22 Ιουλ 2012

Θα σε φάω, ζουζουνάκι μου

Στον ίσκιο των εξαγριωμένων τζιτζικιών
 Ευρισκόμενος την περασμένη εβδομάδα στις εξωτικές Σέρρες, παχύς κάτω από τον παχύ ίσκιο των πλατανιών, ένιωσα έντονη ενόχληση από τον εκκωφαντικό θόρυβο των τζιτζικιών, τα οποία δεν μού επέτρεψαν να απολαύσω τον διπλό ελληνικό (τούρκικο, βυζαντινό, αραβικό) σκέτο που παρήγγειλα. Τζιτζίκιζαν τ' άτιμα δυνατότερα κι απ' ό,τι ρουφάω τον καφέ μου. Μετρούσα τις φουσκάλες στην επιφάνειά του και ονειρευόμουνα μια περιποιημένη τζιτζικοκτονία, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να καταπνίξω την πείνα μου.
Εντέλει πήγαμε και φάγαμε κάτι μέτρια σουβλάκια.
Αν όμως γνώριζα καλύτερα το έργο των αρχαίων ημών προγόνων, θα είχα αποφύγει τη σουβλακακοφαγία.
Αντιγράφω από το βιβλίο του Μάρβιν Χάρις (όχι ρε, δεν είναι αρχαίος ημών πρόγονος) "Η ιερή αγελάδα και ο βδελυρός χοίρος":
"Ο Αριστοτέλης ήταν αρκετά εξοικειωμένος με την κατανάλωση τζιτζικιών ώστε να αποφανθεί ότι έχουν καλύτερη γεύση κατά το στάδιο της νύμφης, πριν να βγάλουν φτερά, και ότι από τα σχηματισμένα στην αρχή προσφέρονται για φαγητό καλύτερα τα αρσενικά, αλλά μετά τη συνουσία τα θηλυκά, που τότε είναι γεμάτα άσπρα αυγά. Ο Αριστοφανης αποκαλεί τις ακρίδες όρνιθες με τέσσερα φτερά και δηλώνει ότι οι φτωχότερες τάξεις της Αθήνας τις έτρωγαν". (καιρός είναι λοιπόν οι ελληνίδες μανάδες να λένε στα βλαστάρια τους "τζιτζίκια να καταπίνεις, σαν τον Αριστοτέλη να γίνεις")

Θέλουν μπριζόλα; Ας φάνε σκουληκάκια!
Και πάλι από το βιβλίο του όχι αρχαίου ημών προγόνου κου Χάρις:
"Ο άγγλος γαιοκτήμονας ΒΧ Χολτ δημοσίευσε το 1885 ένα βιβλίο με τίτλο 'Γιατί να μην τρώμε τα έντομα;'. Αν οι εργαζόμενοι στα αγροκτήματα μάζευαν με επιμέλεια σκουλήκια, κάμπιες ορισμένων μυγών, χρυσοκανθάρων και σκαθαριών, όχι μόνο η σοδειά του σταριού θα ήταν διπλάσια, μα και τα παιδιά θα γλίτωναν από τους κινδύνους και οι φτωχοί δεν θα παραπονιούνταν πια πως δεν μπορούν να τρώνε κρέας".
Λογική η σκέψη του Χολτ. Εφόσον, εργάτη της γης, σε ταλαιπωρεί και σε κάνει φτωχότερο το σκουλήκι, που ρημάζει τη σοδειά σου, φάτο! Εξίσου λογική σκέψη: Εφόσον, εργάτη, σε ταλαιπωρεί και σε κάνει φτωχότερο το αφεντικό σου, φάτο!
Ο κανιβαλισμός (ανθρωποφαγία) είναι άλλο κεφάλαιο στο βιβλίο του Χάρις.

Το τραγουδάκι που ακολουθεί ενέπνευσε τούτη την ανάρτηση. Διαβάστε εδώ σχετικά με την θεατρική παράσταση στην οποία ακούγεται. 

