30 Ιουν 2012

Η αηδία ενός αειδικού


Τι σνομπαρία, τι υπέροχος ελιτισμός, σκέφτηκα τελειώνοντας το «Στο καλό μυθιστόρημα» της Λοράνας Κοσέ, ουσιαστικά ασπαζόμενος τις αριστερίστικες απόψεις κατά του βιβλιοπωλείου του Ιβάν και της Φραντσέσκας, που φιλοξενούσε μόνο καλά μυθιστορήματα, τα οποία κάποιοι ειδικοί επέλεξαν. Απ’ την άλλη όμως, επρόκειτο για ένα ξεκάθαρα αντιεμπορικό (αν και όχι αντιεμπορευματικό) εγχείρημα, μακριά από το μάρκετιγκ της λογοτεχνίας, τις κλίκες, τις επιταγές των εκδοτικών οίκων, μακριά από τη λογική των ευπώλητων.
Αρχίδια, στην πραγματικότητα πρόκειται περί πλαστού διλήμματος και ψεύτικου διπόλου: τα καλά μυθιστορήματα, συχνά, πολύ συχνά, είναι και ευπώλητα και καθόλου δεν μας πειράζει αυτό. Αλλωστε το ίδιο το βιβλίο της Κοσέ, και προώθησης έτυχε και νομίζω πως πούλησε αρκετά. Και δικαίως. Κι επιμένω: κανείς δεν είναι αρμοδιότερος για να μου προτείνει «καλό μυθιστόρημα» από μένα τον ίδιο. Ούτε με τους «ειδικούς» ούτε με τους «εμπορικούς».
Υπάρχει το καλό μυθιστόρημα που αγαπά και σέβεται τον αναγνώστη και υπάρχει και το καλό μυθιστόρημα που έχει γραμμένο στα αρχίδια του τον αναγνώστη. Όσο παλεύω, γιατί περί πάλης πρόκειται, με το μπολανικό 2666, διαβάζω διάφορα άλλα μυθιστορήματα, εν είδει διαλείμματος, πχ το «Τρία δωμάτια στο Μανχάταν» του Σιμενον, απολαυστικό, ατμοσφαιρικό, νουάρ αλλά όχι αστυνομικό, που με άφησε με κάποια απορία για των ηρώων του την ψυχολογία, και μετά το «Στο καλό μυθιστόρημα» της Λοράνς Κοσέ, υπέροχο, πραγματικά ευκολοδιάβαστο, με το πλεονέκτημα να λειτουργεί και ως μελλοντικός αναγνωστικός οδηγός χάρη στους συγγραφείς και τους τίτλους που αναφέρονται διάσπαρτοι σε όλο το μυθιστόρημα και υπάρχουν συγκεντρωμένοι στο τέλος, τόσο ευκολοδιάβαστο, λοιπόν, που σε κάνει να αναρωτιέσαι και να αμφιβάλλεις για την πραγματική του αξία, ειδικά αν το αντιπαραβάλλεις με τον δύστροπο και σπασαρχίδη Μπολάνιο. Όχι, πραγματικά, θέλω να ρωτήσω όσους έχουν διαβάσει το 2666: δεν κόψατε φλέβα με τον Αμαλφιτάνο; Δεν τα πήρατε στην κράνα με τα (ενίοτε, ομολογώ, σπαρταριστά) στοιχεία περί Αραουκανών, οι οποίοι, δεινοί θαλασσοπόροι, ταξίδευαν στην Ινδία, στην Ελλάδα, στην πρωτόγονη Γερμανία, είχαν μια γλώσσα από κόμπους και μια άλλη από τρίγωνα και κατά βάση ήταν τηλεπαθητικοί; Βρήκατε ενδιαφέρον στην ανάλυση και τη σύγκριση της πυκνότητας του νερού στη Σάντα Τερέσα και στη Βαρκελώνη; Ή στο πόσες φορές την ημέρα βούρτσιζε τα δόντια του ο Αμαλφιτάνο και πόσες η κόρη του (επτά η κόρη, αν έχετε την απορία). Λιμπιστήκατε μήπως τα σάντουιτς που ήταν ή με τόνο ή με ζαμπόν, ή με μαρούλι ή με ντομάτα, ή με μαγιονέζα ή με κόκκινη σάλτσα;
Τα ‘χω πάρει, λέμε. Αλλά δεν πτοούμαι. Χρόνο ελεύθερο έχω. Ή τώρα ή ποτέ. Τις προάλλες ένα φίλος μου έλεγε για τις ώρες που έχασε διαβάζοντας ένα άλλο πάγκοινως αποδεκτό ως αριστούργημα, τον «Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Μουζίλ, όπου δεν συμβαίνει, μου είπε έξαλλος στο τηλέφωνο, ΤΙΠΟΤΑ. Επόμενος σταθμός, θα είναι αυτό. 

