28 Οκτ 2013

Βιολάρης and the Bunnymen

Ακουγα και τραγουδούσα με πάθος εκο εντ δε μπάννυμεν σκεπτόμενος ότι δυστυχώς πάσχω από ενθουσιώδη πρόωρη εκτραγούδιση, δηλαδή μπαίνω στους στίχους με διαφορά ενός μέτρου από τον τραγουδιστή και συνήθως στη συνέχεια χάνω κι άλλα, πολλά μέτρα, με αποτέλεσμα να τελειώνω μια ολόκληρη στροφή πριν τον τραγουδιστή, κι η φωνή της Κ ξαφνικά να με ρωτάει μα καλά ακούς ουράηα χιπ, μα τι λες καλή μου, εξανέστην, τι ουράηα χιπ, δεν αναγνωρίζεις τους εκο εντ δε μπάνυμεν, ένα από τα καλύτερα νεοκυματικά γκρουπ όλων των εποχων; νεοκυματικο; απόρησε αυτή και παραδέχθηκε κυνικά την άγνοιά της: δεν ήξερα ότι ο βιολάρης  παίζει στους εκο εντ δε μπάννυμεν.



26 Οκτ 2013

Του πολιούχου και του πολυέχου

Κατάρρους στη ρινική μου χώρα και στην υπό κατάρρευση ειρηνική χώρα σε κτίριο που καταρρέει συναυλία των Einstürzende Neubauten στο σαλόνι και κάτω από το μπαλκόνι οι μπάτσοι μπαλαρίνες γουρούνια δολοφόνοι φορούν πουέντ και εκτελούν χοιρογραφίες για την εθνική εορτή σαν χαίνουσα πληγή στην αορτή σου άγγιξα ευαίσθητη χορδή στάσου να αμολήσω μια πορδή δει δη και πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος και άνευ τούτων βρασταχεστακαικατούρατα βγάζουμε φώτο τις τρύπες στους τρισκατάρατους και τη σκατάρα τους να 'χεις τι σκατά θα κάνουμε με τόσους σώληνες

24 Οκτ 2013

Καιρικό δελτίο

Στα πόδια αντί παπουτσιών σακούλες. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Περπατούσα διαβάζοντας, με το βιβλίο ανοιχτό, στεγνό, παρά τη βροχή, το είχα βάλει κι αυτό σε σακούλα, γύριζα τις σελίδες μου μέσα σε αυτήν. Δεν είχε χώρο στο γραφείο. Μου λέγαν "τραβασαπέρα". Μέχρι που βγήκα έξω. Με άρεζε να είμαι έξω όμως. Εβρεχε. Κάθισα στη στάση λεωφορείου. Φεύγανε από την πόλη. Το ένα μετά το άλλο. Δεν έπαιρνα κανένα. Είχα ένα βιβλίο να τελειώσω. Σκοτείνιαζε. Συνέχισα να διαβάζω. Θα μπορούσα να πάω σπίτι μου. Αρνιόμουνα. Και αγελαδιόμουνα. Πρόσεχε πού θα βάλεις τον τόνο στην προηγούμενη λέξη. Σεξιστή. Δεν ήθελα να πάω σπίτι μου, πριν τελειώσει το βιβλίο. Οσο είχε έστω λιγοστό φως, θα καθόμουν έξω, να το διαβάζω. Δεν ξέρω αν είχα αγωνία για τη συνέχεια. Μάλλον όχι. Φιλολογικό ήτο το ενδιαφέρον. Μια οξεία περιέργεια. Μία βραχεία ξεροκεφαλιά. Μια περισπωμένη ανοησία. Στεκόμουν στη βροχή κι ας μην είχα παρά μόνον σακούλες για παπούτσια.


