν και ψήλωναν και στέλνανε το φεγγάρι μπάλα στο δοκάρι, τον πλανήτη Άρη τον ήθελαν για μαξιλάρι και την Αφροδίτη για εξοχικό σπίτι και επεκτείνονταν καθ' ύψος, έχοντας ήδη καταλάβει όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, μέχρι που κουτούλησαν στο ταβάνι και αποδείχτηκε πως ο ορθός λόγος είναι μια πλάνη.

23 Φεβ 2012

Δεν μ' αφήνουνε να αγιάσω

Οσο ο ΠΑΟΚ έτρωγε γκολ, εγώ έτρωγα πτιφουράκια και πάλευα να γράψω μια βλακεία με τίτλο «Μίσος αταξικό», που τελικά, λόγω ανεμπνευσιάς το υποβίβασα σε τρία τέσσερα τουίτς, και μετά, για να χαλαρώσω, είπα να συνεχίσω την ανάγνωση του βιβλίου της Ελενας Πέγκα «Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρματα», που σήμερα το πρωί αρχισα να διαβάζω, κατά τη διάρκεια της πρωινής ιεροτελεστίας που λαμβάνει χώρα εις το βεσέ.
Γοητευμένος μάλιστα από το σύντομον των κειμένων της κας Πέγκα, απ’ τη λιτή όσο και περιεκτική γραφή της, κατά τη διάρκεια της ημέρας, αναλογιζόμενος τη θετική εντύπωση που μου προκάλεσαν οι πρώτες σελίδες του ολιγοσέλιδου πονήματός της, κρατούσα σημειώσεις στο κινητό για κάποιο μελλοντικό ποστ – λίβελλο εναντίον των μεγάλων σε όγκο μυθιστορημάτων και ύμνο υπέρ των μικρών σε μέγεθος βιβλίων.
Οι σημειώσεις στο σμαρτφόν έχουν ως εξής (διατηρώ την αρχική σύνταξη και ορθογραφία): «Φιλόδοξα. Μεγαλεπήβολα. Αλαζονικά. Θαταπωλικά. Ξερολικά. Μεγάλα σε όγκο. Μυθιστορήματα ξέχειλα αυτοπεποίθησης, είμαι ωραίο(ς) και το ξέρω. Όταν όμως δεν είναι ωραίο, το ογκώδες μυθιστόρημα είναι αγενές σαν αρμένικη βίζιτα».
Βολεύτηκα στον καναπέ κι όσο ο ΟΣΦΠ άνοιγε το σκορ με τυχερό γκολ του Τζεμπούρ, ένιωθα ευτυχής στην προοπτική ότι θα συνέχιζα και θα τελείωνα το ταξιδιάρικο, από πόλη σε πόλη σε τέτοιο βαθμό που ένα τζετ λαγκ το νιώθεις ως αναγνώστης, βιβλίο της κας Πέγκα. Α! να, άφησε πίσω της τις ΗΠΑ και τώρα τη βρίσκω στο Παρίσι. Ω! το Παρίσι, τι καλά, μαθαίνω και φρανσέ, σήμερα έμαθα το ετρ και το παρέτρ, το einai kai to fainesthai ντε, για να δούμε τι θα μας πει για το Παρίσι.
«Στο Παρίσι», γράφει η συγγραφεύς, οι άνθρωποι «φιλιούνται καθιστοί σε παγκάκια, μέσα στα ωραία πάρκα με τα δέντρα κομμένα σε γεωμετρικά σχήματα, καθιστοί έξω σε καφέ με τις καρέκλες τους κολλημένες ή ξαπλωμένοι καλύτερα, ο ένας πάνω στον άλλον, ο ένας μέσα στον άλλον […] Πολλά σκιερά, πολλά κρυφά μέρη στο Παρίσι για να φιληθείς και για να κλάψεις. Για να έχεις τις ιδιωτικές σου στιγμές έξω, σχετικά ανενόχλητος, χωρίς απανωτά συλλαλητήρια, καθημερινές απεργίες, κινητοποιήσεις, στάσεις εργασίας, εργασιακές αναποδιές, άγχη της πόλης, να σε διασπούν, να σε αποσπούν από κάτι πολύ δικό σου».
Οκ, το σκέφτομαι αυτό που μόλις διάβασα, ήδη έχει ημίχρονο ο ΟΣΦΠ, το διάβασα και στην Κ που τα πήρε κρανιακά, αλλά όχι εγώ θα το δω ψύχραιμα και θα προσπεράσω τον αρχικό θυμό μου, προφανώς είναι τρολ η κυρία Πέγκα και δεν εννοεί πραγματικά ότι οι απεργίες δεν σ’ αφήνουν να φιληθείς (ή να κλαυτείς) αλλά μάλλον κοροϊδεύει, σατιρίζει, στηλιτεύει τον ατομισμό της εποχής μας. Ε;
Στην επόμενη σελίδα, η κα Πέγκα λέει για τη Βαστίλη, πόσο της άρεσε που έβλεπε παντού νέους ανθρώπους, ενεργούς, σε αντιδιαστολή με την Αθήνα, όπου όλοι είναι γέροι, αλλά κι αυτοί ενεργοί: «Είναι έξω παντού (οι γέροι, ντε) επιδεικνύοντας τρομερή ενεργητικότητα. Μπροστά σε τόσους ηλικιωμένους δεν σου έρχεται ούτε να φιληθείς ούτε να κλάψεις».
Αντε πάλι! Κι αυτοί οι γέροι, πώς τολμάνε να είναι έξω και μάλιστα ενεργοί; Το κορίτσι θέλει να φιληθεί ή να κλάψει, μπορεί και τα δυο μαζί, και την ενοχλούν οι κωλόγεροι!
Ατιμη κενωνία!