28 Ιουν 2012

Φόβος δεν είναι μόνο τα φαντάσματα


Τα ήσυχα καλοκαιρινά βράδια, όταν το μόνο που ακούγεται είναι το θρόισμα του ανεμιστήρα και το μακρινό επίμονο βουητό των κλιματιστικών, όταν από τα ανοιχτά παράθυρα ακούγονται καταιγιστικές οι διαφημίσεις της τηλεόρασης, που μόνο αυτή φωτίζει τα σκοτεινά δυάρια, αυτή τη στιγμή που κανονικά θα έπρεπε να νιώθει ηρεμία, κάθεται στα σκοτεινά και ιδρώνει, με την αγωνία του να φουντώνει, αναμένοντας θαρρείς την επόμενη στιγμή κάτι φρικτό να συμβεί, θες να του κοπεί ξάφνου η αναπνοή, θες η πόρτα να βροντήσει και να μπουκάρουνε τα ΜΑΤ και οι ασφαλίτες, θες να κτυπήσει το τηλέφωνο μ’ ένα δυσάρεστο νέο, θες μια έκρηξη κάπου εκεί κοντά, ένα αεροπλάνο να πέφτει, η Γη να σκίζεται στα δυο, θες η Δευτέρα παρουσία με το θηρίο να σκορπά τον πανικό, σταγόνα-σταγόνα γεμίζει κουβάδες φόβου, τους καταψύχει και τους βγάζει μια στο τόσο στο σφυρί, μισοτιμής, μα δεν αγοράζει κανείς. 

27 Ιουν 2012

To fast track του σαλιγκαριού δρομέα


Τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας, η παλάμη ιδρωμένη έσφιγγε το 45άρι, τα μάτια, κουμπότρυπες, μάταια ψάχναν στο σκοτάδι να διακρίνουν τον στόχο, στ’ αυτιά του φθάνανε βογγητά και στεναγμοί όχι πόνου αλλά ηδονής, ένιωθε τον ανδρισμό του να φουσκώνει, το σάρκινο σπαθί του έτοιμο να βγει απ’ το θηκάρι, το βέλος του έρωτα να βγαίνει απ’ τη φαρέτρα, ήταν τύπος ακουστικός, του άρεζε όχι να βλέπει αλλά ν’ ακούει τα κορμιά των εραστών να ενώνονται στο σκοτάδι, στο κινητό του πήρε ένα μήνυμα, «θυμήσου τα σαλιγκάρια», πάγωσε, έμεινε στήλη άλατος, παυλοπούλησε, φυσικά δεν είχε ξεχάσει το παλιό του σχέδιο, αναπτυξιακό, εναλλακτική καλλιέργεια με ολίγη από νέες τεχνολογίες που το ‘χανε βάλει μπρος δυο τύποι στους οποίους το είχε σε κατάσταση μέθης τον καιρό της κρίσης εκμυστηρευτεί, ο ένας βρισκόταν στο Ηράκλειο και ο άλλος στα Χανιά, καλλιεργούσαν σαλιγκάρια, όχι ό,τι κι ό,τι, σαλιγκάρια δρομείς μεγάλων αποστάσεων, ξεκινούσανε την κούρσα, ο καθείς απ’ την πόλη του με τα σαλιγκάρια του, και είχε στηθεί μια διαδικτυακή πλατφόρμα στοιχήματος σε πραγματικό χρόνο και με αποδόσεις που αλλάζουν κάθε λεπτό, ποιο σαλιγκάρι θα τερματίσει πρώτο, με μικρονανοκάμερες του συστήματος πέη περ βιού πάνω στην πλάτη τους να μεταδίδουν την πορεία του κάθε σαλιγκαριού ξεχωριστά, αλλά και να μεταφέρουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη τις ομορφιές της πατρίδος μας, προς όφελος του καταταλαιπωρημένου από τον ΣΥΡΙΖΑ τουρισμού, το ινοβέησιον αυτό χάρη στα κοινωνικά δίκτυα δημιουργούσε ένα σχετικό μπαζ εκμεταλλευόμενο τη σχετική αντιπαλότητα που υπάρχει μεταξύ των δύο πόλεων, Χανιών και Ηρακλείου, οπότε σταδιακά και ανάλογα με τα αποτελέσματα το σταρτάπ αυτό μπορεί να επεκταθεί και σε αντίστοιχα ζεύγη πόλεων, πχ Αθήνα – Θεσσαλονίκη, αλλά και διεθνώς, για παράδειγμα, σαλιγκοδρομίες Παρίσι – Λονδίνο, όπου χρειάζεται μια πιο εξειδικευμένη καλλιέργεια όχι μόνο σαλιγκαριών δρομέων μεγάλων αποστάσεων αλλά και σαλιγκαριών κολυμβητών που θα περνούν το στενό της Μάγχης, είχε πάλι ενθουσιαστεί και απορροφηθεί με τη μεγαλοφυή του ιδέα, δεν άκουσε τα βήματα που πλησίασαν στα σκοτεινά, ένιωσε μόνο το παγωμένο μέταλλο ενός όπλου στο σβέρκο, ίσα που πρόλαβε ν’ ακούσει τον πυροβολισμό, έπεσε νεκρός σαν σαλιγκάρι στον τερματισμό.

