30 Δεκ 2013

Κουέστιον!

Εχεις προσέξει πως, όταν θες να ρωτήσεις "τι κάνεις;" και "πήγες;", αν πληκτρολογήσεις λάθος και πατήσεις λάμδα αντί τόνου, καταλήγεις να γράφεις τι κλανεις και πληγες;

28 Δεκ 2013

Στον γάμο του ποιητή

Τελικά και οι ποιητές παντρεύονται. Κι ανάμεσα στα μπουκάλια, μια συλλογη του Καρούζου κι άλλη μια μιας ποιήτριας το ονομα της οποίας δεν θα αποκαλύψω. Σουβλάκια κι η Αρζεντίνα του Μπακιρτζή στην αθήνα, πέρα δώθε στην πλατεία αμερικής, και φανζιν για το ελληνικό χαρντκόρ. Οι αντοχές μας, τα χαμογελά μας, τα γλέντια μας προκαλούν αμηχανία στην εξουσία και στους λακέδες διανοουμενους που μη βρίσκοντας άλλη εξήγηση για τις αντοχές, τα χαμόγελα, τα γλέντια μας, σπεύδουν να ανακοινώσουν το ξεπέρασμα της κρίσης, το τέλος αυτης. Μήπως τελικά να τους κάνουμε τη χάρη, να λυγίσουμε, να τους δείξουμε πόσο απελπισμένοι είμαστε; θα το κάνουμε κι αυτό - κι οι μάσκες μας που θα πέφτουνε θα σκάνε σαν μπόμπες. Θα είμαστε όλοι τρομοκράτες.

27 Δεκ 2013

Υγρή Αθήνα η γκρι Αθήνα

Ένα (ποστ) στα γρήγορα και στα όρθια από το κινητό στον σταθμό λαρίσης

Η φωνή από το πίσω κάθισμα του τρένου εκνευριστική, όχι λόγω ηχοχρώματος, αλλά λόγω του απαιτητικού, κακομαθημένου ύφους. Μιλούσε στο κινητό. Με κοφτές, απότομες εκφράσεις. Μια χάρη από κάποιον ζητούσε. Κάτι είχε η ίδια κάνει λάθος σε κάποια αίτησή της για αυτές τις θέσεις κοινωφελούς εργασίας του οαεδ κι έστελνε κακήν κακώς και άρον άρον έναν κακομοίρη να το διορθώσει. Ατιμη κρίση, ρουφιάνα ανεργία, μας βγάζεις τον χειρότερό μας ευατό. Τρέχα νικο, δεν έχουμε χρόνο. Με ακούς; δεν με ακούς; αυτός να τρέχει να την εξυπηρετήσει κι αυτή στα διαλείμματα της συνομιλίας να τον βρίζει, άχρηστε, καθυστερημένε, δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Να πέφτει κάθε τρεις και λίγο η τηλεφωνική γραμμή και να γκρινιάζει η φωνή αν είναι δυνατόν. Πάντως εγώ άτομο που δεν γνωρίζει ότι δεν έχουν σήμα τα κινητά πάνω σε κινούμενα τρένα δεν θα προσλάμβανα αν ήμουν αφεντικό. (Βεβαίως και μένα κανένα αφεντικό δεν με θέλει εσχάτως). Εντέλει ούτε ευχαριστώ δεν του είπε του ανθρώπου, μόνο ενα "να δεις που μαντάρα θα τα κάνει".
Ηθελα να τη δω. Να βάλω πρόσωπο στη φωνή.
Ειχα αρχίσει να τη φαντασιώνομαι. Κουκλάρα, θεογκόμενα, αυταρχική. Επρεπε να σηκωθώ και ταχαμου τυχαία να ρίξω μια ματιά, να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω τη φαντασίωση. Διπλα μου, ενας πιο τεράστιος από μένα εξηντάρης κοιμόταν μακαρίως. Αδύνατον να τον ξεκουνήσω, το εμπόδιό του να υπερπηδήσω. Εντέλει σίγησε η φωνή, ξεθώριασε κι η φαντασίωση. Δεν γύρισα να την κοιτάξω ποτέ. Τώρα το μετανιώνω.

26 Δεκ 2013

Η γη είναι αγενής

Μ’ έδιωχνε, την είχα κουράσει πια. Δηλαδή να φύγω; είσαι σίγουρη; αποπειράθηκα με μια (δύο, για την ακρίβεια) ερώτηση να παρατείνω την παρουσία μου στο χώρο κι αυτή, χωρίς να με κοιτάξει καν, με μιαν αδιάφορη κίνηση του χεριού μού έδειξε την πόρτα, από την οποία βγήκα και βρήκα κι άλλη πόρτα κι άλλο δωμάτιο, βρέθηκα ξάφνου να ανοιγοκλείνω πόρτες κάνοντας κύκλους, και περνώντας αναπόφευκτα ξανά και ξανά από μπροστά της συνεχώς μου έδειχνε με την ίδια αδιάφορη αλλά και ταυτόχρονα αμείλικτη -που δεν σήκωνε αντιρρήσεις- κίνηση του χεριού μιαν άλλη πόρτα και φτου και απ’ την αρχή, μέχρι που με λυπήθηκε μάλλον και μου είπε: τα λόγια είναι προσόντα και τα προσόντα κοστίζουν ακριβά κι εσύ δεν έχεις λεφτά, γι' αυτό πάψε να μιλάς - και τότε άνοιξε η γη και με κατάπιε.
Λίγο αργότερα βαρυστομαχιασμένη η γη ήπιε μια σόδα και ρεύτηκε δυνατά.

25 Δεκ 2013

Ηλίθιου αστεία

Ο άνθρωπος που γελούσε μόνο με τα δικά του αστεία και όχι με των άλλων έκατσε και σκαρφίστηκε μια αληθοφανή δικαιολογία: γελούσε μόνο με τα δικά του αστεία και όχι με των άλλων όχι από ανωτερότητα στην κλίμακα αστεϊσμού των δικών του αστείων έναντι των άλλων αλλά από σεβασμό προς τους άλλους και αντιλαμβανόμενος την γελοιότητα των δικών του αστείων.
Ούτε τον εαυτό του δεν έπεισε εντέλει.

24 Δεκ 2013

Καταγγελία περί αυτολογοκρισίας

Δεν έχω καταλήξει ακόμη αν είναι ανήθικο ή ηθικό να ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ κάτι που δεν είναι δικό σου και το οποίο δεν θα μπορείς να ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ το ίδιο καλά με τον ιδιοκτήτη του -τουλάχιστον και ευτυχώς δεν κάνεις τίποτε για να ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ δεν μπορείς να αποκτήσεις, όμως από την άλλη μήπως θα λειτουργούσες διαφορετικά αν ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ απόκτηση του ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ;- αλλά αυτό που σίγουρα είναι τελικά ανήθικο είναι η ιδιοκτησιακή φραστική προσέγγιση των ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ όχι απ’ αυτόν που κατά την προσέγγιση αυτή είναι ο ιδιοκτήτης αλλά από το άλλον που ΑΥΤΟΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ κάτι το οποίο εντέλει ο ίδιος το προσδιορίζει ως μη δικό του. 
Υπάρχει άραγε κάποια υπηρεσία, κάποια μκο, κάποια φιλανθρωπική οργάνωση, κάποιος τέλος πάντων, που να ασχολείται και να καταγγέλλει τα φαινόμενα αυτολογοκρισίας και αν ναι, από πού κι ως πού και με ποιο δικαίωμα επεμβαίνει στα προσωπικά δεδομένα του αυτολογοκριτή, ο οποίος, μετά κόπων και βασάνων και ύστερα από κάμποσες άυπνες νύχτες κατάφερε να καταπνίξει αυτό που ήθελε να βγει από μέσα του, από τα σώψυχά του, αυτό το κάτι που κατάφερε να κατευνάσει και να μην το ξεστομίσει, να μη το δημοσιοποιήσει, είναι σωστό να έρχεται η ΜΚΟ «Αυτολογοκρισία στοπ – όλα στο φως» και να το δημοσιοποιεί - δεν αποτελεί παραβίαση προσωπικών δεδομένων αυτό; 
Όχι εφόσον η ΜΚΟ "Αυτολογοκρισία στοπ – όλα στο φως" είναι μια αμφιβόλου γούστου και αισθητικής έμπνευση του ίδιου εγκεφάλου που προσπαθεί να ξεγελάσει τον αυτολογοκριτή μπας και καταφέρει να εκφραστεί ελεύθερα.