ΥΓ. Η φωτό της ανάρτησης ευγενική χορηγία του Αρνητικού.

21 Φεβ 2012

Το γαρ πολύ της θλίψεως

"Στεναχωριόμουν που δεν είχα παπούτσια μέχρι που είδα κάποιον χωρίς πόδια".

Έτσι επέλεξε να πει αυτός που το πε, άλλος λέει ότι ήταν ο Καζαντζάκης άλλος λέει ότι το πε ο Λουντέμης.
Μα την Παναγία δέξια (όχι δεν είναι ορθογραφικό για τους μη Θεσσαλονικείς το λέω είναι Παναγία δέξια) δεν έχω λόγια να εκφράσω πόσο ΗΛΙΘΙΑ βρίσκω την συγκεκριμένη πρόταση.
Ε, μείνε ξυπόλητος ρε φίλος τι να σου πω. Ναι ναι ξέρω δε το λέει με αυτήν την έννοια. Να είσαι ικανοποιημένος με αυτό που έχεις λέει. Ναι βέέέέβαια έτσι το ερμηνεύουμε όλοι. Πραγματικά επειδή το ακούω συνέχεια τελευταία μου ανεβάζει την πίεση. Αυτό το μίζερο το υφάκι που παίρνουν όλοι, ειδικά τώρα τελευταία με την γαμοκρίση τους.

"Αφού έχεις δουλίτσα μη μιλάς καθόλου, υπάρχουν και χειρότερα δε βλέπεις τι γίνεται;"