26 Ιουν 2012

Ρομέο - Ρομέο, τι ήσουν;

Το 1992 τα καταστήματα δεν κλείνανε εύκολα, το ένα μετά το άλλο. Το λουκέτο ήταν σοβαρή υπόθεση. Αποτελούσε είδηση για τη γειτονια. Στο Σανσίτυ, Λόουερ και Απερ, υπήρχαν ακόμη τα συνοικιακά δισκάδικα, δεν ξέρω αν τα θυμάσαι, πηγαίναμε, δεν αγοράζαμε τίποτες, την πειρατεία όμως εκεί την πρωτομάθαμε, εκεί πρωτοσκοτώσαμε τη μουσική (βιομηχανία), βάζαμε τον μαγαζάτορα να μας γράφει κάτι κασέτες-τέρατα, πανκ, μέταλ, χαρντρόκ, πόσο μας χρεώνε άραγε; Κάνα πεντακοσάρικο; Και δώστου Τζούντας Πριστ και Μέηντεν και Πίστολζ και Ντίο Χόλι Ντάιβερ και GnR, οι πιο ψαγμένοι βάζανε και κάνα Νιρβάνα μέσα.
Κρατούσε ακόμη γενικώς η αγορά, μπαίναμε στην ΕΟΚ για τα καλά, είχαμε Μητσοτάκη μεν, αλλά δεν μας έσκιαζε φοβέρα καμιά και τρίζαμε τα δόντια στους γείτονες Μακεδονές, που τότε τους λέγαμε Σκοπιανούς.
Καραολή και Δημητρίου, στο δρόμο για τον Νάισμελ, εκεί που ήταν το Ρομέο, που ακόμη δεν έχω ξεκαθαρίσει τι ρόλο βαρούσε, κωλόμπαρο, στριπτιζάδικο, νάιτ κλαμπ ή φιλόπτωχο σωματείο, λίγο πιο πριν, ήταν ένα δισκάδικο, νομίζω το πρώτο μαγαζί που είδα να κλείνει γιατί δεν πήγαινε καλά. Ολοι οι δίσκοι 500 δραχμές. Ισα που πρόλαβα να χτυπήσω ένα Disintegration των Cure. Σαν κάποιος να 'χε ρίξει κατάρα, ό,τι κι αν άνοιξε εκεί, από βιντεοκασέτα μέχρι ξηροκαρπάδικο, κρεοπωλείο και εντέλει μεσιτικό γραφείο, όλα σχέδια επί χάρτου που πήγαν κατά διαβόλου. Εκεί κι ένας μεσίτης που του δώσαμε να πουλήσει ένα ακίνητο πάνω που ξεκίναγε η κρίση, ζοριζόταν – ζοριζόταν κι όλο ξερογλειφόταν και έξυνε την καράφλα, τελικά, ένα χρόνο μετά, το πούλησε το σπίτι σχεδόν 30% κάτω η τιμή από την αρχική, πάλι καλά να λες κύριε Παναγιώτη, μου είπε, του χρόνου κανείς δεν ξέρει πού θα 'χουμε φτάσει. Του χρόνου είναι φέτος και έχουμε φτάσει στον πάτο, μπορεί και όχι, και μια μέρα που πέρασα από κει που πολύ παλιά ήταν δισκάδικο και μέχρι πριν λίγο καιρό μεσιτικό γραφείο είδα ένα λουκέτο να κοσμεί πόρτα, σκόνη πάνω στα τζάμια κι ένα μοναδικό ενοικιαστήριο απάνω, “ενοικιάζεται το παρόν”. 
Μια καταγγελία ξεκίνησα να γράφω γιατί μου είπαν ότι πρέπει, αλλά κατέληξα με αυτό. Αύριο να θυμηθώ να σου πω για τα σαλιγκάρια.  