23 Δεκ 2013

Απ' τη θέση του συνοδηγού

Βρέθηκα πρόσφατα, πρώτη μου φορά στα 35 μου χρόνια, στη θέση του συνοδηγού ενός πολύ ακριβού  αυτοκινήτου, μη με ρωτάς τι μάρκα ήταν, δεν έχω ιδέα από αυτά. Αρχικά δεν μου έκανε καθόλου εντύπωση, στη συνέχεια, όμως, διπλοπαρκαρισμένος στην τσιμισκή περιμένοντας τον οδηγό-ιδιοκτήτη, που πετάχτηκε να πάρει τσιγάρα, ένιωσα περιεργα κάπως, όχι όσον αφορά την ταξική μας διαφορά, που εκφραζόταν στην εντέλεια από το πανάκριβο αυτοκίνητο, που σε όμοιό του δεν ειχα ξαναμπεί και το οποίο λέρωνα με τα  λασπωμένα τρύπια αντίντας μου που ίσα που κάλυπταν τις τρύπιες μου κάλτσες, αλλά όσον αφορά τις διαφορές της ζωής δύο τριανταπεντάρηδων που ενδεχομένως είχαν κοινή αφετηρία αλλά ο ένας κατέληξε ιδιοχτήτης κούρσας κι ο άλλος ιδιοχτήτης μούτζας, κι όχι δεν ήταν ζήλια αυτό που ένιωσα, ήταν η δυσωδία ενός βάλτου, στον οποίο κολλημένος χαζεύω τους άλλους να με προσπερνούν και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να εύχομαι τα νερά του βάλτου τουλάχιστον να είναι στάσιμα και όχι κινούμενα.

22 Δεκ 2013

Για να περάσει η ώρα

Είμαι στην πόλη που μισούσες. Σε θυμάμαι να τριγυρνάς στα μνημεία, να σου στρίβει και να γκαζώνεις με το αυτοκίνητο μέσα σε κήπους, μετανιωμένη να ζητάς συγγνώμη από τα λουλούδια κι εγώ να περνάω μέσα από κλειστά παράθυρα, το είχα κάνει ολόκληρη επιστήμη. Πάντα θα επιστρέφω εδώ που όλα πήγαν κατά διαβόλου, να μετράω ζωντανούς νεκρούς και σκελετούς στην ντουλάπα. Υπάρχει άραγε μια μαγική σκόνη, διαλυτή στο νερό, άχρωμη, άοσμη, άγευστη, να την καταπιώ και να τα διαγράψω όλα αυτά; Οι παρενέργειές της θα με σώσουν, όχι του θεού η αγάπη, πάψε να μου το θυμίζεις. Πίστεψέ με, έχω συνηθίσει από τότε που έφυγες, δεν χρειάζομαι βοήθεια για να γίνω εύθραυστος ή για να νιώσω μοναξιά. Μου είχε φανεί παράξενο που ήθελες να χορέψεις μαζί μου, είχα την εντύπωση ότι κάποιον άλλον προτιμούσες. Σαν ερωτοχτυπημένος σε σαπουνόπερα, χάλια δηλαδή, χόρευα, ηλίθιος, με τριαντάφυλλα στο στόμα και ένιωθα να ψηλώνω. Έψαχνες κάποιον που να μην είν’ απελπισμένος μα δεν έβρισκες κανέναν, κι εγώ δεν έγινα ποτέ αυτά που ζητούσες. Είμαι κουρασμένος, τα μάτια μου κόκκινα κι έχω μουδιάσει από το κρύο και τι να πω στο κορίτσι που μου άνοιξε την πόρτα; Λέω να την πέσω εδώ, θα κοιμηθώ στο πάτωμα, δεν θα ενοχλήσω - ούτως ή άλλως, γαμώτο, η παρουσία μου δεν φωτίζει το χώρο. 

(λέξεις δανεικές από το trouble will find me των νασιοναλ)

21 Δεκ 2013

Συμβουλές διαστροφής

Ο απίθανα κοντός τύπος με τη μακριά γενειάδα, που με κρατούσε φυλακισμένο στο κελί μέρες τώρα, ένα κελί το μέγεθος του οποίου άλλαζε μ’ ένα απλό σμπρώξιμο του τοίχου και απ’ ό,τι φαινόταν ο απίθανα κοντός τύπος ήταν σε κάποιου είδους διένεξη με τη γειτόνισσά του, ούτε για την μπουγάδα, ούτε για τη θέση πάρκιγκ, αλλά για τη θέση του τοίχου, και καθημερινά, κάθε τρεις και λίγο πότε αυτός απ’ εδώ πότε αυτή απ’ εκεί σμπρώχνανε τον τοίχο αλλάζοντας το μέγεθος της φυλακής μου, έλεγα λοιπόν για τον απίθανα κοντό γενειοφόρο δεσμοφύλακά μου, ο οποίος στάθηκε στο ύψος του, μού πέταξε μια σοκολάτα κατάμουτρα, δεν φοβάσαι; τον ρώτησα, τίποτε δεν φοβάμαι, εδώ που είμαστε δεν μας πιάνει τίποτε, και ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Προκρούστη μπας και ψηλώσει πήρε να λέει για τότε, μέρες εορταστικές θα ήταν, που μια ομάδα περίεργων ανθρώπων οργάνωσε ένα δρώμενο, ένα συμβάν, κάποιοι απ' αυτούς βάλανε τα καλύτερά τους ρούχα, ενώ κάποιοι άλλοι απλώς τα βγάλανε, πήρανε και μια γεννήτρια ταλαιπωρημένη, γεμάτη μουτζούρες και γράσο, την αλυσοδέσανε, την βάλανε πάνω σε ροδάκια και την περιφέρανε στους δρόμους της πόλης, εν είδει επιταφίου, αγόρια και κορίτσια, άλλοι απλώς σέρνοντας τη γεννήτρια, άλλοι κλαίγοντας γι’ αυτήν, και άλλοι επιχαίροντας για τα πάθη της, κάποιοι τραβούσαν βίντεο και άλλοι μοιράζανε λευκές σελίδες χαρτί στους απορημένους περαστικούς, κάποιοι από τους οποίους, θες από περιέργεια, θες γοητευμένοι από τη θέα κοριτσιών, που μαυρολευκοντυμένες χόρευαν γύρω από τη γεννήτρια, έμπαιναν και αυτοί στην κουστωδία που ακολουθούσε τη γεννήτρια και σιγά σιγά, από διάθεση μιμητισμού αλλά και χιπστερισμού, να έχουν δηλαδή ακολουθήσει το νέο πρωτοποριακό ρεύμα πριν αυτό γίνει κυρίαρχο και το ακολουθούν όλοι, οι λίγοι γίνανε πολλοί, ολόκληρο πλήθος, που κατέληξε στο λιμάνι της πόλης, όπου υπό τους ήχους το sittinon the dock of the bay, και μετρήσανε έν-δυο, εν-δυο, εν-δυο, πηγαινοφέρνοντας μπρος πίσω στα χέρια τους τη γεννήτρια για να τη ζυγιάσουνε καλύτερα, και έκανε μπλουμ μες στο νερό η γεννήτρια και ταυτόχρονα εκτελώντας άψογες καταδύσεις 25 εικοσιπεντάχρονες κολυμβήτριες κάνανε βουτιά σχηματίζοντας υπέροχα τόξα με τα κορμιά τους που τα απαθανατίσανε δεκάδες φωτογράφοι, και τότε ξαφνικά, καθώς το σπίτι πήρε πάλι να στενεύει και άρχισαν οι τοίχοι να έρχονται κατά πάνω μας, εμφανίστηκε μια καραμπίνα από το πουθενά και τίναξε τα μυαλά του απίθανα κοντού γενειοφόρου, παραμυθά δεσμόφυλακά μου στον αέρα, αλλά εμένα από τη φυλακή μου δεν με απελευθέρωσε κανείς, έμεινα να κοιτώ τους τοίχους να έρχονται κατά πάνω μου, και όταν ρώτησα γιατί όλα αυτά ρε παιδιά, η απάντηση ήταν «το ξέρεις ότι δεν κάνει να τρως πίτσες με γεμάτο ουίσκι στομάχι». 