Αυτό το υπάρχουν και χειρότερα έχει συμβάλει και αυτό στο να έρθουμε μέχρι εδώ. Μια ζωή να κοιτάμε πίσω ή να κοιτάμε το χειρότερο. Όχι μπροστά, μπροστά αμα κοιτάξεις θα κοιτάξεις με φθόνο "γιατί αυτός και όχι εγώ;". Γιατί μπορεί να μην έχεις προσπαθήσει ακόμα ρε παιδί μου γιατί μπορεί να προσπάθησες και να μην έκατσε. Ειδικά αν έχει γίνει το δεύτερο να είσαι ικανοποιημένος με την προσπάθεια και να κοιτάς πάλι μπροστά πως μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα μετά.
Φυσικά και υπάρχουν χειρότερα ρε. Φυσικά και δε πρέπει να τα παραβλέπεις. Αλλά εδώ η κατάσταση έχει ξεφύγει πια. Ήταν που ήταν σκάτωσε τώρα περισσότερο. Γιατί εδώ δε το λέμε με την έννοια του "παραδειγματίσου" αλλά με την έννοια του "να ψοφήσει ο γάιδαρος του γείτονα". Έχουμε μια μανία να πιστεύουμε ότι είμαστε ντε και καλά καλύτεροι από όλους γύρω μας.
Ντε και καλά. Χίλια δυο ψεγάδια θα βρούμε στον άλλο και σχεδόν κανένα καλό.
Χρησιμοποιούμε αυτήν την φράση και γενικότερα αυτή τη νοοτροπία για να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας που κάτι δεν μας πάει καλά. Είναι σαν να βλέπεις σήριαλ στην τηλεόραση όπως για παράδειγμα ένα που έπαιζε παλιά, βραζιλιάνικο ή μεξικάνικο, και το λέγανε "Και οι πλούσιοι κλαίνε". Από τον τίτλο και μόνο καταλαβαίνεις. Σου λέει:
"Μη νιώθεις πολύ μαλάκας που δεν έχεις μια ενώ ο απέναντι έχει Φεράρι. Και αυτός έχει λόγους να κλαίει". Σου δίνει μια δικαιολογία να νιώσεις καλύτερα αντί να να πας και να του πιείς το αίμα του μαλάκα που έβγαλε λεφτά κλέβοντας όλο το κόσμο ή τέλος πάντων να πάρεις παράδειγμα αν τα έβγαλε με την αξία του και τη δουλειά του και να προσπαθήσεις και εσύ.
Έτσι και τώρα. Λούφαξε ρε μαλάκα δε βλέπεις τι γίνεται; Υπάρχουν και χειρότερα.
Φυσικά ρε μαλάκες υπάρχουν και χειρότερα, πάντα υπάρχουν χειρότερα σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρίσκεσαι. Το θέμα δεν είναι να κοιτάς τι πάει χειρότερα από εσένα αλλά καλύτερα. Και να δεις πως θα πας και εσύ καλύτερα.
Αλλά...όόόόόχι. Μένει να είναι δυο πιθαμές από τον κώλο μας.
Γι αυτό φάγαμε το πρώτο μνημόνιο.
"δε πειράζει που μου κόβουν το μισθό. Υπάρχουν και χειρότερα"
Γι αυτό και φάγαμε το μεσοπρόθεσμο
"δε πειράζει που κόβουν επιδόματα. Εδώ κλείνουν μαγαζιά και επιχειρήσεις. Υπάρχουν και χειρότερα"
Γι αυτό φάγαμε την παραμύθα με τις συμφωνίες Ιουλίου Οκτωβρίου και δε συμμαζεύεται.
Γιατί υπήρχαν χειρότερα.

Υ.Γ. Η άλλη έκφραση που μου τη δίνει είναι το "Ούτε του παπά".
Υ.Γ.1 Να ξέρουν αυτοί οι πολιτικοί που λέγανε για τα άδεια ράφια του Σούπερ Μάρκετ ότι υπάρχουν και άνθρωποι που δε κρίνουν πόσο αξιοπρεπείς είναι ανάλογα με την αγοραστική τους δύναμη. Γιατί λέει ο κόσμος θα πεινάσει. Άμα μαλάκες είναι γεμάτα τα ράφια και ο κόσμος ΔΕ μπορεί να αγοράσει πράγματα, ΤΟΤΕ είναι που την έχετε άσχημα. Τις επαναστάσεις δεν τις κάνουν οι πεινασμένοι, αλλά οι χορτάτοι που δεν έφαγαν τρεις μέρες.
Υ.Γ. 2 Σιχτιρ τα πα και ξαλάφρωσα.