21 Οκτ 2013

Στίξεις σημείων

Σκέφτομαι με τραγούδια με αυτά αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα και το κουνούπι που παριστάνει τον λουγκάνις πάνω από τον καφε μου το thank you των λεντ ζεπελιν με είχε συγκινήσει το πρωί κι έλεγα να της το χαρίσω εγκαιρα θυμήθηκα οτι δεν της αρέσουν οι εν λόγω και σα να απεξαρτήθηκα από τα σόσιαλ μίντια αυτήν την εβδομάδα κι είναι κάτι εργάτες που παθαίνουνε το σύνδρομο της στοκχόλμης και ερωτεύονται και νοιάζονται και χολοσκάνε για τα αφεντικά τους πλέον όπως κατάλαβες γράφω όπως μου ρθει καθόλου δεν με νοιάζει πια να αρέσω να πω κάτι σημαντικό στον δημόσιο βίο να παρέμβω

20 Οκτ 2013

Η ιστορία μιας σαλάτας

Αν τα θυμάται και αν μού τα μετέφερε σωστά η ίδια η σαλάτα, που ήταν και μιας κάποιας ηλικίας, ο τσάρος πρέπει να την έκανε από τ' ανάκτορα το μάρτη μήνα του δεκαεφτά αφήνοντας στρωμένο το τραπέζι, που δεν τόλμησε κανείς να το ξεστρώσει ή να το αποφάει, μην τυχόν και θεωρηθεί θιασώτης της πολιτικής της κοιλιάς, που είν' αυτό το πραμα σαν να λέμε που όλοι θένε να γίνουνε πάγκαλοι στη θέση του πάγκαλου, κι ευτυχώς τα κρύα που πιάνουν χείμωνα καλοκαίρι στη ρωσία διατηρήσαν τα εδέσματα εις την ανακτορικήν τράπεζαν, κι ήταν πια οκτώβρης του δεκαεφτά που μπουκάρανε οι μπολσεβίκοι,  και ένας σπλαχνικός από τους κόκκινους την έσωσε τη σαλάτα που θα την τρώγανε αμάσητη οι αγροίκοι μπολσεβίκοι, και πέρασε από παππού σε πατερα γιο και εγγονό, καθως η ρωσία πέρναγε από λένιν σε στάλιν, κι από εκκαθαρίσεις, εξορίες, σιβηρίες, παγκόσμιους πολέμους και ψυχρούς, που στη διατήρηση της σαλάτας έκανε καλό, και σαν ήρθε η περεστρόικα πήρε να κακοφορμίζει κάπως, αμήν και πώς έκανε να γλιτώσει από του γέλτσιν τα δόντια και κατέληξε χωρίς χαρτιά σε αποθηκη έλληνος σουπερμάρκετ και περιμενε να έρθει η δική της η σειρά και περάσανε εντέλει χρόνοι ενενήντα έξι από το χίλια εννιακόσια δεκαεπτά, ημέρα σάββατο στη θεσσαλονίκη, που κατέληξε στο σπίτι μου η μπαγιάτικη ρώσικη σαλάτα που δεν είχε προκάμει να φάει ο τσάρος το δεκαεπτά, την έφαγα εγώ και με έπιασε τσιρλιό.