21 Ιουλ 2012

Ολα τα χάπια την ίδια μούρη έχουν

Πολλά σπόιλερ στη συνέχεια, κοινωνική προσφορά του ιστολογίου, για να μην μπείτε στον κόπο να διαβάσετε το νταγκλασκοπλαντικό πόνημα All families are psychotic.

Ο τίτλος είναι τέλειος, κατηγορηματικός, αφοριστικός: all famiilies are psychotic. Είναι πιασάρικος. Θελεις έστω να το ξεφυλλίσεις το βιβλίο. Και το κάνεις. Και κολλάς. Διότι το πρώτο του μισό, ω, είναι εξωφρενικό. Αλλά πολύ καλό. Κυρίως και κατεξοχή όμως εξωφρενικό. Πριν καν αρχίσει να εκτυλίσσεται η υπόθεση, στο πρώτο μισό του βιβλίου συμβαίνουν τόσα πολλά, στη συντριπτική τους πλειοψηφία άσχημα. Πρόσεξε: η μάνα, χωρισμένη, κολλημένη με το ίντερνετ και τα χάπια της, είναι φορέας του ιού του έιτζ. Τον ιό τής τον μετέδωσε άθελά του ο γιός της, που μπήκε ανάμεσα στη μάνα του και τον πατέρα του όταν ο τελευταίος έβγαλε την μπιστόλα. Ο γιος, ρεμάλι περιωπής, άγνωστο πού και πώς είχε κολλήσει τον ιό. Δεν το ήξερε τότε ακόμη. Αρα δεν φταίει ο γιος. Φταίει ο πατήρ; Φταίει η σφαίρα που πέρασε μέσα από το γιο και σφηνώθηκε στη μάνα; Και προς τι το μπιστολίδι; Διότι ο γιος είχε κατά -λάθος και πάλι- πηδήξει τη νεαρή δεύτερη σύζυγο του πατέρα του. Στην οποία επίσης μετέδωσε τον υιό χωρίς φυσικά να το ξέρει. Μπερδεύτηκες; Όχι ακόμη; Ωραία. Ας πούμε κάτι ακόμη για τον υιό - φορέα: είναι παντρεμένος με μια τύπισσα που τη γνώρισε σε μια ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης φορεων του έιτζ, η οποία, πρώην πρεζάκι, έχει πλέον ανακαλύψει το Θεό. Πέρα από το Θεό, η τύπισσα ανακάλυψε κάποια στιγμή ότι τελικά δεν είναι φορεας του υιού και ότι το αρχικό της τεστ ήταν ψευδώς θετικό. Πίσω στον πατέρα τώρα: Ενα βίαιο χρεωκοπημένο καθίκι και μισό, πρώην κοκάκιας, πρώην εθισμένος στο πορνό, ξυδάκιας, γλιτώνει τη φυλακή μεν, αποκτά καρκίνο στο συκώτι δε. Υπάρχει ένας ακόμη γιος. Καταθλιπτικός. Με κάνα δυο τρεις απόπειρες αυτοκτονίας στο ενεργητικό του. Γνώρισε μια γκόμενα σε κάτι επεισόδια ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Σπάσανε μαζί μια τράπεζα. Η τύπισσα αυτή έχει ένα όνομα χωρίς φωνήεντα. Κόρη χίππηδων. Η ίδια διάλεξε το όνομά της στα 16 της, από τα αρχικά κάποιου αντάρτη του Φωτεινού Μονοπατιού. Είναι έγκυος. Αλλά θέλει να πουλήσει το παιδί της. Υπάρχει και μια κόρη, για χάρη της οποίας όλοι αυτοί μαζεύονται στη Φλόριντα. Είναι η πρώτη μονόχειρας (για την αναπηρία της ευθυνεται ένα φάρμακο που η μάνα της έπαιρνε κατά την εγκυμοσύνη) αστροναύτισσα και όπου να 'ναι θα εκτοξευθεί στο διάστημα. Φαίνεται να είναι η μόνη χωρίς προβλήματα. Ο άντρας της όμως την απατάει. Με τη γυναίκα του κυβερνήτη του διαστημοπλοίου που θα εκτοξευτεί. Με τον οποίο κυβερνητη τα 'χει και η κόρη - αστροναύτισσα. Και θέλουν, λέει, να πάνε μαζί στο φεγγάρι, να πηδηχτούν και άμα τούς κάτσει να κάνουν κι ενα παιδί κει πάνω. Βάλτε στο μείγμα ένα γράμμα του γιου της νεκρής πριγκίπισσας Νταϊάνας, έναν από μηχανής θεό γκαγκστερ λαθρέμπορα και πάμπλουτο φαρμακοβιομήχανο, μια πόρνη από την Ουγκάντα, έναν φόνο στην Ντίσνεηλαντ, το εμπόριο βρεφών, τις κλωνοποιήσεις και έχεις σούπερ υλικό για ένα γαμάτο βιβλίο.
Κι όμως. Το βιβλίο είναι μαλακία. Πολύ μεγάλη όμως. Ειδικά από το δεύτερο μισό και μετά. Από τη στιγμή που αποκτά μια ρέουσα "υπόθεση". Και, δεν αντέχω, θα στο πω, ειδικά εξαιτίας του μεταφυσικού χάπι εντ. 