18 Δεκ 2013

Κακό δύο

Τις τελευταίες μέρες δεν μπορούσε να σταυρώσει λέξη. Ευτυχισμένες αυτές, που γλιτώναν από τα πάθη στις οποίες συνήθως τις υποχρέωνε, είχαν βαλθεί να τον τρελάνουν, εμφανίζονταν στις πιο ακατάλληλες στιγμές, προτού κοιμηθεί ή στο χέσιμο, χάνονταν σε χιλιάδες άτιτλα έγγραφα του google drive και σε έγγραφα του γουόρντ χωρίς τίτλο ένα, δύο, τρία, χίλια  δεκατρία, σε μισοτελειωμένα ημέηλ που έστελνε στον εαυτό του εν είδει επικοινωνίας, σε κρατημένα ειδησάρια σε σελιδοδείκτες, αγαπημένα, feeds και ροές ειδήσεων, σε ακατάληπτα, ανορθάγραφα σημειώματα στο κινητό του τηλέφωνο γεμάτα αναγραμματισμούς, ένας για κάθε λακκούβα και ανατάραξη του λεωφορείου, σε φάκελους με τραγούδια μαζεμένα για κάποιο αφιέρωμα, το νόημα και τον σκοπό του οποίου είχε ξεχάσει, και ανάμεσα σε όλα αυτά μια πρόσκληση για μια κοπή πίτας, στην οποία σκόπευε πρώτη του και τελετυαία φορά να παρευρεθεί, και για κάθε κομμάτι της πίτας που θα μοιράζεται να κόβει κι ένα κομμάτι από τον εαυτό του, ένα για κάθε δικαίωμα, για κάθε απόλαυση, για κάθε όνειρο, για κάθε επιθυμία και πόθο που έπεσε θύμα περικοπής, μέχρι που στο τέλος, μετά τη γιορτή, η καθαρίστρια θα μαζέψει τα κομμάτια του με τη σκούπα και το φαράσι και θα τα πετάξει σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών και από κει στον κάδο απορριμμάτων και όχι ανακύκλωσης, προς θεού, ας μην ανακυκλωθεί το είδος αυτού του ανθρώπου, και από κει στο απορριματοφόρο που θα τον οδηγησει κομματιασμένο σε κάποιον χώρο μπορεί υγειονομικής μπορεί και όχι ταφής απορριμμάτων όπου θα μπορέσει επιτέλους να αναπαυθεί. 

Κακό

Πολύ καιρό τώρα ήθελε κάτι πάρα πολύ αλλά το σύμπαν, αντί να συνωμοτεί υπέρ του, μπας και το καταφέρει, επέμενε να διαψεύδει εκείνον τον ευπώλητο τον συγγραφέα, και μια μέρα πέρασε ο επιθυμών, όχι ο ευπώλητος συγγραφεύς, έξω από την ανωτάτη σχολή πολέμου και είπε ας μπω μέσα, ίσως να είναι σαν τη λεγεωνα των ξένων ή έστω των αποτυχημένων ή έστω των ερωτευμένων, μπορεί και των ερωτευμένων αποτυχημένων ξένων, κι ειπε επίσης ο νεοσύλλεκτος θα κάνω στη σχολή πολέμου αντάρτικο, αφού υπάρχουν οι καλές τέχνες, αφού υπάρχει η στρατευμένη τέχνη, κι αφού υπάρχουν οι πολεμικές τέχνες, θα φτιάξω τμήμα πολεμικών καλών τεχνών, θα ζωγραφίζω με καρατιές και με το πινέλο θα παίρνω κεφάλια και την πέτρα, προτού την πετάξω στον μπάτσο, θα την έχω λαξεύσει, θα της έχω δώσει σχήμα και μορφή και κάτι τέτοια σκεφτόταν προτού αποκοιμηθεί κι όλο έλεγε τώρα θα κάτσω να τα γράψω και το επομενο πρωί γαμώ τον κοέλίο και τον μορφέα δεν θυμόταν τίποτα, ούτε τι είχε σκεφτεί, ούτε τι είχε πει ούτε τι μαλακίες είχε κάνει πάλι.

12 Δεκ 2013

Και ξανά κάτι ακόμα

Κάτι ακόμη που σκέφτηκα πριν από λίγο: ο μοναδικός συναισθηματισμός που (εμείς, εσείς, αυτοί) οι κυνικοί τελικά δεν αντέχουν είναι των άλλων, ειδικά όταν ο των άλλων  τυγχάνει μεγαλύτερης και θετικότερης ανταπόκρισης και δη από τα κορίτσια (ή και τ' αγόρια, γούστα είν' αυτά).

Και κάτι ακόμα

Αυτοί που αποκαμωμένοι από την κούραση της δουλειάς (ή της ανεργίας) κοιμούνται στο λεωφορείο είναι κρίμα όταν ξυπνάνε - από την άλλη, όμως, δεν γίνεται αλλιώς: πρέπει να γίνει (εξ)έγερση

Κέρδος

Βάλε στα αυτιά ακουστικά
Το αγαπημένο σου τραγούδι
Οποιο κι αν είναι, δεν έχει σημασία
Βάλε τα μαύρα σου γυαλιά
Και κοίτα κατάματα τον ήλιο
Έστω για λίγο
Για πολύ λίγο
Δεν πειράζει που είν' όλα σκατά
Εκτός κι αν δεν εχεις ακουστικά
Αγαπημένο τραγούδι
Μαύρα γυαλιά
Ήλιο
Και μόλις διαπίστωσα
Για πολλοστή φορά ότι
Λέω μαλακίες
Τουλάχιστον όμως
Μέχρι να τις γράψω
Ήρθε το γαμωλεωφορείο.

6 Δεκ 2013

Η αποπολιτικοποίηση του ατόμου

Ξυπνούσε κάθε πρωί, άνοιγε τον υπολογιστή, τα ειδησεογραφικά τα σάιτ, κι άφηνε τη ροή των ειδήσεων να κάνει τη δουλειά της. Κοιτούσε τα μεγκαμπάητ της δυστυχίας, της εξαθλίωσης, να πηγαινοέρχονται μέχρι που σχημάτιζαν καμπύλες και γίνονταν γυναίκες και γιορτές και μπουκάλια αλκοόλ, ταξίδια και τέχνη και χαμόγελα. Καθόταν σταυροπόδι σε μια καρέκλα, αν κάπνιζε θα άναβε και τσιγάρο, έριχνε πίσω το κεφάλι, κοιτούσε το ταβάνι, βαριότανε, έκλεινε τα μάτια. Δεν κυνηγούσε τίποτε, δεν επιδίωκε τίποτε, περίμενε την επικαιρότητα να έρθει να τον βρει νωθρό στο δωμάτιο, πνιγμένο στον ωκεανό της πληροφορίας, πομπώδη σε ένα τόσο μικρό κείμενο.

5 Δεκ 2013

Το φάρμακο για τον πανικό

Καμιά φορά περπατώντας στο δρόμο είχε την αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή μια πέτρα, όπου πάνω κάποιος είχε σκαλίσει τ' όνομά του, θα τον πετύχαινε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Εσκυβε να προφυλαχτεί από τη φανταστική (της φαντασίας του) την πέτρα και κάπως έτσι, συνήθως, ξεκινούσαν οι κρίσεις πανικού. Τον καταλάμβαναν έντονος φόβος, άγχος, αίσθημα επέλευσης τρέλας, αίσθημα απώλειας ελέγχου και επερχόμενου θανάτου. Επίσης παρουσίαζε τρέμουλο, αυξημένη εφίδρωση, πόνο στο στήθος, ταχυκαρδία, δύσπνοια, αίσθημα ασφυξίας, αίσθημα πνιγμού, ναυτία, κράμπες, ζάλη, μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα στα χέρια, ρίγος ή εξάψεις, αίσθημα αδυναμίας και τάση λιποθυμίας και διάφορα άλλα πράγματα που είχε διαβάσει στη βικηπαιδεία. Θέλοντας ν’ απαλλαχθεί από τις κρίσεις πανικού, στον πανικό έκανε αναγραμματισμό, άλλαξε θέση στο γιώτα, έκανε τον πανικό πανκιό, τα μαλλιά του κούρεψε μοϊκάνα, που την έβαψε πράσινη-πορτοκαλί, έσκισε τα ρούχα του με παραμάνες, έφτυνε ολημερίς καταπράσινες ροχάλες κι έλεγε δεμενοιάζει σαν τον Μαργαρίτη και έτσι όταν πάθαινε κρίση και καμιά φορά έσπαγε τα πάντα, γιατί οι πανξ -όπως είχε γράψει παλιά και μια φυλλάδα- τα σπαν, δεν ήταν πλέον πανικού αλλά κρίση ενός πανκιού.