18 Οκτ 2013

Πώς κοπήκανε τα άκρα

Ημουνα μόνος στο τρένο. Εφευγα. Ηταν σχεδόν το τέλος. Το ήξερα. Εφευγα, άφηνα πίσω μου το τίποτα και χαιρόμουν για αυτό. Δεξιά και αριστερά από τις ράγες ερημιά. Ούτε άνθρωποι ούτε αντικείμενα, μόνο λευκό χαρτί. Εφευγα και λυπόμουν λιγάκι που δεν ήταν εκεί κανείς να με αποχαιρετήσει. Ξάφνου, αριστερά, εμφανίστηκε ένα κορίτσι. Εκλαιγε. Κάτι έψαχνε με το βλέμμα. Το τρένο ήταν έτοιμο  να ξεκινήσει. Εφευγα και πρωταγωνιστούσα στο ωραιότερο φινάλε όλων των εποχών. Εμένα έψαχνε το άγνωστο κορίτσι, σίγουρα, άλλωστε δεν υπήρχε κανείς και τίποτα άλλο εκεί παρά μόνον λευκό χαρτί. Εφευγα και το κορίτσι με το βλέμμα του κάποιον, εμένα, αναζητούσε και καθώς το τρένο ξεκινούσε είχα μια τελευταία ευκαρία να ζήσω μια εστω σύντομη ερωτική ιστορία, μέχρι που εμφανίστηκε από τα δεξιά ένας άλλος και φώναξε το κορίτσι με το όνομά του και καθώς πια  εγώ έφευγα οριστικά και το τρένο ήταν εν κινήσει απλώσανε τα χέρια να αγκαλιαστούνε αλλά τους ακρωτηρίασε η διερχόμενη αμαξοστοιχία. Είχα φύγει και πίσω μου το λευκό, κενό χαρτί ήτανε κόκκινο, βουτηγμένο στο αίμα. Ξύπνησα κι έφτιαξα καφε. Τουλάχιστον ξύπνιος ονειρεύομαι καλύτερα.

16 Οκτ 2013

Μεμιαβλακείαξεχνιέμαι

Καφκάζω και καγχάζω
Ιζζό ή θάνατος
Σιμενόν και σημαινόμενο
Ο Ντοστογιέφσκι ξεσκίζεται να κάνει σκι και τρώει πιροσκί
Και στη γιορτή τι να μονταλμπάνω;
Ποτέ μη λες ποτέ
Ποτέ Καμύ λες ποτέ;
Ποτέ καμήλες ποτέ.
Προυστ απ' εδώ τελειώνει η μπαταρία

13 Οκτ 2013

Μια αποθηκάριος

Δούλευε στις αποθήκες. Καθημερινά τοποθετούσε στα ράφια, αεροστεγώς σφραγισμένους, τους αναστεναγμούς των ανθρώπων. Ολων των ειδών τους αναστεναγμούς: πόνου, λύπης, αγανάκτησης, ηδονής... Τους τακτοποιούσε κατά είδος, κατά διάρκεια, κατά γένος, κατά αυθεντικότητα. Πριν, ήταν για χρόνια άνεργη. Οταν έπιασε δουλειά στις αποθήκες, χάρηκε. Ήταν αυτό που ζητούσε: μια δουλειά που δεν απαιτούσε τίποτε παραπάνω από σωματική κόπωση, χωρίς συναισθηματική, πνευματική ή άλλη επένδυση εκ μέρους της. Ηθελε να δουλεύει χωρίς να σκέφτεται. Ομως, ευρισκόμενη διαρκώς ανάμεσα στους στεναγμούς των ανθρώπων, πήρε ν' αναστενάζει κι αυτή, να μιμείται και να αναπαραγάγει τους αναστεναγμούς των άλλων. Μια μέρα θυμήθηκε ότι κάποτε ήταν ευτυχισμένη, μ' έναν καλό σύντροφο, που την περίμενε στο σπίτι - όμως δεν ήξερε καν το όνομά του, ούτε πώς και γιατί είχε υπάρξει ευτυχισμένη, είχε ξεχάσει το δρόμο προς το σπίτι, τι μεσολάβησε και βρέθηκε να ζει νύχτα μέρα σε μια αποθήκη με τους αναστεναγμούς των άλλων που τους είχε κάνει και δικούς της.