20 Ιουλ 2012

Κάποιοι εργαζόμενοι έχουν
τ' αφεντικά που τους αξίζουν

Ο κύριος Χιψικιωμέγας είχε, τον παλιό καλό καιρό, επειδή ήταν υπεργαμάτος εργαζόμενος, δύο δουλειές. Ισως θυμάστε, δεν υπήρχε δα και καμιά πολύ μεγάλη ανεργία, δέκα τοις εκατό, κλάιν μάιν δηλαδή, δεν ένιωθε ιδιαίτερη ενοχή που είχε δύο πλήρως αμειβόμενες δουλειές και στερούσε ενδεχομένως μία θέση εργασίας από κάποιον άνεργο αυτού του δέκα τοις εκατό. Μια μέρα, λίγο μετά που 'χε αρχίσε να ψιλοκωλοσφίγγει η κρίση, το ένα του τ' αφεντικό τού πρότεινε μείωση στις απολαβές 35 τοις εκατό. Του κυρίου Χιψικιωμέγα δεν του καλοφάνηκε αυτή η εξέλιξη, αλλά τι να κάνεις βραδερφέ; Δύσκολα τα πράγματα, ευτυχώς έχω και την άλλη δουλειά, σκέφτηκε κι έβαλε την υπογραφή του στη νέα δυσμενέστερη σύμβαση εργασίας. Λίγο καιρό αργότερα και καθώς το οικονομικό κωλοσφίξιμο της χώρας είχε πια ξεπεράσει τα όρια της νοσηρότητας, το δεύτερο τ' αφεντικό τού πρότεινε μείωση στις απολαβές 65 τοις εκατό, δικαιολογώντας μάλιστα την υπερβολική αυτή μείωση "μα κύριε Χιψικιωμέγα μου, έχετε και δεύτερη εργασία". 
Και κάπως έτσι βρέθηκε ο κύριος Χιψικιωμέγας με δύο δουλειές αλλά ουσιαστικά ν' αμείβεται για μία.
"Δεν πειράζει", σκεφτόταν, "δουλίτσα να υπάρχει".