4 Δεκ 2013

Ο μέγας ωτακουστής

Από τότε που έγιναν της μόδας οι κινητές συσκευές, τα καρτοτηλέφωνα πέσαν σε αχρηστία. Για πολλά χρόνια, κόντρα σε κακοκαιρίες και μνημόνια στέκονταν περιφρονημένα στων δρόμων τις γωνιές φιλοξενώντας γραμμένους με μαρκαδόρο αριθμούς τηλεφώνων "69#^&&*%54 σέξυ αγόρι κάνει τρελά τσιμπούκια", μικρά αυτοκόλλητα "δεν πληρώνω", "λευτεριά στον Τ@δε", αλφάδια και λεκέδες από κάτουρα σκύλων στη βάση τους.
Με το πέρασμα των χρόνων, σαν να ήταν συνεννοημένοι, σαν να συμμετείχαν όλοι σε μια μεγάλη μυστική συνωμοσία, οι άνθρωποι, υπακουόντας στη σχετική διαφημιστική εκστρατεία, που με τη σειρά της αφουγκράστηκε προσεχτικά τις ανάγκες της κοινωνίας, άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν στα καρτοτηλέφωνα. Δεν χρειαζόταν πια να πληκτρολογήσεις αριθμό. Σήκωνες το τηλέφωνο, έλεγες στο τηλεφωνικό κέντρο "είμαι θυμωμένος", "είμαι λυπημένος", "έχω γκάβλες", "είμαι πολύ χαρούμενος", "φοβάμαι" και σε συνέδεαν με ένα ευήκοον ους, που προσεχτικά άκουγε ό,τι είχε ο καθείς να πει.
Λόγια αγάπης, θυμού, τρέλας, μοναξιάς, βωμολοχίες μα και ποίηση, κοινοτοπία και κοινοτυπία, που ποτέ δεν μπόρεσαν να ξεμπερδευτούν η μια από την άλλη, ταξίδευαν μέσα από τα καλώδια κάνοντας δεν ξέρω τι και βαριέμαι να σκεφτώ παραπάνω, για να είμαι ειλικρινής αυτή η πρόταση δεν μου βγαίνει, στασου ν’ αλλάξω παράγραφο, αλλά αν υπήρχαν σήμερα αυτά τα τηλέφωνα θα πήγαινα και θα έλεγα “έχω κολλήσει με μια μαλακία που γράφω” και θα μου δίνανε τη λύση, τη συνέχεια της ιστορίας, αφού στην τελική η λύση και η συνέχεια της ιστορίας θα ήταν η δική τους, της καρτοτηλεφωνίας, στοπ, αλλαγή παραγράφου.
Κι όλα ξεκίνησαν μια Τετάρτη μεσημέρι, Δεκέμβρης του 2013, όταν ένας μάλλον απελπισμένος είδε έναν πέραν πάσης αμφιβολίας οργισμένο να βρίζει στο καρτοτηλέφωνο γωνία Δραγούμη με Ολύμπου και να βαράει μπουνιές στο τζάμι. Ενας γλόμπος άναψε πάνω από τη χοντρή, πιτυριδιασμένη κεφάλα του μάλλον απελπισμένου (όσο για τον οργισμένο, τελικά χώρισε με το γκομενάκι) κι εντέλει βρήκε έναν μάλλον ριψοκίνδυνο επενδυτή, εκμεταλλεύτηκε την κρίση, που άλλωστε ήταν ευκαιρία, και το γενικότερο ξεπούλημα του κράτους, εξαγόρασε τη διαχείριση - εκμετάλλευση των καρτοτηλεφώνων, έστησε την εταιρία "Ανοιχτά αυτιά - Ανοιχτή καρδιά" με μετανιωμένους ασφαλίτες, που είχαν μπει κι αυτοί σε καθεστώς διαθεσιμότητας και το είχαν πάντα μεράκι να ακούνε αλλά μόνο για το καλό της ανθρωπότητας πια, και κάπως έτσι ο Πάνως ο Κ. έπιασε την καλή, έγινε μεγάλος και τρανός, αυτός ο χοντρός που τον είδαμε τις προάλλες στην τιβί να κάνει δεν ξέρω κι εγώ τι, ας πούμε να αγκαλιάζεται με μιαν ηθοποιό πάρα πολύ γνωστή.

30 Νοε 2013

Μάρκετινγκ

Είναι κάποια συναισθήματα που μοιάζουν -ας μου επιτραπεί η χυδαιότητα της έκφρασης- με προϊόντα στα αζήτητα, απ' αυτά που δεν τα θέλει κανείς, κι ας είχαν εξαρχής συγκεκριμένο τάργκετ γκρουπ κι ας είχε εξαρχής σχεδιαστεί η διαφημιστική εκστρατεία και η επικοινωνιακή τακτική τους. Περιφρονημένα κυρίως απ' αυτούς για τους οποίους δημιουργήθηκαν, μένουνε στο ράφι, χωρίς κανένας να τα θέλει, είτε επειδή υπάρχει υπερπροσφορά, είτε γιατί οι ανταγωνιστές λειτούργησαν καλύτερα, είτε γιατί το τάημινγκ ήταν κακό είτε γιατί τέλος πάντων ήταν ευθύς εξαρχής άχρηστα και ούτως ή αλλως μια πολύ κακή ιδέα.

Κυνηγετική περίοδος

Στον ελεύθερό του χρόνο κυνηγούσε. Έστηνε υπομονετικά καρτέρι. Χαμαιλέοντας. Γινόταν ένα με το περιβάλλον. Εντόπιζε τον στόχο. Προσέγγιζε χωρίς να γίνει αντιληπτός. Αν ήταν κοπάδι, γινόταν μέλος του. Και την κατάλληλη στιγμή πυροβολούσε. Εξολοθρευτής. Δεινός κυνηγός της ευτυχίας. Των άλλων. Κυνηγός και ψυχρός εκτελεστής της. Γιατί δικιά του δεν είχε.

29 Νοε 2013

Ο χρηστάκης ο ταφ

Ρε λοχία, πάρε μαζί σου, ρε λοχία, δεν την παλεύω στο σκοπέτο, θα κάνω καμιά μαλακία, ρε λοχια, εχω λιώσει στη σκοπιά.
Ο χρηστάκης ο ταφ. Πιτσιρικάς. Αλανιάρης. Σαλονίκη, δυτικά. Πειραγμένος όσο και τα αυτοκίνητα κι οι μηχανές που οδηγούσε. Χαμογελαστός μέχρι τ' αυτιά.
Ε δεν του χαλούσα χατίρι. Τον έπαιρνα μαζί μου. Μη φανταστείς καμιά τρελή καβάτζα. Περίπολο. Καλύτερα να περπατάς με παρέα παρά να ξεροσταλιάζει μόνος στη σκοπιά. Περιπολάρχης εγώ, μπροστά, περιπολόπουλο αυτός, καμιά εικοσαριά βήματα πίσω. Ετσι, αν θέλαμε να είμαστε προβλεπέ. Ποτέ δεν ήμασταν. Βόλτα κάναμε, πλάι πλάι, καπνίζοντας στα κρυφά, αράζοντας στις σκοπιές και κάνοντας παρέα στους νυσταγμένους σκοπούς.
Φλύαρος ο χρηστάκης ο ταφ. Ασταμάτητος. Ελεγε-έλεγε-έλεγε ιστορίες, όλες για ένα φιλαράκι του ρε και για έναν κολλητό του και για κάποιο γκομενάκι και για τότε ρε που έκατσε μια φάση κι ένας τσαμπουκάς, κι ήταν ο λόγος του αργόσυρτος μαγκιόρικος, και φουλ στα σκηνικά από σκυλάδικα. Βέβαια. Βαθύ σκυλάδικο ο χρηστάκης ο ταφ. Περιθώριο, όχι τίποτε χλεχλέδες πρώτα ονόματα. Και δώστου ιστορίες για τον κολλητό τον τραγουδιστή με τη φωνάρα που κόλλησε με κόκα και για τρελά άφτερ πάρτυ, μετά το πρόγραμμα, στο πάρκινγκ του μαγαζιού με τον τραγουδιστη ανπλαγκντ με τους θαυμαστές του κι ένα κλαρίνο. Τότε μόνο ενθουσιαζόταν ο χρηστάκης ο ταφ και χόρευε άιντιμάλε στα σκοτεινά κραδαίνοντας το μιδεκαξιαλφαδύο ψηλα στον αερα.
Κάποια στιγμή πάλιωσε ο Χρηστάκης ο ταφ, αρχίσαν να τον βαραίνουν οι μέρες, συνέχιζε να μιλά ασταμάτητα αλλά μόνο γκρίνια: ρε λοχία, δεν την παλεύω ρε λοχία, ρε λοχία θα πάω στο γιατρό να μου δώσει αναβολή, ρε λοχία πήρε ο γέρος μου τον μητροπολίτη μου το βύσμα και δεν μού δίνουν την απόσπαση ρε λοχία, είχα αρχίσει να βαριέμαι την γκρίνια του και τα ρελοχία και δεν ήξερα τι να κάνω, τρεις ώρες περίπολο με γκρίνια δεν γίνεται, και κάπου εκεί επαθα ένα σοβαρό τροχαίο, φτηνά τη γλίτωσα, εσύ που με ξέρεις τα ξέρεις, και έλειψα κάμποσο από το στρατόπεδο και γυρνώντας πίσω ο Χρηστάκης ο ταφ την είχε πάρει την απόσπαση καπου καλύτερα, να μην του πονάνε τα μυαλά.
Αϊντιμάλε. 