21 Ιουν 2012

Μπροστά στις προκλήσεις της νέας εποχής η νέα κυβέρνηση οφείλει να οσμιστεί τα κελεύσματα των καιρών και να μπήξει βαθιά το νυστέρι στην κακοφορμισμένη, χαίνουσα πληγή αφήνοντας στην άκρη ανώφελους συναισθηματισμούς και δακρύβρεχτες ξεπερασμένες ιδεοληψίες για να οικοδομηθεί ένα οργανωμένο, μοντέρνο κράτος, οι ευτυχείς πολίτες του οποίου θα εργάζονται αγόγγυστα για το καλό του τόπου, μέχρι μια μέρα να μείνουνε στον τόπο, ασφαλείς και πάνω απ' όλα σίγουροι ότι ο κόπος τους θα πιάσει τόπο και θα αποτελέσει τη βάση για ένα καλύτερο αύριο για τούτο τον πολυβασανισμένο τόπο - ουφ, άραγε κερδίζω έστω το βραβείο του μεγαλύτερου τίτλου σε ανάρτηση;

Κάθε μεσημέρι πριν από το σχόλασμα των υπαλλήλων την ανεργία μου βγάζω βόλτα, τής μαθαίνω καλπασμό, τροτ, φοξτρότ, σαμανθαφόξ και άλλα κόλπα. Σαν και μένα, την βγάζουν κι άλλοι, την αερίζουν, την πηγαίνουν για κολύμπι, και σε πλαστικό, ενάμισι ευρώ, φρέντο εσπρέσσο σκέτο κάνει μακροβούτι η λύπη. Της απελπινεργίας λύνουν το λουρί και την παρατηρούν στου δρόμου τη γωνιά καθώς ουρεί. Πιο πέρα, μετανάστες στη χώρα του πρώην πράσινου ανατέλλοντος ηλίου, με νέο όνομα Ηαπονία, και επανέκδοση σε 1.000 αντίτυπα του κάθε γελοίου, καλύτερα αυτό από το να παραμένεις γελοίο ανέκδοτο. Πράι τσάσινο στην μπαρα με γαύρο μυαλί η βαρεμάρα, ζέστη μηχανάκια στενάζουν τα τσιμέντα η εξάτμιση αστική τρομπέτα εσχάτως στην ανελπισία έχω ρέντα, στην κρίση απαντώ με τόλμη, ανοίγω γραφείο ανευρέσεως χαμένων κορμιών και απολεσθέντων μυαλών και γίνομαι ο καλύτερός μου πελάτης, επαγγελματική επιτυχία, εξασφαλισμένη επιχειρηματική αυτοϊκανοποίηση.

18 Ιουν 2012

Διαβάζει ο Θάνος Τζήμερος Κάρλος Βίντερ;

Παντελώς ανεπίκαιρο ποστ. Η ρημάδα η τύχη το έφερε έτσι. Αν είχα διαβάσει το "Μακρινό Αστέρι" του Μπολάνιο νωρίτερα, κανά δεκαήμερο ας πούμε πριν, θα ήμουν και γαμώ τους επίκαρους και η ανάρτηση αυτή θα τύχαινε μπαζαρίσματος, τιτιβίσματος και γενικότερου διαμοιρασμού στα σόσιαλ μίντια. Διότι ήταν πολύ καυτός ο Θάνος Τζήμερος προεκλογικά. Δεν ξέρω αν, στα νιάτα του, το πρόγραμμα της ΑΣΟΕΕ ή αν σήμερα η βεβαρημένη καθημερινότητα ενός πετυχημένου διαφημιστή τού επιτρέπει να διαβάζει λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, αλλά χτες βράδυ κατάλαβα από πού είχε ξεσηκώσει το μότο του κόμματός του "Πολιτική χωρίς πολιτικούς". 