13 Ιουλ 2012

The Useless Deadective*

O άχρηστος ντετέκτιβ, αποδέκτης μιας ενδιαφέρουσας πληροφορίας, παραπομπής σε κείμενο αντιπαθούς ιστολόγου (ο οποίος αλόγιστα έπαιρνε θέση επί του μυστηρίου που παρακάτω θα αναλύσω, αλλά, καθότι άχρηστος ντετέκτιβ, δεν θα επιλύσω, και τον οποίο αντιπαθή ιστολόγο σιγά μην τον λινκάρω), αντί να πλύνει τα πιάτα ή να συγγράψει έκθεση σχετική με εξελίξεις εργασιακές σε εφημερίδα α(θ)λητική, έγραψε στον Γούγλη "Bolano heroin" και συνειδητοποίησε ότι ο μέγιστος τούτος συγγραφεύς κατάφερε να κάνει στην πραγματικότητα, μετά θάνατον, ό,τι έκανε με τους ήρωες των ιστοριών του, να μετατρέψει δηλαδή τους πάντες σε ερευνητές των πιο λεπτομερέστερων λεπτομερειών της ζωής κάποιου σπουδαίου συγγραφέως, κι όλα αυτά ο πονηρός Μπολάνιο τα έκανε με μόλις τρεις αράδες ενός μικρού κειμένου του που λέει κάτι του τύπου "τότε που ξέκοψα από την πρέζα πήγα στην γενέθλιά μου πόλη όπου υπήρχε ένα κέντρο μεθαδόνης", κι αυτές οι αράδες, σε συνδυασμό με το παραληρηματικό ύφος του συγγραφέως και τον μποέμικο τρόπο ζωής του, αποτέλεσαν ικανή απόδειξη -σύμφωνα τουλάχιστον με τα λινξ που βρήκε ρωτώντας εις στον Γούγλη ο άχρηστος ντετέκτιβ- ότι ήτο ο Μπολάνιο εθισμένος εις την πρέζα, πράγμα που μετά βδελυγμίας αρνιούνται οι δικοί του άνθρωποι, όχι ότι έχει την οποιαδήποτε σημασία, άλλωστε μια τέτοια συζήτηση και αναζήτηση μπορεί να διολισθήσει εις τον κιτρινισμό, όπως και το έτερο ντιμπέητ σχετικά με τον Μπολάνιο: ήταν ή δεν ήταν παρών και στο πλευρό του Αλιέντε το 1973; φυλακίστηκε από τη χούντα ή όχι; διότι κάτι φίλοι του Μεξικανοί λένε ότι δεν ήτο στη Χιλή τω καιρώ εκείνω ο συγγραφεύς και επειδή αργότερα το έφερε βαρέως που δεν δικαιούτο να διεκδικήσει κι αυτός παράσημα αντιστασιακού σκάρωσε μια μικρή παραχάραξη της ιστορίας προς όφελος δικό του και εις βάρος κανενός, πειράζει; δεν πειράζει; αμείλικτα τα ερωτήματα, αφόρητη η ζέστη, ευλογία το μνημόνιο, στη δίαιτα ο Μπένι, υπεύθυνη η ΔΗΜΑΡ, πρωθυπουργός ο Σαμαράς.
Ουφ, σκέφτηκε ο άχρηστος ντετέκτιβ, πόσα βαρετά όλα αυτά, μού προκαλούν δυσφορία στην κοιλιά, βάλτε κάτι να φάμε και να πιούμε ρε παιδιά.

Εφαγα μια γλώσσα το μεσημέρι, άλλο πράγμα, είχε και φωνήεντα, είχε και λινξ, με την υπόθεσή μας σχετικά:  1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 89

* Κάποια στιγμή στο μέλλον, αφού χωνέψω, μόλις τώρα τ' αποφάσισα, θα γράψω ένα νουάρ αστυνομιικό μυθιστόρημα με βαμπίρ και κεντρικό ήρωα τον νεκροζώντανο ιδιωτικό ερευνητή D. Ed Ective. Τρελές πωλήσεις. Μετά θάνατον, οι κριτικοί διαβάζοντας τις άνωθι γραμμές θα αναρωτιούνται για μένα "Ητανε σίγουρα κρετίνος. Επλενε και πιάτα;".