28 Νοε 2013

Καριέρα σε οίκο

Δούλευε σ’ έναν εκδικητικό οίκο. Η δουλειά του ήταν απλή αλλά απαιτητική. Απ’ τα χεριά του περνούσαν οι αιτήσεις όλων όσων ζητούσαν εκδίκηση. Δουλειά του ήταν να τις εξετάσει -να ελέγξει το δίκιο ή το άδικο κάθε επιθυμίας για εκδίκηση- και στη συνέχεια είτε να τις απορρίψει με μια ευγενική αλλά ενθαρρυντική επιστολή (μη το βάζεις κάτω, δοκίμασε πάλι, η πόρτα του οίκου μας είναι πάντα ανοιχτή), είτε να τις εγκρίνει και να τις περάσει για επεξεργασία στο τμήμα σχεδιασμού, του οποίου δουλειά ήταν να καταστρώνει λεπτομερώς το σχέδιο εκδίκησης, να εκπονεί ένα χρονοδιάγραμμα κινήσεων και ενεργειών, προβλέποντας όλα τα ενδεχόμενα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Στη συνέχεια, ο ίδιος πάλι παραλάμβανε από το τμήμα σχεδιασμού το σχέδιο εκδίκησης, το οποίο ήταν υποχρεωμένος να διπλοελέγξει για τυχόν λάθη, παραλείψεις, ασάφειες, προτού το παραδώσει στο εκτελεστικό απόσπασμα, τον επιχειρησιακό τομέα, που αναλάμβανε κάτω από πλήρη μυστικότητα να φέρει σε πέρας την αποστολή.
Την επόμενη μέρα, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής, αφού η διαδικασία της εκδίκησης είχε ολοκληρωθεί, κάποιοι μιλούσαν για τρομοκρατία. Αλλοι για δικαιοσύνη. Για τον ίδιον, ήταν μια καριέρα που είχε καταλήξει σε ρουτίνα. Μια δουλειά όπως όλες οι άλλες. Τελευταίο στάδιο της οποίας -και αρχή της επόμενης υπόθεσης- ήταν η παραλαβή μιας νέας αίτησης για εκδίκηση, απ’ αυτόν που ο εκδικητικός οίκος, κατ’ εντολή του πελάτη, είχε μόλις εκδικηθεί, τον οποίο πληγέντα από την εκδίκηση, τον ίδιον ή, σε περίπτωση θανάτου του, τους οικείους του, προσέγγιζε πάντα διακριτικά το διαφημιστικό τμήμα του εκδικητικού οίκου για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Τιμές φιλικές, εγγυημένη αποδοτικότητα.

27 Νοε 2013

Ένα ζευγάρι κλαμένα κλεμμένα παπούτσια

Ήμασταν κάποτε μπορντό. Παραμένουμε δερμάτινα. Είχαμε κομψό αφεντικό. Που μας πρόσεχε, μας περιποιόταν. Δεν μας κούραζε πολύ. Μια νύχτα, νύχτα καταραμένη, ένα ζευγάρι χέρια αλλότρια, δαιμονικά και στρουμπουλά, ανοίξαν το ντουλάπι όπου αναπαυόμασταν.
Μα πού ακούστηκε αυτό, αδερφός να κλεβει αδερφό;
Μεταφερθήκαμε μέσα σε φτηνή πλαστική σακούλα.
Με το λεωφορείο!

Τα είχαμε βάψει μαύρα.
Και μετά μας βάψαν μαύρα.
Αγνώριστα γίναμε.
Το έγκλημα είχε ολοκληρωθεί.
Μας παρατήσαν όπως όπως μαζί με κάτι άλλα παλιοπάπουτσα τρύπια, ξεφτισμένα, βρόμικα. Ζητήσαμε πληροφορίες για το νέο αφεντικό. Βάναυσο, σκληρό. Δεν μας περιποιείται, δεν μας καθαρίζει, δεν μας πηγαίνει για ένα λίφτινγκ στον τσαγκάρη, μας είπαν οι παλιοί. Δεν μας ξεφορτώνεται καν, σε κάποιον κάδο σκουπιδιών, ώστε να να πεθάνουμε ειρηνικά, αντίθετα επιμένει να μας φορά. Κι έχει κάτι χοντροπόδαρα, κάτι χομπιτοπατούσες, ιδρωμένα, με νύχια κοφτερά και φτέρνες σαν ξουράφι. Και ξέρεις πόσο περπατά; Ολη μέρα, μέσα σε λάσπες, σε νερά.
Δεν έπρεπε να το επιτρέψουμε αυτό. Η αντίσταση ήταν μονόδρομος.
Αποφασίσαμε να του στήσουμε παγίδα.
Μόλις τον ακούσαμε να τρεκλίζει, κρυφτήκαμε πίσω από την πόρτα.
Το κλειδί στην κλειδαριά.
Του κάναμε “κούκουτζά”. Γυαλίζαμε μες στο σκοτάδι.
Μεθυσμένος, δεν μας αναγνώρισε.
Ποιανού παπούτσια είν’ αυτά;
Σε λάθος σπίτι μπήκα;
Εκλεισε την πόρτα, απομακρύνθηκε.
Πήραμε τη μάχη, όχι τον πόλεμο.
Αυριο, μεθαύριο, σαν μας φορέσει, θα τον χτυπήσουμε πολύ, θα τον χτυπήσουμε άσχημα, να βγάλει κάλους και φουσκάλες στα δάχτυλα και στων ποδιών του τις καμάρες.

26 Νοε 2013

deep no

Ορθιοι στο χολ, φορούσα σώβρακο, εσύ κασκόλ, τρώγαμε παστίτσιο από το καλό σου το σερβίτσιο, κοιταξες τα διαφημιστικά από τις πιτσαρίες, τι τις θέλουμε αυτές τις αηδίες; για μιαν ώρα ανάγκης, άμα κάτι συμβεί, να έχω κάπου να τηλεφωνήσω, κάποιον να μιλήσω, την ψυχή μου να ανοίξω, να εξομολογηθώ ότι μου τελειώνουνε τα μεγκαμπάητ, μένω άυπνος ατ νάητ, περιμένω το εντ του μήνα, να μου τελ ξαναξεκίνα.

25 Νοε 2013

Ουδείς άσφαλτος

Όταν μου είπαν πως είχε περάσει και με γύρευε ένας αστυνομικός, αστειεύτηκα σιγά το πράγμα, ρε παιδιά, άργησα λίγο να έρθω στη δουλειά, δεν έκανα δα και κάνα έγκλημα.
Κάτι άφησε στο συρτάρι του γραφείου σου, μου είπαν.
Δηλαδή, άνοιξε τα συρτάρια μου, έκανε έρευνα, βρήκε τις φούντες, τα καλάσνικοφ, το παράνομο υλικό και παρ’ όλα αυτά δεν περίμενε να με συλλάβει;
Περίεργα πράγματα.
Είπε πως είναι φίλος σου, μου είπαν.
Αποκλείεται, φίλος με μπάτσους εγώ; Ποτέ!
Κοίταζα και δίσταζα να ανοίξω το συρτάρι.
Κι αν ήτανε παγίδα;
Κι αν θέλανε να μου πάρουνε το DNA;
Είπε πως σε ξέρει από παλιά, επέμειναν οι συνάδελφοι.
Ενας ψηλός ήταν, ένστολος, καλοκαμωμένος. Χαμογελαστός.
Επέμεινα: Δεν έχω πάρε δώσε με μπάτσους εγώ. Κι ούτε είν’ κανείς απ’ αυτούς φίλους μου. Χαμογελαστός ή όχι.
Ψέματα έλεγα φυσικά. Αλλά είχα κι ένα μέτωπο στην κοινωνία, πώς να δικαιολογήσω τις φιλίες με την αστυνομία;
Φόρεσα κάτι γάντια πλαστικά, της καθαρίστριας, που απλήρωτη καθάριζε τα γραφεία, και πολύ διστακτικά άνοιξα το συρτάρι. Ενας φάκελος μέσα. Προσκλητήριο. Οχι για ανάκριση στη ΓΑΔΑ. Πρόσκληση σε γάμο. Οικογένεια τάδε και οικογένεια δείνα.
Τον ήξερα τον τάδε, την αλήθεια είχε πει. Από παιδί. Εφταιγα εγώ εν μερει για την κατάντια του. Εγώ τον παρέσυρα και κατήντησε να γίνει αστυνομικός. Στη γειτονιά, θυμάμαι, ήταν απ’ αυτά τα παιδιά με μια υγιώς νοσηρή περιέργεια για τα κορίτσια. Διάβαζε τσόντες μανιωδώς. Είχε πολλές απορίες για τον αυνανισμό. Φοβόταν μην του μείνει στο χέρι (η ψωλή). Επειδή δεν ενέκρινα το δρόμο της αμαρτίας που ‘χε τραβήξει, του ανοίχτηκα. Του είπα τι έκανα τα Σάββατα. Του είπα να έρθει μια φορά δοκιμαστικά. Μπορεί και να σ’ αρέσει, του είχα πει. Ηρθε, δοκίμασε. Του άρεσε. Πολύ. Το κατηχητικό. Εμεινε και δεν έφυγε ποτέ. Ρίχτηκε με τα μούτρα στο θεό, στην εκκλησία, στη θρησκεία. Κομμένη η μαλακία. Και στον πνευματικό του εξομολογούταν τις ενοχές του για τις ονειρώξεις του. Δεν μπορώ να το ελέγξω, έλεγε ανήσυχος και απαρηγόρητος για τα υγρά, αμαρτωλά του όνειρα.
Πρώτα χριστιανός, μετά πατριώτης, εντέλει μπάτσος.
Εφυγε, πηγε σε άλλη πόλη. Εφυγα, πήγα σε άλλη πόλη. Γύρισα στη γενέθλια πόλη. Γύρισε κι αυτός. Μ’ έψαξε, με βρήκε. Βγήκαμε για καφε. Μού είπε διάφορα. Με ρώτησε πολλά για την πολιτική μου δράση. Δεν είχα κάτι να κρύψω ή να φοβηθώ. Στο γάμο του πάντως δεν πήγα. Μετά, τον έχασα πάλι. Τώρα τελευταία τον ξαναβλέπω. Ποτέ με στολή. Πάντα με πολιτικά. Αξούριστο, με μακριά μαλλιά, με κάτι ρούχα φτωχικά, περίπου σαν κλοσάρ. Δεν μου μιλάει. Ούτε κι εγώ. Οφείλω να παραδεχτώ ότι παίζει πολύ καλά το ρόλο του ως ασφαλίτης. Τον φαντάζομαι αυτή τη στιγμή, σε κάποιο γραφείο, πίσω του κάποιο εικόνισμα, να διαβάζει τούτες τις γραμμές. Αναρωτιέμαι αν από το ρόλο του θα βγει σαν τον ξαναπετύχω, κι αν ναι, ανησυχώ τι θα μου πει.