10 Οκτ 2013

Τι δεν μου λείπει στην Ελλάδα


Να με συγχωρείτε, θα γίνω κακός. 
Και άδικος. Και υπερβολικός. Και γραφικός. Και καημένος. Και μίζερος. Και γκρινιάρης.
Αλλά διάβασα μόλις ένα άρθρο με τίτλο "Τι δεν σου λείπει από την Ελλάδα;". Δεκαπέντε άνθρωποι που έχουν φύγει από την Ελλάδα, που έχουν μεταναστεύσει και ζουν στο εξωτερικό, δίνουν τη δική τους απάντηση. Καμία από τις απαντήσεις δεν είναι άστοχη. Φαντάζεσαι λίγο πολύ τι είναι αυτό που δεν τους λείπει από την Ελλάδα, όλ' αυτά τους διώξανε απ' εδώ: η γκρίνια, η μιζέρια, η κακογουστιά, η λαμογιά, το ανοργάνωτο κράτος, η αγένεια, ο φόβος, η μιζέρια. Η λίστα είναι ατελείωτη και σε γενικές γραμμές εύστοχη.
Ομως θέλω να ρωτήσω "τι έκανες εσύ για να τα αλλάξεις όλα αυτά που σ' ενοχλούν στην Ελλάδα;". 
Σωστά, έφυγες. Δικαίωμά σου, αδιαμφισβήτητο.

Επίσης, ξέρω ότι δεν με ρώτησε κανείς, ούτε νοιάζεται κανείς, αλλά στην ερώτηση "Τι δεν μου λείπει στην Ελλάδα;" η απάντησή μου είναι "Δεν μου λείπει να ξέρω τι δεν λείπει από την Ελλάδα σε όσους έχουν φύγει απ' αυτήν". 
Και να με συγχωρείτε. 

9 Οκτ 2013

Ζωή σε λούπα

Ξυπνάει, αν και αυτό έχει πολλές φορές αμφισβητηθεί ακόμη και από τον ίδιον, κάθε πρωί και κάθεται σε αυτό το χωρίς παράθυρα γραφείο και κοιτάζει τον υπολογιστή υποκρινόμενος ότι κάνει κάτι πολύ σημαντικό και δημιουργικό και από το μέσα γραφείο το κορίτσι που όλο δουλεύει δουλεύει δουλεύει κοιτάει ανάμεσα στα δουλεύει της  έξω από το παράθυρο και του περιγράφει τι βλέπει, παλιότερα έναν παππού με φαρδουλά σώβρακα στο απέναντι διαμέρισμα αριστερά που καθόταν κι έγραφε σε μια γραφομηχανή, μόνο που τώρα πια έχουν εξαφανιστεί κι αυτός και η γραφομηχανή, ωστόσο το κορίτσι εξακολουθεί να δουλεύει δουλεύει δουλεύει και ανάμεσα στα δουλεύει της τού λέει για την κυρία στο απέναντι ακριβώς διαμέρισμα που βγάζει το σκυλάκι της στο μπαλκόνι και του κάνει μασάζ για να μπορέσει να χέσει και για τις τράκες των αυτοκινήτων στη διασταύρωση, και τώρα τελευταία του λέει και για τον ζητά που ξεκνινάει από κάτω τον δρόμο και βαράει την κόρνα του να φύγουν τα διπλοπαρκαρισμένα και ανεβαίνει σιγά σιγά μέχρι απάνω και κάνει το γύρο του τετραγώνου και όσο αυτός ανεβαίνει και μέχρι να κάνει το γύρο του τετραγώνου ακριβώς από πίσω του εμφανίζονται άλλα διπλοπαρκαρισμένα και ξανά από την αρχή, η ζωή του ζητά σε λούπα, η ζωή του κοριτσιού σε λούπα, η δική του ζωή σε λούπα, σήμερα είπε να σπάσει τη λούπα, πήγε κι αγόρασε μια μαύρη μπογιά παπουτσιών για να βάψει εκείνα τα μπορντό τα μεταχειρισμένα παπούτσια που του είχαν χαρίσει γιατί δεν άντεχαν να τον βλέπουν μονίμως με τα παλιά του τα ξεσκισμένα, αλλά δεν τα φορούσε γιατί δεν ταίριαζε το μπορντό με τα ρούχα του ενώ τώρα που θα τα βάψει μαύρα θα ταιριάζει και με τα δικά του χάλια. 