ΥΓ. Ακολουθεί η δεύτερη καλύτερη εχτέλεση της Αμελί έβαρ. Την πρώτη την κρατώ μόνο για μένα.
 

10 Ιουλ 2012

Δοχείο νυχτός

Το καθίκι, σαράντα ετών ανέραστο σκουλήκι, αγαπάει τη δουλειά του. Αγαπάει και το είδωλό του στον καθρέφτη. Φιλάρεσκο και ερωτευμένο με την καριέρα του καθίκι, μετεξέλιξη του γιάπη του '80, υστερικό απολειφάδι της εποχής των golden boys, περιφέρεται με χάρη μέσα στα γραφεία αφήνοντας πίσω του σαν γλίτσα μυρωδιά από ακριβή κολώνια. Πίσω από πόρτες κλειστές το καθίκι κλείνει ανίερη συμφωνία. Το καθίκι είναι φιλόδοξο, έχει σκοπό και σχέδιο για την επίτευξή του. Το καθίκι δουλεύει συστηματικά, τρέφεται με προσβολές φλαμπέ, κολακείες φρικασέ, ραδιουργίες κοκκινιστές. Δεν έχει φραγμούς, ούτε ταμπού: το καθίκι λέει ναι σε απολύσεις, περικοπές, μειώσεις, αρκεί να είναι πάντα των άλλων. Το καθίκι δεν πιστεύει σε συλλογικά δικαιώματα, αλλά πιστεύει ολόψυχα στα ατομικά, ιδίως όσα αφορούν το άτομό του. Το καθίκι γουστάρει γλείψιμο, ενεργητικό και παθητικό. Εχει πάντοτε απόθεμα σιέλου. Έχει πάντοτε και πέντε έξι υποτακτικούς. Και είναι το ίδιο το καθίκι ένας από τους πέντε έξι υποτακτικούς κάποιου ανωτέρου. Το καθίκι είναι αμείλικτο με τους υφισταμένους του, χαμερπές, δουλοπρεπές με τ' αφεντικά. Χαριεντίζεται στους διαδρόμους λέγοντας ηλίθια αστεία, σκορπώντας καθικίσια γοητεία. Το καθίκι ψιθυρίζει στο τηλέφωνα όσα μόλις άκουσε και είδε. Και μόλις κλείσει το ακουστικό σπεύδει να μάθει κι άλλα. Το καθίκι κλέβει τη δουλειά των συναδέρφων. Αλλωστε το καθίκι κάνει τη δουλειά καλύτερα απ' όλους. Το καθίκι στα δύσκολα κάνει πως δεν ξέρει, πέφτει από τα σύννεφα κυριολεκτικά. Το καθίκι κάνει, αν χρειαστεί, δουλειά για τρεις, για τέσσερις, για πέντε. Βάζει πάνω απ' όλα το καλό της επιχείρησης. Και το δικό του. Οχι των άλλων. Το καθίκι το βλέπω συχνά να τρώει γλυκά στου Χατζή. Απ' έξω απλήρωτοι και απολυμένοι εργαζόμενοι διαμαρτύρονται αλλά το καθίκι δεν νοιάζεται, δεν χαλά τη ζαχαρένια του. Απολαμβάνει το γλυκάκι του. Δεν αφήνει σιρόπι ούτε σταγόνα. Αλλωστε τα καθίκια στις δύσκολες στιγμές στηρίζουν το ένα το άλλο. 

