22 Αυγ 2013

à la manière de Protagon

O τελευταίος πιστός αναγνώστης αυτού του ιστολογίου, ο κύριος Παναγιώτης Μανδατζής, μού έστειλε την κάτωθι επιστολή, την οποία θεωρώ καλό να δημοσιεύσω, παρότι το παρόν ιστολόγιο τα έχει φάει τα ψωμιά του.
 
Μου τηλεφώνησε χθες, ύστερα από καιρό, ένας φίλος. Μια ζωή αριστερός. Από τους αγωνιστές. Απ’ αυτούς στα μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ. Συχνά συζητούσαμε για την κατάσταση της χώρας διαφωνώντας πάντα. Πολιτισμένα, εννοείται, κάνοντας διάλογο, χωρίς ύβρεις και λιθοβολισμούς και διαδικτυακά κυνήγια μαγισσών. Ομορφάντρας. Δεν μου άρεσε η Ελλάδα του, βέβαια, αυτήν στην οποία ηθικά και πνευματικά τόσα χρόνια η Αριστερά είχε κυριαρχήσει. Του το είχα πει τελευταία φορά που μιλήσαμε. Σαν να πειράχτηκε λίγο. Ξέκοψε. Έκανε καιρό ν’ ακουστεί. Μέχρι το χθεσινό, ξαφνικό τηλεφώνημά του.

Τελείωσε η κρίση, Πάνο, μού είπε. Αιφνιδιάστηκα. Τα έχασα. Δεν ήξερα τι να του πω. Τι εννοείς; ψέλλισα ταραγμένος. Είναι αφήγηση του 2011 η κρίση. Μέσα στο 2012 και στο 2013 ζήσαμε τ’ απόνερά της. Τώρα είναι απαραίτητο να σταματήσουμε να ασχολιόμαστε με αυτήν. Τελείωσε.

Εμεινα πολλή ώρα σκεφτικός μετά τη συζήτησή μας ανάμεσα σε βουνά από φωτοτυπίες, βιβλία και δίσκους βινυλίου. Ηπια λίγο λευκό κρασί. Μού ηρθε μια έντονη επιθυμία να δω τη θάλασσα. Μαύρες σκέψεις μ’ είχανε ζώσει. Βγήκα στους δρόμους ψάχοντας μιαν αλήθεια, τη δική μου αλήθεια.

Στάθηκα στου μανάβη, να αγοράσω ένα πεπόνι βιολογικό. Πώς πάνε οι δουλειές, κύριε Μανώλη; τον ρώτησα (ναι, είτε το πιστεύετε είτε όχι, Μανώλη τον λένε τον μανάβη μου!). Τον τελευταίο καιρό καλύτερα, κύριε Πάνο, σαν να κινείται ο κόσμος, σαν να έχει αναθαρρήσει η αγορά, μου είπε, πάντα χαμογελαστός και εξυπηρετικός ο Μανώλης ο μανάβης, δίνοντάς μου τα ρέστα και την απόδειξή μου. Ποτέ δεν ξεχνούσε τις αποδείξεις ο Μανώλης ο μανάβης. Για αυτό φυσικά και η κρίση δεν τον είχε χτυπήσει. Ο κόσμος ανταμείβει τον καλό έμπορο, τον ευσυνείδητο, που κόβει αποδείξεις. Οσοι κλείσαν τα μαγαζιά τους, προφανώς δεν κάνανε καλά τη δουλειά τους.

Με το πεπόνι αγκαλιά και τα δυο καρπούζια, που μού έκανε δώρο ο Μανώλης ο Μανάβης, κάτω απ’ τη μασχάλη, γυρνούσα στους δρόμους βαθιά συλλογισμένος. Γύρω μου, οικογένειες χαμογελαστές, άνθρωποι υπεύθυνοι που, αφού κατήρτισαν το σχετικό μπίζνες πλαν και πηραν την έγκριση από τον χρηματοοικονομικό τους σύμβουλο, μόνο τότε προχώρησαν στη δημιουργία οικογενείας. Παραπέρα, αγόρια και κορίτσια αγκαζέ, γόνοι καλών, ευκατάστατων και άρα ευτυχισμένων οικογενειών, που είχαν να πληρώσουν το αντίτιμο της ευτυχίας και τα δίδακτρα της επιτυχίας. Η πανσέληνος του Αυγούστου, τα μπαρ και τα καφέ γεμάτα, ένα σαξόφωνο να παίζει παλιές ρομαντικές επιτυχίες. Μα μήπως είχαν όλοι δίκιο; Μήπως είχε παρέλθει η κρίση; Μήπως είχα αφήσει τη μιζέρια και την γκρίνια να με τυφλώσουν χάνοντας έτσι αυτή την τόσο σημαντική ιστορική στιγμή που η χώρα επιτέλους ξεπέρασε την κρίση;

Ας είμαστε ρεαλιστές. Ό,τι έγινε, έγινε. Ό,τι πάθαμε, πάθαμε. Οσοι καταστράφηκαν, καταστράφηκαν. Ο κόσμος έχει κουραστεί από τη μιζέρια και την γκρίνια. Πρέπει όλοι μαζί να δημιουργήσουμε μια νέα πραγματικότητα. Ακόμη και αν είναι λίγο στρεβλή αυτή η πραγματικότητα. Δεν θα ξεπεραστεί αλλιώς η κρίση αν δεν πείσουμε πρώτα τον εαυτό μας ότι έχει ξεπεραστεί, ότι έχει τελειώσει, ότι είναι μπανάλ, κλισέ και πασέ να μιλάς πια για κρίση.

Ολοι αυτοί οι αριστεροί, σαν τον φίλο μου τον ομορφάντρα, κούρασαν και κουράστηκαν κι οι ίδιοι με την καταστροφολογία τους. Η κρίση είναι το παλιό. Το καινούργιο είναι ήδη εδώ. Για όσους επέζησαν να το απολαύσουν. Δεν είναι κρίμα και τρομερά αγενές να τους χαλάμε τη διάθεση επιμένοντας να συζητάμε για την κρίση;