24 Νοε 2013

Οργανα βασανισμού

Προσπαθούσε να δώσει μορφή σε μια αόριστη ιδέα για τη φυσαρμόνικα και το ντέφι ως όργανα βασανισμού, δεν του 'βγαινε, δεν είχε κέφι, σκέφτηκε λοιπόν κάτι να γράψει για το ακορντεόν που στον ήχο του λυγούσε και σε κλάματα μπορεί και να ξεσπούσε, ευτυχώς σπανίως άκουγε μουσική με ακορντεόν, φυσαμόνικα ή ντέφι, τα κλάματα και τους βασανισμούς δεν επιθυμούσε, άκουγε εκείνον τον καιρό, δηλαδή τα τελευταία πέντε και βάλε χρόνια, νάσιοναλ γουόκμεν εναλλάξ, και το κορίτσι του 'πε μην είσαι βλαξ, ξέρω πολύ καλά σε τι ψυχική κατάσταση είσαι όταν ακους είτε τους μεν είτε τους δε, δες παλιοκατάσταση γαμώτο, σκέφτηκε εκείνος, να μην μπορείς ούτε μέσα στη μουσική πια να κρυφτείς.

Του χαμογέλασε η τύχη, μα τον πέρασε για άλλον

Οταν του χαμογελούσε κάνα κορίτσι με ενα χαμόγελο όλο υποσχέσεις ή και χωρίς υποσχεσεις, νόμιζε πώς ήτανε η τύχη του και πήγαινε και της έλεγε "πες μου γλυκόλογα στ' αυτί" κι επειδή είχε βαρεθεί να είναι ανάξιος της τύχης του, την κυνηγούσε κι όταν έβρισκε την ευκαιρία την άρπαζε απ' τα μαλλιά, μην τυχόν τη χάσει, μην τύχει και του φύγει η τύχη, και πάγωνε το χαμόγελο του κοριτσιου και γινόταν τρόμος και μετά ευτυχώς επενέβαινε ο Νόμος.

Και η τύχη έχει αυτιά

Καμιά φορά του ψιθύριζε η τύχη του στ' αυτί, κι η ανάσα της καυτή του τσουρούφλιζε τις τριχούλες που φύτρωναν εκεί και για τις οποίες ενιωθε ντροπή, γλυκόλογα και προστυχιές και υποσχέσεις "ζήτα μου ό,τι θες, τις πιο κρυφές σου επιθυμίες, όλες θα τις έχεις" αλλά αυτός δεν της ζητούσε τίποτε, έβαζε μόνο μπεπανθόλ στο καμένο του αυτί.
Ηταν σαν να λέμε ανάξιος της τύχης του.

21 Νοε 2013

Λεκτικό selfie

Και στον ελεύθερό σας χρόνο, κύριε ΠάνωςΚ, τι κάνετε;
Τίποτε.
Πώς τίποτε;
Τίποτε, μαλακίζομαι. 
Δηλαδή;
Να, κάθομαι άσκοπα στο γραφείο μου και μαθαίνω να αγαπάω τον εαυτό μου τραβώντας selfies.
Και; Τα καταφέρνετε; 
Μπα, όχι ιδιαίτερα. 

20 Νοε 2013

Ο κύριος λοχαγός

Κάθε πρωί πήγαινε στον φούρνο και ζητούσε να κρατήσουν ένα ψωμί πολυτελείας για την κυρία λοχαγού, που δεν ήταν η ίδια λοχαγός, μήτε και η σύζυγός του αλλά η μητέρα του λοχαγου Νικολάου Βαρελά, πρώην πρασινοσκούφη, που καημό το 'χε ότι τον διώξαν από τα λοκ χωρίς να έχει πάρει την πουλάδα, έχοντας πλειστάκις αποτύχει στην πτώση με αλεξίπτωτο και κατέληξε σε ενα κανονικό στρατόπεδο της μακεδονικής επαρχίας, αντί να είναι μάχιμος κομαντερός, βρέθηκε να συνοδεύει τη μητέρα του στις χοροεσπερίδες της λέσχης αξιωματικών και να χορεύει βαλς μαζί της, κι εδώ που τα λέμε κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά ως μάχιμο αξιωματικό έτσι κοντός και λιγουλάκι πλαδαρός καθώς ήταν, και μια φορά μπροστά στα φαντάρια ζορίστηκε να μπει στο ελικόπτερο και μπήκε μπουσουλώντας κι έσπασε και το ρολόι του και όσο κι αν φώναζε και απειλούσε, ο λόχος εις βάρος του γελούσε, κι ευτυχώς δεν ήξερε ο κύριος λοχαγός ότι κάποιοι τον είχανε για αδερφή, ότι τάχα τους λοχίες του κρυφοκοιτούσε και ερωτικά ποθούσε, και τελικα μέσα του το είχε αποδεχθεί, έπρεπε να έχει πάει να κλειστεί σε μοναστήρι, αντ' αυτού μπήκε στο στρατό να παριστάνει το λοχαγό.

Γιορ λακυ ντέη ιν χελ

Τα φτερνίσματα της διπλανής μέσω της μεσοτοιχίας αστικής πολυκατοικίας διακοπή της πρωινής μουσικής θεραπείας και της ελαχίστως σχηματισθείσης επιθυμίας μιας πλήρους και απολύτου αμνησίας της τελευταίας διετίας.
Ηπια καφέ, έκανα μπάνιο, βγήκα στο δρόμο.

19 Νοε 2013

Μέθοδοι ανεξαρτησίας

Μέθοδος πρώτη η απαγκίστρωση από ομάδες και συλλογικά εγχειρήματα. Τίμημα η μοναξιά.
Μέθοδος δεύτερη η εύρεση χρημάτων. Τίμημα δεν υπάρχει, αλλά ούτε και λεφτά.
Αναζητείται ο τρίτος δρόμος προς την ανεξαρτησία.
Σαν παλαιοπασόκ.διαβάζομαι.