6 Ιουλ 2012

Σωβρακολογείς;

Koίτα να δεις, στην αρχή έγραφα κάτι πιο καλοκαιρινό, πιο γελαστικό, πιο ποιητικό, σε φάση "τι είναι η πατρίδα μας;", κάτι που πήγαινε ως εξής: Μια πληροφόρηση: Μου τελειώσανε τα σώβρακα, το πήρα πρέφα σήμερα το πρωί, αλλά αφού είχα ήδη κάνει μπάνιο, τώρα αναγκαστικά φοράω τ' Αρμάνι το Στενό, χωρίστρα στ' αρχίδια και με κόβει στα μπούτια, νιώθω τον αέρα να φυσά από την κορυφή της κωλοχαράδρας μου, να θροΐζουνε μελωδικά οι κωλότριχές μου, Συγκαμμένος, Πάνος Συγκαμμένος, ποιητής, σε οικονομική και σωβρακική στενότητα. Και ειλικρινα αυτό θα ήτανε όλο. Γέλιο. Χαχα. Αλλά: Μόνος κάθεται σ' ένα σκαμπό, σε μια γωνιά του μπαρ· πίνει κοιτώντας το κενό, θέλει σε κάποιον να μιλήσει, να τα πει όλα, την αλήθεια, ότι δεν ήταν πάντοτε μια αποτυχία, ότι έδωσε μάχες σκληρές, ύψωσε κάποτε κι αυτός τ' ανάστημά του. “Εμένα που με βλέπεις”, ψιθυρίζει στον κανέναν, “έκανα ό,τι μπορούσα, ήταν άνισος ο αγώνας, μόνος μου ενάντια στα θηρία”, ο μπάρμαν, πιο πέρα, κάτι σαν να πιάνει τ' αυτί του, πάλι παραμιλάει ο μεθυσμένος στη γωνία, στέκεται μπροστά του, με το μπουκάλι στο χέρι, τον κοιτά ερωτηματικά, κι αυτός, βρίσκοντας επιτέλους το ακροατήριό του, τον γραπώνει από τον καρπό “τότε ήμουν δυνατός, μπορούσα να τα βάλω με όλον τον κόσμο, μπορούσα να αλλάξω όλον τον κόσμο, και ξέρεις γιατί; γιατί είχα με το μέρος μου το δίκιο του εξεγερμένου”, μιλάει πλέον πιο δυνατά, “δεν έσκυψα το κεφάλι εγώ, τα έπαιξα όλα κορώνα – γράμματα, ρίσκαρα τα πάντα, εγώ τότε...”, ο μπάρμαν τού γεμίζει το ποτήρι, απαγκιστρώνεται από τη λαβή, πρέπει να σερβίρει άλλους πελάτες, τον αφήνει μόνο στη γωνιά της μπάρας, βλέμμα στο κενό, να μονολογεί, σκυφτός, τόσα πράγματα να πει, κανείς να τον ακούσει, βγάζει από τη μια τσέπη το πιστόλι, απ' την άλλη ένα κινητό, κανείς δεν του δίνει σημασία, σηκώνει το κινητό, σε κάποιον μιλάει “ναι, έτσι όπως στα λέω δικέ μου, τους έτριψα την πρόταση στη μούρη, τούς έκανα χαλκομανία, ναι σου λέω ντε, δεν ξεπουλιέμαι εγώ, τους γάμησα εγώ”, φωνάζει πια δυνατά, ουρλιάζει, στο μπαρ πέφτει σιωπή, τον ακούνε όλοι, τον κοιτούν να μιλά στο κινητό, να κλαίει, να γελά, να κραδαίνει την μπιστόλα, “τα γάμησα ρε τα μουνάκια, τους έσκισα, τους έδειξα ποιος φοράει παντελόνια, ποιος έχει αρχίδια, ακούς ρε μαλάκα; τους γάμησα σου λέω, τους έκανα...”, εκκωφαντικός ο πυροβολισμός καλύπτει τα λόγια του, μες στην παγωμένη σιωπή ακούγεται να λέει στο κοινό του, το δικό του κοινό “με γάμησαν, με χρησιμοποίησαν, με ξεζούμισαν, πήραν από μένα ό,τι καλύτερο είχα και με ξεφορτώθηκαν όταν πια τούς ήμουν άχρηστος”. 
Στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήτανε κανείς.