18 Φεβ 2012

Ολες οι απαντήσεις

Είναι της μόδας οι απαντήσεις. Είναι μια από τις κατακτήσεις της ηλεκτρονικής δημοκρατίας, των νέων μέσων, η δυνατότητα κάθε πολίτη να σχολιάζει λίγο πολύ τα πάντα, να απαντά σε όλους τους ειδήμονες (πραγματικούς και μη) που από θέση εξουσίας, την οποία τους προσφέρουν τα παραδοσιακά μέσα, διαμορφώνουν συνειδήσεις.
Με μια βόλτα λοιπόν στην μπλογκόσφαιρα θα βρεις πολλά κείμενα, γραμμένα από, ας μου επιτραπεί η έκφραση, τη χρησιμοποιώ κάπως τρόλικα, τον πρώτο τυχόντα τα οποία απαντούν σε κείμενα ή απόψεις ειδικών, ειδημόνων, για παράδειγμα ο μπλόγκερ ποκοπίκος απαντά στον Πάσχο Μανδραβέλη, ο μπλόγκερ φιρφιρίκος απαντά στη Σώτη Τριανταφύλλου, η μπλόγκερ ταρατατά απαντά στη Λώρη Κέζα, η μπλόγκερ φιφίκα απαντά στον Σταύρο Θεοδωράκη και ούτω καθεξής.
Κι επειδή λίγο πολύ, καλώς ή κακώς, έχουμε ήδη χωριστεί σε στρατόπεδα εμείς, οι ανώνυμοι, οι φιρφιρίκοι του ντουνιά, διαβάζουμε εν είδει δικαίωσης, προωθούμε εν είδει αντιπροπαγάνδας τη δική μας αλήθεια. Ναι ρε, καλά κάνουμε. Δεν λέω. Αλλά το θεωρώ λίγο μάταιο, όχι ματαιόδοξο, είναι ένας αγώνας άνισος βραδερφέ, αυτοί έχουν στα χέρια τους τα ΜΜΕ και το κοινό τους είμαστε κι εμείς αλλά και οι άλλοι, ενώ της δικής μας αντιπληροφόρησης κοινωνοί γινόμαστε εμείς και μόνον εμείς, που ούτως ή άλλως δεν την πολυχρειαζόμαστε την αντιπροπαγάνδα (αυτό το εμείς κι οι άλλοι, είναι λίγο άθλιο, μανιχαϊκό, το χρησιμοποιώ σχηματικά, ερμήνευσέ το όπως θες).
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί όσο κι αν αποφεύγω, όπως ο διάολος το λιβάνι, να αναρτώ εδώ πέρα κείμενα-απαντήσεις, σήμερα θέλω να το κάνω. Διότι ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ηλίας Μαγκλίνης κλείνει τον εξαιρετικά ενδιαφέροντα πρόλογο του άρτι επανεκδοθέντος μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Κοτζιά «Φανταστική Περιπέτεια» με τη φράση «ο Καπάνταης είμαστε εμείς», το οποίο μού θυμίζει το απεχθές «μαζί τα φάγαμε» όπως και την άλλη μόδα της εποχής, τη συλλογική ευθύνη.
Ποιος είναι όμως ο Αλέξανδρος Καπάνταης και γενικότερα τι είναι αυτά που τσαμπουνάς, ρε Πάνο;
Ο Αλέξανδρος Καπάνταης (και απ’ εδώ και πέρα θα δανειστώ πολλά απ’ τον πρόλογο του Ηλία Μαγκλίνη) είναι ο αντιήρωας του εν λόγω μυθιστορήματος, μια κάλπικη, τραγική φιγούρα, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος και επί σαράντα χρόνια συγγραφέας που έχει παραμυθιάσει τους πάντες, ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Τίποτε στον βίο του δεν είναι αυτό που φαίνεται, αυτό που ο ίδιος λέει ότι είναι. Στο βιβλίο παρακολουθούμε μία μέρα από τη ζωή του, πολύ σημαντική -διόλου τυχαία στο μέσον της πρώτης πασοκικής τετραετίας- ημέρα βράβευσής του για τα σαράντα χρόνια παρουσίας στα ελληνικά γράμματα. Ανηλεής σαρκασμός των πασοκικών, μεταπολιτευτικών δημοσιοϋπαλληλικών ηθών, αλλά και του λογοτεχνικού κόσμου, όπως και ακριβέστατη σκιαγράφηση των μετεμφυλιακών παθών και της δημιουργίας του νεοέλληνα, το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα.
Πολύ σωστά το γράφει ο Ηλίας Μαγκλίνης: «… ένας ολόκληρος κόσμος, μια κοινωνία, τρεκλίζει αδιάκοπα, μεθάει με τη μηδαμινότητά της. Το μέλλον του, το αύριο, αμφίβολο, αβέβαιο, ρευστό. Υποτίθεται ότι μια κρίση, προσωπική ή συλλογική, μπορεί να είναι μια καλή ευκαιρία για αυτοκριτική, για μια ανατροπή των δεδομένων της ζωής σου – ευκαιρία για κάθαρση. Ούτε που το υποψιάζεται αυτό ο Καπάνταης. Ίσως να μην το υποψιάζεται και η χώρα σήμερα. Οπότε το αύριο παραμένει σαν αύριο να μη μοιάζει. Και για τον Καπάνταη και για όλους μας. Διότι από πολλές πλευρές, ο Καπάνταης είμαστε εμείς».
Λοιπόν, κύριε Μαγκλίνη, ιδού η ένστασή μου και η εμπεριστατωμένη απάντησή μου: Ε όχι, εγώ δεν είμαι ο Καπάνταης.
Ναι, τέτοιο ακλόνητο επιχείρημα. Διότι δεν θεωρώ ότι αξίζει να προσπαθήσω περισσότερο. Να πείσω ποιον; Εσάς; Εμένα; Τους πενήντα αναγνώστες αυτού του ιστολογίου ή τους -θέλω να ελπίζω- πολλούς περισσότερους που έχουν διαβάσει ή θα διαβάσουν τον πρόλογό σας στο -τουλάχιστον σε αυτό συμφωνούμε- θαυμάσιο μυθιστόρημα του Κοτζιά;