Ακολουθεί σχετικό απόσπασμα από το προαναφερθέν μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο.

Στο περιοδικό των νυχτοφυλάκων υπήρχε ένα δοκίμιο που υπερασπιζόταν με ένα ύφος κοφτό και άγριο μια λογοτεχνία γραμμένη από ανθρώπους ξένους προς τη λογοτεχνία (κατά τον ίδιο τρόπο που την πολιτική, όπως άλλωστε συνέβαινε στην πραγματικότητα και επέχαιρε για αυτό ο συγγραφέας, έπρεπε να την ασκεί  κόσμος ξένος προς την πολιτική). Η επικείμενη επανάσταση της λογοτεχνίας θα σημάνει κατά κάποιον τρόπο την κατάργησή της, όταν την ποίηση θα την κάνουν οι μη-ποιητές και θα τη διαβάζουν οι μη-αναγνώστες.  

Ετσι. Λογοτεχνία χωρίς λογοτέχνες. Πολιτική χωρίς πολιτικούς (αλλά με τεχνοκράτες, για παράδειγμα). Δημιουργία ξανα. Κάρλος Βίντερ. Το όνομα του μυθιστορηματικού ψυχοπαθή δολοφόνου ναζιστή πιλότου-ποιητή στο "Μακρινό αστέρι" του Μπολάνιο. Σύμπτωση ε; 


ΥΓ. Το τραγούδι δεν υπονοεί τίποτε. Απλώς το αγαπάω πολύ και το ακούω τώρα που γράφω.  

Disclaimer: Το παρόν ποστ αποτελεί σχόλιο ούτε για τον κο Τζήμερο ούτε και για την πολιτική του. Απλώς διαπιστώνει ότι για πολλοστή φορά η πραγματική ζωή αντιγράφει την τέχνη. 