18 Νοε 2013

Κατά φαντασία συγκινηθείς

Είχε αποχαιρετήσει την πόλη πάνω από εκατό φορές τον τελευταίον ένα χρόνο, την πόλη σαν σύνολο αλλά και συγκεκριμένα αγαπημένα του σημεία σε αυτήν, επισκεπτόμενός τα εν είδει τελετουργικού, πάντα μοναχός, σιωπηλός, σκεφτικός, νιώθοντας λίγο σαν πρωταγωνιστής σε κάποια ταινία, νομίζοντας πως μιμείται το περπάτημα του Ρίτσαρντ Άσκροφτ, μα περισσότερο ομοιάζων με τον Στίβ τον Ντούζο, τον θρυλιό Μπίλια της Ρόδατσάντακαικοπάνας, και προσπαθώντας να νιώθει κάθε φορά τα συναισθήματα που υποτίθεται ότι νιώθει ένας άνθρωπος που αποχαιρετά, που πρόκειται να φύγει για πάντα, που πικραμένος αφήνει πίσω του μια ρημαγμένη ζωή, για να πάει κάπου στο άγνωστο, για να ξεκινήσει από την αρχή, από το μηδέν, με σκοπό η μελλοντική, φανταστική του ευτυχία να είναι η εκδίκησή του, και ξαναεπισκέπτεται ξανά και ξανά την παλιά του γειτονιά και εκβιάζει μέσα του τη συγκίνηση, και στα παλιά τα στέκια, εκεί που βγήκε τα πρώτα ραντεβού, παριστάνει τον τάχαμου συνταραγμένο, τον τάχα μου συγκλονισμένο, συλλογισμένος καθώς συγκρατεί ένα δάκρυ, ενώ στην πραγματικότητα ούτε και τότε είχε συγκλονιστεί - μη σου πω ότι κι εκείνα τα πρώτα ραντεβού ήταν μόνο κατά φαντασία και αφού φανταστεί συναισθήματα για φανταστικές εμπειρίες τρέχει να πάει σπίτι στο φανταστικό του μπλογκ για να τις καταγράψει και να φανταστεί ότι συγκλονίζει τους φανταστικούς του αναγνώστες.

Αυτός που δεν θυμάμαι το όνομά του

Εγώ τους αγαπάω τους τρελούς μου και θέλω να μαθαίνω νέα τους, να τους βλέπω ότι είναι καλά και ότι συνεχίζουν να τριγυρνάνε, να σουλατσέρνουν, όπως σουλατσέρνω κι εγώ τελευταία, όλη μέρα, όπως είδα εκείνον τον τύπο που δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά από τοτε που ήμουνα μικρός στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης αδιαλείπτως τριγυρνούσε στους δρόμους και μόνο μια φορά τον είδα να κάθεται, απέναντί μου για την ακρίβεια, και παίξαμε σκάκι, θα ήμουν δεκατρία, θα ήταν δεν ξέρω πόσο, ας πούμε εικοσιτρία, σ’ εκείνον τον σκακιστικό όμιλο που πρόεδρός του ήταν ένας τύπος, θείος ενός συμμαθητή μου, που ήταν, ο θείος, όχι ο συμμαθητής, παντρεμένος μια τύπισσα (που τού 'πεφτε) πολύ ωραία, ήταν σαν να λέμε η θεία του συμμαθητού περίπου καλλονή, και κάπως έτσι μάθαμε σκάκι τα δεκατριάρια, και μαζευόμασταν κάθε απόγεμα και μαλώναμε ποιος θα πρωτοπαίξει μια παρτίδα μαζί της, γιατί φορούσε κάτι μίνι και κάτι ντεκολτέ, και κάποιοι να στέκονται από πίσω και από πάνω της, τάχαμου κοιτούσαν την παρτίδα, αλλά την παίρναν μάτι, κι ένας να κάνει ότι παίζει μαζί της, σκεφτικός πολύ, για να μην τελειώσει ποτέ η παρτίδα, αλλά και συνάμα αδέξιος, και με κάθε κίνηση να ρίχνει χάμω από ένα πιόνι, και τρέχαμε όλοι μαζί να σκύψουμε κάτω απ’ το τραπέζι μπας και προλάβουμε να δούμε κάτω από τη φούστα της καλλονής, και μια μέρα δεν ξαναφάνηκε στον σκακιστικό όμιλο και ρώτησα τον συμμαθητή μου, πού είναι η θεία σου, ρε μαλάκα, άσ’ τα μου λέει, μην τα ρωτάς, χώρισε με το θείο μου, θα πάρουν διαζύγιο, τον κεράτωσε τον θείο, ήταν απαρηγόρητος ο ανιψιός, δεν ξέρω αν στεναχωριόταν για το θείο του τον κερατά ή που θα έχανε κι αυτός τη θεια την καλλονή, και μετά το διαζύγιο κράτησε αυτός, ο θείος, τον σκακιστικό όμιλο, η καλλονή δεν ξέρω τι, δεν την ξανάδαμε πια, μήτε και ξαναπαίξαμε σκάκι, και φοβάμαι ότι καμιάν μέρα με όλα αυτά τα ημιπραγματικά που ξεφουρνίζω εδώ μέσα θα μαζευτούν όλοι, τρελοί και μη, ο Θοδωράκης, ο Μπάμπης, ο αυτός που δεν θυμάμαι το ονομά του, ο θείος του συμμαθητή μου, ο συμμαθητης μου και θα με ρίξουν ένα γερό μπερντάχι ξύλο που δημοσιεύω τις δικές τους ιστορίες και το χειρότερο όλων είναι ότι απ’ όλους αυτούς μόνον η θεία η καλλονή του συμμαθητή δεν θα εμφανιστεί για να με δείρει.

Ναι, με θαύμασα τόσο, που μετά το instagram, το facebook, το twitter, το tumblr, το βάζω κι εδώ


Το δυναμικό τρίαθλο (powerlifting) θυμίζει κάπως την άρση βαρών. Εχει τρεις κινήσεις: το κάθισμα, την πίεση πάγκου και τις άρσεις θανάτου (άνευ πλάκας). Νομίζω πως στην Ελλάδα πρέπει να προσθέσουμε άλλες τρεις ασκήσεις στις ήδη υπάρχουσες τρεις του τρίαθλου: τη φτώχεια, την ανεργία, τον εκφασισμό. Πλέον το άθλημα θα λέγεται έξαθλο. Από την εξαθλίωση.

Θοδωράκης βήτα

Ποιος; Θοδωράκης; (συλλογισμένος) Όχι, δεν είχαμε ποτέ τέτοιον στη δουλειά. Και τώρα τι είπες ότι κάνει; παιχνίδια πουλάει; δεν θυμάμαι... (σκέφτεται). Πλανόδιος; Αααα! (Γελάει, κουνάει το κεφάλι). Θοδωράκος, έτσι τον φωνάζαμε, όχι Θοδωράκης. Ναι, βέβαια, εργάτης. Ναι, ναι, κάπως λειψός. Όχι, λαχείο δεν θυμάμαι να κέρδισε. Αναπηρική πήρε, πρόωρη, κάτι τέτοιο, ήξεραν οικογενειακώς ένα βουλευτή του πασόκ, αυτός τα κανόνισε. Μετά πουλούσε λαχεία. Και μετά τα παιχνίδια. Αυτοί πιο παλιά είχαν ένα σουπερμάρκετ. Δεν είχανε ανάγκη. Και πήγαινε και στηνότανε η μάνα του σε κάτι συσσίτια της εκκλησίας κι έπαιρνε κονσέρβες που μετά τις πουλούσε πανάκριβα στο σουπερμάρκετ. Βέβαια, γίνονταν πολλές κομπίνες τότε στα συσσίτια της εκκλησίας, θυμάμαι μια φορά εκείνος ο γείτονας (αλλάζει θέμα...)

17 Νοε 2013

Ο κύριος Μπάμπης

Ήταν δύο. Ο Μπαμπης ο ψηλός και ο Μπάμπης ο κοντός. Τα σβουράκια. Σβουρίζαν τα μάρμαρα. Κι όσο δουλέυανε, βρίζανε, τσακώνονταν, μεταξύ τους και με τους άλλους, σφυρίζανε, τραγουδούσανε. Ο Μπάμπης ο ψηλός κυρίως τραγουδούσε. Κι αμα δεν τραγουδούσε και δεν έβριζε, πάλι μιλούσε. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα. Είχε ωραία φωνή ο Μπάμπης ο ψηλός. Μ' έβλεπε που ίδρωνα και ζοριζόμουνα παριστάνοντας τον εργάτη κι ανάλογα τα κέφια του με έβριζε, με κορόιδευε, με συμπονούσε, με παρηγορούσε. Εγώ τον συμπαθούσα. Ανθρωπο που τραγουδάει είναι να μην τον συμπαθείς;
Οταν μετά από χρόνια τον ξανάδα, συνταξιούχος αυτός, τρόμαξα να τον γνωρίσω, σαν να είχε ζαρώσει. Ηξερα ότι είχε αρρωστήσει. Δεν ήξερα ότι μετά την επέμβαση δεν μπορούσε πια να μιλήσει, αυτός που ήταν λαλίστατος. Εγώ λέω (αυτός δεν λέει τίποτα) ότι τη ζημιά την έπαθε από τη σκόνη και τα φάρμακα που χρησιμοποιούσαν στα σβουράκια. Δεν μπορούσε να σβουρίζει τα μάρμαρα, να τραγουδάει και να φορά την προστατευτική μάσκα ταυτόχρονα.