ΥΓ Αν τυχόν εννόησα λάθος τα γραφόμενά σας, μαλακία μου.


17 Φεβ 2012

Των λαθών του τετράπαχος

Τσικνοπέμπτη, φυσάει, πολύ κρύο, δύο σκυλιά φασώνονται doggy style έξω από το μπαρ, σε όλα τα μπαρ σήμερα ψήνουν σουβλάκια, σαμπάνια με γύρο που λέει κι ο Ακαμάτης, μασκαράδες, αμέτρητες πλατινέ περούκες και αμέτρητοι Anonymous. Θέλω: ξύρισμα κούρεμα παγκόσμια ειρήνη. Πήρες το κρέας μου γουρούνι, το ‘τρωγες με το πηρούνι σαν παγωτό βανίλια, στο γήπεδο οι δύο ομάδες σε διαπραγματεύσεις τρέχοντας με τα πυρωμένα χείλια. Είπαμε αντίο μες στο κρύο, πήρες λεωφορείο, το πενήντα δύο, στο βρόμο θάλασσε η τρικοιμισμένη χάλασα, ο Γάμων κι ο Κηδείας, δύο Ηλύθια Πεδία, ωμοθετούσαν την αειβία, του Αϊ-Φόρου ανάπτυξης ωδικά έργα. Μπαίνω στο δικό μου λεωφορείο, όχι, this not my beautiful bus, this is not my beautiful driver, 56, τι δουλειά έχω στο 56. Σκέφτομαι, ήθελες το 23, που είναι ακριβώς το μισό του 56, άραγε τι να σημαίνει αυτό; Διπλασίασες το λεωφορείο; Να πάω σπίτι να γράψω ένα ποστ για αυτό. Βέβαια το 23 δεν είναι το μισό του 56. Στο σχολείο, στα μαθηματικά ήμουν σκράπας, το έχω ξαναπεί, όπως κι αυτό: επανάληψη μήτηρ πάσης παθήσεως.
Στο σχολείο ζωγράφιζα στο περιθώριο του τετραδίου, τον ζωγράφο παρίστανα του περιθωρίου.