10 Ιουν 2012

Πρόωρη Μπολανία


Παρά τα όσα κατά καιρούς έχω γράψει σε αυτό το ιστολόγιο, θεωρώ πως τελικά απαιτεί περίσσιο θράσος για να γράψεις μια βιβλιοκριτική. Ωστόσο από τότε που η Ρήνα μου χάρισε το 2666 του Μπολάνιο, με ρωτάει καθημερινά «και τι λέει το βιβλίο; Πώς σου φαίνεται; Να το διαβάσω μετά κι εγώ;» και ειλικρινά δεν ξέρω τι να της πω.
Όπως στη μουσική, αν και με διαφορετικό τρόπο, υφίσταται ένα hype και στη λογοτεχνία. Ας μου επιτραπεί το σχόλιο λοιπόν, ότι τα τελευταία χρόνια ο πρόωρα χαμένος χιλιανός συγγραφέας είναι… τρέντυ, στους κύκλους των βιβλιόφιλων ας πούμε.
Δεν ξέρω αν είμαι ιδιαίτερα οξυδερκής αναγνώστης. Μάλλον όχι. Αλλά είμαι αφοσιωμένος. Πριν από αρκετά χρόνια, είχα την πρώτη μου επαφή με τον Μπολάνιο, πριν το χάιπ, με την «Τελευταία νύχτα στη Χιλή». Μού άρεσε. Εγραψα κι ένα σχετικό ποστ. Το οποίο πήγε άπατο. Αργότερα διάβασα και τις Πουτάνες Φόνισσες, τη συλλογή διηγημάτων του. Μου άρεσαν όχι όλα αλλά τα περισσότερα διηγήματα. Θα σου πω σε πολύ λίγο τι είναι αυτό που δεν με αρεσε. Εκανα ένα ακόμη ποστ για τον Μπολάνιο. Δεν θυμάμαι πώς τα πήγε. Αργότερα, έγραψα ακόμη ένα ποστ, το οποίο ακόμη κι εγώ το έχω ξεχάσει.
Κάπου στη βιβλιοθήκη μου, περιμένουν υπομονετικά οι Άγριοι ντετέκτιβ και τα Τηλεφωνήματα. Σαν ροκ συγκρότημα του πενήντα ακούστηκε αυτό: the savage detectives and the phonecalls. Τώρα διαβάζω το 2666, στο κρεβάτι, και το Μακρινό αστέρι, στο σαλόνι. Το μακρινό αστέρι κοντεύω να το τελειώσω, το 2666 εννοείται πως όχι.
Τι με αρέσει στον Μπολάνιο; Ο ρυθμός του. Το γεγονός ότι δεν μοιάζει με σχεδόν κανέναν άλλο συγγραφέα, αυτοί που ξέρουν λένε πως θυμίζει  Μπορχες, Κορτάσαρ. Με αρέσει η πρωτοτυπία των ιδεών και των θεμάτων του. Με αρέσει η ατμόσφαιρά του. Με αρέσει η αριστερή οπτική του, η οπτική του εμιγκρέ, του μπον βιβέρ, του περιπλανώμενου, που διατρέχει όλο του το έργο.
Όμως, ο  Μπολάνιο είναι υπερβολικά χιλιανός. Η γνώση της ιστορίας της Χιλής, της ιστορίας της Λατινικής Αμερικής είναι προαπαιτούμενο για την καλύτερη κατανόηση του έργου του. Και δεν μιλάω μόνο για τα γεγονότα, τα οποία κάποιος ενδεχομένως μπορεί παράλληλα με την ανάγνωση να τα μάθει, αλλά μιλάω για την ατμόσφαιρα της εποχής του Αλιέντε, της εποχής του πραξικοπήματος του Πινοτσέτ. Πώς μπορεί ο έλληνας αναγνώστης να έχει επίγνωση αυτής της ατμόσφαιρας;
Ακόμη χειρότερα για τον αναγνώστη, ο Μπολάνιο είναι ένας συγγραφέας που γράφει  για συγγραφείς. Οι ήρωές του είναι διανοούμενοι, ποιητές, ζωγράφοι, κριτικοί τέχνης, θεωρητικοί της τέχνης, ακαδημαϊκοί. Ολοι αυτοί οι τύποι ασχολούνται επισταμένως με διάφορες προσωπικότητες της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, ένα κατεβατό ονόματα, ένα κατεβατό αναφορές στο έργο τους, με λεπτομέρειες τέτοιες για το στιλ, το ύφος γραφής τους, το λογοτεχνικό ρεύμα στο οποίο άνηκαν, που συχνά σκέφτομαι ότι καποιους από αυτούς τους έχει επινοήσει ο μασκαράς ο Μπολάνιο. 
Συχνά πυκνά μού δίνει την εντύπωση πως δεν τον ενδιαφέρει η ιστορία. Δεν τον ενδιαφέρει η υπόθεση. Τον ενδιαφέρει η ατμόσφαιρα, τον ενδιαφέρει να διηγηθεί, λίγο πριν απ’ την μεγάλη ανατροπή στην κυρίως υπόθεση του βιβλίου, με μύριες λεπτομέρειες περιστατικά αδιάφορα (ή που μπορεί να μην καταλαβαίνω εγώ γιατί είναι σημαντικά), να σου αφηγηθει λεπτομερστατα όνειρα και εφιάλτες, να βάλει ένα δευτερεύον πρόσωπο να εξιστορεί, εξίσου μακροσκελώς, μια άλλην ιστορία. Ιστορίες μέσα σε ιστορίες, εικόνες μέσα σε εικόνα, διάχυτος σουρεαλισμός, μεταμφιεσμένα παλπ μυθιστορήματα, κουλτούρα και εξαθλίωση, avant garde και λαϊκότητα. 
Γοητευτικός και ξεχωριστός όσο δεν πάει. Σίγουρα. Αλλά τόσο ιδιοσυγκρασιακός, τόσο απαιτητικός συγγραφέας, που ψάχνει ιδιοφυείς και οξυδερκείς αναγνώστες. Ή απλώς ένας μασκαράς που κατάφερε, χρόνια μετά το θάνατό του, να μας ξεγελάσει όλους.