Πρωί

Παλιά, το πρωί σαν ξυπνούσε, έφτιαχνε καφέ και διάβαζε τα νέα
Τώρα, το πρωί, σαν ξυπνά, φτιάχνει καφέ και κοιτά τον τοίχο
Που δεν έχει νέα να του πει
Θ' αρχίσει να κοιτάζει τον καφέ, μπας κι έχει κάνα νέο.

15 Νοε 2013

Επαναληπτικός

Έψαχνε μα δεν έβρισκε λόγια για να ντύσει εν είδει ιστορίας το πιο πρόσφατο συμπέρασμά του -ότι οι δεσμοί που στα δύσκολα αναπτύσσουν οι άνθρωποι δεν είναι ιδιαίτερα γεροί κι ούτε αντέχουν στο χρόνο, αντίθετα οι χαρές, τα γέλια και τα γλέντια είναι που σχεδον διαπάντός ενώνουν τους ανθρώπους, γιατί τα ζόρια θέλουμε να τα ξεχνάμε και μαζί με αυτά κι αυτούς με τους οποίους ζοριστήκαμε μαζί, άλλωστε κι αν το δεις μαθηματικά, είναι λιγότερες οι χαρές από τις στεναχώριες, όσοι περίπου είναι και κι αυτοί που τους κουβαλάμε (και μας κουβαλάνε) μέσα μας και δεν τους νιώθουμε σαν βάρος- κι εντέλει θυμήθηκε ότι καθόλου πρόσφατο δεν είναι αυτό το αυμπέρασμά του και πως το έχει ξαναγράψει και πάλι μη βρίσκοντας λέξεις για να ντύσει τον αφορισμό του, επανάληψη μήτηρ πάσης παθήσεως, πόσες φορές να σου το ξαναμαναπώ;

14 Νοε 2013

Μια βδομάδα κλεισμένος μέσα

Τις νύχτες, καμιά φορά, φεύγει και ψηλαφιστα στα σκοτεινά βρίσκει εύκολα το δρόμο για το νησί, σε ένα δωμάτιο ασφυκτικά γεμάτο, που κάτι κορίτσια με δερμάτινα, αντί να διαβάζουν για την εξεταστική του σεπτέμβρη παίζουν το kiss off των violent femmes με δύο ακουστικές κιθάρες και στα σωστά σημεία τραγουδούν όλοι μαζί γιέγιέ, και κάπου παραπέρα δύο μεθυσμένοι παρεξηγούνται μαλώνουν και τα ξαναβρίσκουν από το ένα ποτό στο άλλο κι όλοι μαζί οι παριστάμενοι κοροιδεύουν μέχρι που τον πιάνουν τα κλάματα τον νεοεισελθόντα από το διπλανό δωμάτιο που ήρθε να τους κάνει παρατήρηση για τη μουσική και τη φασαρία και του λένε τι παπούτσια είναι αυτά που φοράς ρε; και φεύγει να πάει να βάλει άλλα, και το πιο περίεργο είναι ότι μέσα σε αυτόν τον παραλογισμό και τη νιότη αυτός (αυτος, δηλαδή εγώ, και όχι εκείνος με τα παπούτσια) βρίσκεται με τη σημερινή του ιδιότητα χοντρος 112 κιλά κι έχει περάσει μια βδομάδα κλεισμένος σε αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου της κέρκυρας κι ειναι ντροπή που ακόμη δεν έχει πάει μια βόλτα στη σπιανάδα κι ανοίγει την πόρτα κι είναι νύχτα ακόμη, νοέμβρης μήνας σε μιαν άλλη πόλη κι ολα (θα) πανε κατά διαόλου.

Ο Θοδωράκης

Τον είδα πάλι τις προάλλες έξω από το ολύμπιον πριν από την τελετή λήξης του φεστιβάλ κινηματογραφου. Εννοείται, δεν περιμενε για να μπει μέσα. Αυτός, ως συνήθως, τα παιχνίδια του πουλούσε. Αυτή τη φορά κάτι σαν αλογάκια με μηχανισμό που κάνανε δυο-τρία βήματα στο έδαφος. Οπως πάντα, φαινόταν να τ' απολαμβάνει. Οπως πάντα, δεν τον είδα να πουλάει ούτε ένα.
Μη νομίσεις πως είναι χαριτωμένος επειδή μοιάζει να χαίρεται σαν παιδί με τα παιχνίδια του. Μάλλο γκροτέσκος είναι ο Θοδωράκης, ηλικιωμένος πλανόδιος πωλητής παιχνιδιών μέσα σε μαύρες σακούλες στο κέντρο της θεσσαλονίκης. Κάποτε, στα νιάτα του, μου είπαν, δούλευε σε εργοστάσιο. Βαριά χειρωνακτική εργασία. Είχε προβληματα με τον πατέρα του, κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι, και αν εξαιτίας του πατέρα του και της βίαιης συμπεριφοράς του χάζεψε ο Θοδωράκης ή αν τα προβλήματα οφείλονταν στην ελαφράδα του μυαλού του και αν την είχε από γεννησιμιού του την ελαφράδα στο μυαλό. Μια μέρα εμφανίστηκε στο εργοστάσιο και ανακοίνωσε ότι κέρδισε το λαχείο. Πολλά λεφτά. Εκατομμύρια. Δεν τον πίστεψε κανέις. Συνέχισε να δουλεύει. Οι συνάδελφοι του τον κορόιδευαν, τι δουλέυεις ρε Θοδωράκη, αφού τα 'χεις κονομήσει; ε και μια μέρα δεν ξαναπήγε για δουλειά, τον χάσαν οι συνάδελφοι. Κι έκτοτε, πολλά χρόνια τώρα, πουλάει παιχνίδια στο δρόμο, κάθε μέρα διαφορετικά, απ' αυτά που κανείς δεν αγοράζει.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι δεν θέλει πολύ για να καταλήξει έτσι ο οποιοσδήποτε. Αλλά μπορεί και να λέω βλακείες.

7 Νοε 2013

Μια πόλη

Καθε φορά που ήταν στις ομορφιές της
Κι αστράφταν γύρω της τα φλας των φωτογράφων
Την αποχαιρετούσε

5 Νοε 2013

Πορτρέτο με λέξεις γραμμένες με τα πόδια

Ένα περίεργο πράγμα - κάθε που αγχώνεται  στο κεφάλι του χιονίζει και το έδαφος μαύρο μπαμπάκι που ασπρίζει με κηλίδες κόκκινες του αίματος γεμίζει

3 Νοε 2013

τCιVί

Κατά περιόδους με ταξί άλλων μετακινούμενος συνήθως όχι μεταξύ αλλά με τα πόδια ή το λεωφορείο απασχολήθηκε στον ιατροφαρμακευτικό τομέα αλλά και στην ξυλεία (συσκευαστής γλωσσοπιέστρων), στη διαφήμιση (διανομέας φυλλαδίων, αφισοκολλητής αριστερών φοιτητικών σχημάτων), στα ΜΜΕ (λαθοθήρας), τη δημοσιογραφία (blogger), τη φωτογραφία (instagram), τη συγγραφή (ημερολόγια και αυτοβιογραφία) και σε μαρμαράδικο (χαμάλης). Αρθρα του φιλοξενήθηκαν  στον αστικό τύπο και αποτελεσαν διδακτέα ύλη στο πρόγραμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εχει καταλήξει πως εξαιρουμένης της αμισθί εργασίας τα καλύτερα πράγματα στον κόσμο είναι τζάμπα.

28 Οκτ 2013

Βιολάρης and the Bunnymen

Ακουγα και τραγουδούσα με πάθος εκο εντ δε μπάννυμεν σκεπτόμενος ότι δυστυχώς πάσχω από ενθουσιώδη πρόωρη εκτραγούδιση, δηλαδή μπαίνω στους στίχους με διαφορά ενός μέτρου από τον τραγουδιστή και συνήθως στη συνέχεια χάνω κι άλλα, πολλά μέτρα, με αποτέλεσμα να τελειώνω μια ολόκληρη στροφή πριν τον τραγουδιστή, κι η φωνή της Κ ξαφνικά να με ρωτάει μα καλά ακούς ουράηα χιπ, μα τι λες καλή μου, εξανέστην, τι ουράηα χιπ, δεν αναγνωρίζεις τους εκο εντ δε μπάνυμεν, ένα από τα καλύτερα νεοκυματικά γκρουπ όλων των εποχων; νεοκυματικο; απόρησε αυτή και παραδέχθηκε κυνικά την άγνοιά της: δεν ήξερα ότι ο βιολάρης  παίζει στους εκο εντ δε μπάννυμεν.