 

4 Ιουλ 2012

Μια βόλτα στο πάρκο

Πήγα σήμερα μια βόλτα με το Θωρ. Τον μεγάλο μου γιο όπως συνηθίζω να λέω πλέον. Μη φανταστείτε τίποτα σοβαρό. Πήραμε τα στενά, ίσα ίσα για να μείνουμε λίγο οι δυο μας. Όταν ήταν μωρό, κάθε μέρα έξω ήμασταν. Κάτι που πολλές φορές με κούραζε αλλά ήταν μέσα στην καθημερινή διαδικασία. Μόλις γύριζα από τη δουλειά, φαΐ καρότσι και παραλία. Μια βόλτα και πάλι πίσω. Ο Πάμπλο τα άλλαξε αυτά, που χρόνος πια. Τώρα κρύψαμε τον Πάμπλο στο μπάνιο και καλά να κάνει ντουζ και φύγαμε λίγο με τον μεγάλο να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί. Ο μικρός άλλωστε όταν λείπουμε δεν του αρέσει. Μας ψάχνει. Μια εμένα, μια τον αδερφό του.
Σε αυτή τη νεοσύστατη, ακόμα, οικογένεια μου φαίνεται σε κανένα δεν αρέσει να μένει μόνος του. Όχι για πολύ τουλάχιστο.
Συνηθίζουμε να πηγαίνουμε στο πάρκο απέναντι στην Ετ3. Πεδίον του Άρεως για όσους ξέρουν. Πηγαίνουμε εκεί πολύ καιρό αλλά πλέον κάθε απόγευμα είναι γεμάτο κόσμο. Γεμάτο όταν λέμε.
Είπαμε να περπατήσουμε και ο μικρός συμφώνησε. Αλλά μου ζήτησε για κάποιο λόγο να μην πάμε από τον ίδιο δρόμο.
"Να δούμε κι άλλα" συμφωνήσαμε.
Να δούμε τι;
Εγκαταλελειμμένα σπίτια που πωλούνται σαν ευκαιρία. Μαγαζιά κλειστά που νοικιάζονται. Άνθρωποι που περνάς και αν τους πεις καλησπέρα θα σου την πέσουν. Ο μαγαζάτορας απέναντι από το στέκι του Αφρικανών (African joint λέει η ταμπέλα) να έχει πρώτη μούρη στο καβούρι την ελληνική σημαία. Φοροτεχνικός είναι. Μη φανταστείτε δηλαδή.
Με τη συνοδεία μιας τύπισσα που έσπρωχνε ένα καρότσι γεμάτο με άδεια δοχεία λαδιού και διάφορα άλλα μεταλλικά ή αλουμινένια αντικείμενα, περάσαμε από την πίσω πλευρά του γαλλικού ινστιτούτου και φτάσαμε στο πάρκο.
Κάναμε μια μικρή βόλτα και ο μικρός πρότεινε να κάτσουμε σε ένα παγκάκι.
Στη διαδρομή τον σταύρωσα να γυρίσουμε πίσω.  Πήγαμε αργά και είδα πόσο κουρασμένος ήταν.
"Όχι, υποσχέθηκες να πάμε στο πάρκο σήμερα" έλεγε και δε μπορούσα να κάνω πίσω.
Για να φανταστείτε, κάτσαμε 1 λεπτά στο πάρκο και φύγαμε "χαλιαμπούσα" για να πάρουμε πλέον λεωφορείο να πάμε πίσω.
Καθώς κατέβαινε, μια κοπέλα μας έδωσε το εισιτήριο της. Και εμείς το δώσαμε σε μια άλλη κοπέλα όταν κατεβαίναμε.
Και έτσι έμαθα μια καινούργια λέξη στον γιο μου.
Την αλληλεγγύη.