14 Φεβ 2012

Πάνως ανίκανε βλάκαν - Η μαθηματική απόδειξη της βλακείας του έρωτα

Απέναντι απ’ έναν χώρο Α υπάρχει ο ίσου μεγέθους χώρος Β. Οι χώροι Α και Β χωρίζονται στη μέση με τη βοήθεια ενός στύλου στους ισομεγέθεις χώρους Α1, Α2, Β1, Β2. Ο χώρος Α είναι κενός μέχρι που ο Π καταλαμβάνει το μισό (και κάμποσο παραπάνω, καθότι ο Π είναι ολίγον χοντρός) χώρο Α1. Ο απέναντι ισομεγέθης χώρος Β είναι κενός. Ξάφνου ερωτευμένο ζεύγος ανθρώπων Κ(ορίτσι)-Φ(λούφλης) επιλέγει όχι να βολευτεί στον απολύτως κενό χώρο Β, αλλά στον χώρο Α, όπου τον μισό και παραπάνω χώρο Α1 καταλαμβάνει ο χοντρός, μόνος και δυστυχής πλην όμως όχι βλάξ Π. Αντι λοιπόν, έστω, το Κ και ο Φ να βολευτούν ως αρμονικό και αχώριστο ζεύγος στον χώρο Α2, ο Φ καταλαμβάνει, παρότι είναι σημαντικά μικρότερου μεγέθους από τον Π, καθ’ ολοκληρίαν τον χώρο Α2 και το Κ επιλέγει να στριμωχτεί, ξεβολεύοντας τον Π, στον ελάχιστο κενό χώρο Α1. Κι ερωτώ: αποβλακώνει ή όχι ο έρως;

ΥΓ. Στο σχολείο, στα μαθηματικά ήμουν σκράπας.

10 Φεβ 2012

Μια ωραία ιστορία

Περπατώντας μια ώρα το πρωί να φτάσω ομόνοια είπα να ξαποστάσω στα γένια ενός κνίτη που πουλούσε ρίζο και πιάσαμε κουβέντα· όλα καλά τα βρήκαμε όμορφα κι αυτά που χάσαμε πάλι όμορφα τα χάσαμε μέχρι που δεν άντεξε και μου τον ξαναπλάσαρε· αφού σου λέει τώρα τα είπαμε τον έψησα· αρνήθηκα πάλι και του λέω είδες τελικά ποιο είναι το πρόβλημα; εγώ μιλάω για να καταλήξω στο τι θα κάνουμε όλοι μαζί κι εσύ μιλάς με απώτερο σκοπό την πώληση του ρίζου· θύμωσε κι έφυγε· ένιωσα ενοχές για τρία δεύτερα αλλά επειδή διαβάζω τελευταία τον λακάν μέσα απ΄ τον ζίζεκ το ξεπέρασα...

5 Φεβ 2012

Ηθελα να το κάνω κουίζ αλλά δεν έχω να προσφέρω πλούσια δώρα

Ο πατήρ του σημερινού προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς είχε γράψει στο βιβλίο του "Πατερναλιστικός Καπιταλισμός":

Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, τη στιγμή της νίκης τους και μετά, ενδιαφέρονται προπαντός να καθησυχάσουν σχετικά με τις προθέσεις τους τις κυρίαρχες τάξεις και τις επιχειρηματικές ελίτ, να τους πείσουν ότι αντιμετωπίζουν την αποστολή τους από «εθνική» και όχι «ταξική» άποψη, να επιμείνουν στο γεγονός ότι η άνοδός τους στην κυβέρνηση δεν εμπεριέχει κανένα κίνδυνο για τους επιχειρηματίες. Με το ίδιο πνεύμα, σπεύδουν να θυμίσουν στους οπαδούς τους και γενικά στους εργαζόμενους τα αγαθά της υπομονής, της πειθαρχίας και της φιλοπονίας. Να τους προειδοποιήσουν ότι η εκλογική νίκη και ο σχηματισμός κυβέρνησης από τους ηγέτες τους δεν θα πρέπει να θεωρηθούν σαν ενθάρρυνση για την επιβολή των εργατικών διεκδικήσεων στους βιομηχάνους, στους ιδιοκτήτες και στην ίδια την κυβέρνηση. Τέλος, σπεύδουν να τονίσουν ότι στην πολιτική των νέων υπουργών, που θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες και τεράστια προβλήματα, δεν θα πρέπει να παρεμβληθούν εμπόδια τέτοια όπως παράλογες πιέσεις και ανεφάρμοστα αιτήματα.

Κι ένα ακόμη καλό, από το μακρινό 1978, του ιδίου: "Η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί το σωσίβιο του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού".

Ολα αυτά από ένα "Πριν" του 1989. Κλικ στη φωτογραφία για να διαβάσεις όλη τη δημοσίευση, γεμάτη από παπανδρεϊκές κωλοτούμπες.