4 Ιουν 2012

Ενα βιβλίο που δεν πρέπει να χάσει κανείς
(εκτός από το συγγραφέα που τα 'χει χαμένα)

Σκεφτόμουν κάτι ευτελές, του στιλ ότι το πιπέρι, η ρίγανη και η πιπεριά όταν την κόβεις να τη βάλεις στην ντοματοσαλάτα μυρίζουν καλοκαίρι, εντάξει, μπορεί να σκεφτόμουνα και γκόμενες, δεν έχει σημασία, όταν ξαφνικά εμπνεύστηκα το περίπου χιλιοδιακοσιοστό βιβλίο μου, που δεν θα γραφτεί ποτέ, με τίτλο: "Αντίσταση, ερωτας, χολέρα και καριέρα στα χρόνια του τσιπρισμού -  Ο Πάσχος, ο Μπάμπης και τ' απόκρυφα (αρχεία;) της ΣΙΑς".

Ακολουθεί περίληψις:

2013 - Το μοβόρικο φάντασμα του τσιπρισμού όχι μόνο πλανάται πάνω από αλλά έχει αποπλανήσει όλη την Ευρώπη αλλάζοντάς της τα πετρέλαια με Βενεζουέλας και με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι αιμοδιψείς βρικόλακες της αριστεράς, πρώην δούλοι, έχουν ρουφήξει μέχρι το μεδούλι το βιος των αθώων, τίμιων, δουλευταράδων πλουσίων αφεντικών. Στις τράπεζες οι δανειολήπτες πίνουν μπάφους με τους διευθυντές και τους ληστές των τραπεζών και το χρηματιστήριο αυτοκτονεί με δηλητήριο. Τα ρεσό έχουν τεθεί εκτός νόμου, οι άνδρες των ΜΑΤ παροπλισμένοι αλλά ουχί αφοπλισμένοι, ομού με τους ασφαλίτες που δουλεύουν στο πλευρό της αντιστασιακής αντεπαναστατικής αντιτσιπρικής ολιγαρχίας, σχηματίζουν λαολίμνες διαδηλωτών που καθημερινά διαδηλώνουν στο πεζοδρόμιο ή σε ειδικά διαμορφωμένη από τον Καμίνη λωρίδα διαμαρτυρίας και συγκρούονται με τις καθεστωτικές δυνάμεις, νέους και νέες, συντρόφους και συντρόφισσες, άλλους και άλλες, μουσάτους και μουσάτες, που κραδαίνουν καδρόνια, σχηματίζουν αλυσίδες, κρατούνε πανό και σμαρτφόν, πετάνε πέτρες, μολότοφ, αυγά και γιαούρτια υπερασπιζόμενοι το κτίριο της Βουλής, εντός του οποίου η τσιπρική πλειοψηφία συνεχίζει το καταστροφικό εκδημοκρατικό αντιελιτίστικό της έργο. Ομως η πληττόμενη πλουτοκρατία που της πλήξανε τα συμφέροντα και της πληγώσανε την πλήξη δεν έχει πει την τελευταία της λέξη: τρεις ολοφάνερα πράκτορες, υπερήρωες, υπερνίντζες, ο Αλαφού ο ζαμαφού, ο Μπομπ ο μάστορας της κατασκευής και ο Αρης ο Ψυχ, είναι έτοιμοι να αναλάβουν δράση. Το τι γίνεται μετά απλώς δεν περιγράφεται (γιατί βαριέμαι).

Είπαν για το βιβλίο και για το συγγραφέα:
"Πρόκειται για ένα αρτιο, φουτουριστικό, εσκατολογικό μυθιστόρημα, το οποίο άμεσα θα συμπεριληφθεί στη διδακτέα ύλη των σχολείων". Γ. Βαρεμένος - υπουργός Παιδείας.

"I Panws_Κ! Panws_K rulez! Panws_K FTW! He's an animal, a party animal". Κιμ Καρντάσιαν, στον λογαριασμό της στο τουίτερ. (η συνοδευτική γυμνόστηθη φωτογραφία της Κιμ με τον ολοτσίτσιδο συγγραφέα κόπηκε από τη λογοκρισία)

"Η παλαβή, ανεύθυνη αριστερά σε όλο της το μεγαλείο". Πάσχος Μ., πολιτικός πρόσφυγας.