4 Φεβ 2012

Λαϊκοσνόμπ

Οσο γνωστότερο γίνεται αυτό το μπλογκ τόσο περισσότερο προβληματίζομαι. Αυτό που κυρίως με ανησυχεί είναι ότι πλέον όλο και περισσότεροι γνωρίζουν ποιος, τι και πόσο μαλάκας είναι στην πραγματικότητα αυτός ο ΠάνωςΚ. Στις περισσότερες των περιπτώσεων βέβαια εισπράττω κάτι βλέμματα δυσπιστίας, αμφιβολίας και υποτίμησης του τύπου «Τι; Εσύ είσαι ο ΠάνωςΚ;».
Όμως, μη φοβάσαι, δεν την έχω ψωνίσει ακόμη, δεν είναι αυτό το πρόβλημά μου. Το πρόβλημά μου είναι ότι συνήθως ακούω και προσπαθώ να θυμάμαι ιστορίες που λένε οι άλλοι ή κάθομαι και παρατηρώ τις συμπεριφορές των άλλων και αφού όλα αυτά, αναπόφευκτα, περάσουν μέσα από το προσωπικό μου φίλτρο, πολύ συχνά βρίσκουν διέξοδο εδώ. Και με ανησυχεί ποιος, ποια ή ποιοι μπορεί να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, δικές τους εμπειρίες ή ιστορίες, τις οποίες, ενδεχομένως αλλά σίγουρα όχι σκοπίμως παραλλαγμένες, τις έχω ανεβάσει εδώ πέρα. Κοινώς καμιά φορά φοβάμαι ότι μπορεί δικαίως κάνα παλιός άσπονδος φίλος να μου ρίξει ένα γερό μπερντάχι ξύλο.
Η μικρή ιστορία που ακολουθεί ελαβε χώρα σε μπαρ πανέμορφου ελληνικού νησιού, και ίσως να θυμάμαι κάπως λάθος το διάλογο μεταξύ του Χ και του Ψ, λόγω κατανάλωσης αλκοόλ, αλλά ήταν κάπως ως εξής
- Και δούλευα καλοκαίρι ρε στην οικοδομη, λιοπύρι ρε συ. Γαμώ τα αφεντικά ρε και τη μισθωτή εργασία. Αλλά γαμώ και τους εργάτες ρε συ, δεν τους αντέχω.
- Τι είναι αυτά που λες ρε μαλάκα; Τι σου κάνανε οι εργάτες;
- Είναι ρε ο λουμπενάριος ο τύπος ρε, ο κάφρος, ο χοντρός με την μπάκα όξω, ο κακομούτσουνος, ο οικογενειάρχης που ‘χει δύο παιδιά και μια γυναίκα που δεν τον καβλώνει ρε, ο τριχωτός, ο πίθηκας, απάνω στη σκαλωσιά ρε στο λιοπύρι, κι εγώ γαμιέμαι στη δουλειά και ιδρώνω και σκέφτομαι ρε σε φάση τα δικά μου, και περνάει μια ωραία κοπέλα ρε, πολύ ωραία, και καλοκαίρι ρε συ, τι θα φοράει η κοπέλα ρε, ένα φόρεμα κοντό, και γυρνάει και φωνάζει ρε ο εργάτης, ο άνθρωπος του μόχθου, «πωπωπω, τι μουνάρα είσαι συ, μωρό μου». Και τα παίρνω στην κράνα ρε και θέλω να τον πεταξω απ’ τη σκαλωσιά ρε, τον μαλάκα, τον κωλόχοντρο, τον σεξιστή. Σκατά στην εργατική τάξη ρε, τέτοια που είναι, τέτοια της αξίζουν να παθαίνει.
Και μετά ο Ψ, που δεν σήκωνε κουβέντα για την εργατική τάξη, απείλησε να σπάσει ένα μπουκάλι στο κεφάλι του Χ, σε περίπτωση που ξαναέλεγε κακή κουβέντα για τους εργάτες. Κι ο Χ επέμενε, κι ο Ψ το ίδιο, και η κουβέντα άναψε, φούντωσε, κόρωσε, έσβησε και χάνεται μέχρι και σήμερα στα θολά νερά της λαϊκότητας, του ελιτισμού, της καφρίλας, του σεξισμού, του αυθορμητισμού και του πολιτικαλικορεκτισμού.
Η λαϊκότητα πάντως είναι μια κοπιώδης κατάκτηση. Και για τους αποκεί και για τους αποδώ.