7 Οκτ 2013

Δοκιμάζοντας την εφαρμογή blogger για το κινητό

Kαθε φορά που στρώνουμε τα καθαρά σεντόνια, νιώθω λακές λεκές, λίπος στα σαγόνια χοντρου γραφειοκράτη που θέλει το κορίτσι να ρίξει στο κρεβάτι που στρώνω με καθαρα σεντόνια κι ύστερα κρύβομαι για να τους πάρω ματι και να γράψω τη μάχη τους με τό χάρο στα μαρμαρένια αλώνια πώς λέρωσαν τα καθαρά μου τα σεντόνια και μετά να εκβιάσω τον γραφειοκράτη,  είναι μια καλοστημένη απάτη.

4 Οκτ 2013

Τρία χρόνια ελονοσίας

Γράφει ο Ρισάρντ Καπισίνσκι στο ολοένα και πιο ενδιαφέρον βιβλίο του "Εβενος, το χρώμα της Αφρικής": 
"H κρίση ελονοσίας δεν είναι μόνο πόνος, αλλά, όπως κάθε πόνος, είναι επίσης και ένα μυστηριακό βίωμα. Μπαίνουμε σε έναν κόσμο για τον οποίο μια στιγμή νωρίτερα δεν γνωρίζαμε τίποτα, που ωστόσο αποδεικνύεται πως υπάρχει δίπλα μας και στο τέλος μας καταλαμβάνει, γινόμαστε μέρος του: ανακαλύπτουμε μέσα μας παγωμένους λάκκους, γκρεμούς, αβύσσους, η παρουσία των οποίων μας γεμίζει φόβο. Ομως η στιγμή της ανακάλυψης περνάει, τα πνεύματα μάς εγκαταλείπουν, αποχωρούν και εξαφανίζονται, και αυτό που μένει στη θέση τους, κάτω από το βουνό των σκεπασμάτων, είναι πράγματι άξιο για λύπηση. 
Επειτα από μια δυνατή κρίση ελονοσίας ο άνθρωπος είναι ράκος. Κείτεται σε μια λίμνη ιδρώτα, συνεχίζει να έχει πυρετό, δεν μπορεί να κουνήσει ούτε τα χέρια του ούτε τα πόδια του, όλα τον πονάνε, έχει ζαλάδες και τάση για εμετό. Είναι εξαντλημένος, αδύναμος, αφυδατωμένος. Ενας τέτοιος άνθρωπος, όταν κάποιος τον κουβαλάει, δίνει την εντύπωση ότι δεν έχει ούτε κόκαλα ούτε σάρκα. Και θα περάσουν πολλές μέρες για να σταθεί στα πόδια του". 

ΥΓ. Εξυπνα παιδιά είστε, τις αντιστοιχίες με την οικονομική κρίση θα τις κάνετε μόνοι σας, όσο ακούτε το ασματάκι. 


3 Οκτ 2013

Φυσάει πολύ σήμερα στο κεφάλι μου

Διαβάζω την είδηση για τις (μαύρες και άραχλες) προβλέψεις του Ινστιτούτου Ερευνών της ΓΣΕΕ για την ανεργία. Στη συνέχεια διαβάζω σχόλια στα social media σχετικά με τις προβλέψεις του ΙΝΕ. Τα σχόλια στη συντριπτική τους πλειοψηφία καταλήγουν αγανακτισμένα στη φράση "μα πού σκατά είναι οι ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες άνεργοι και γιατί δεν εξεγείρονται, γιατί δεν σηκώνονται επιτέλους από τους καναπέδες και τις καφετέριες; Δεν έχουν πια τίποτε να χάσουν". Λάθος προσέγγιση του ζητήματος, νομίζω. Αυτοί που είναι πιο εύκολο να ξεσηκωθούν, γιατί ακόμη δεν τους έχει τσακίσει τελείως το σύστημα, είναι αυτοί που έχουν ακόμη κάτι να χάσουν. Γιατί έχουν ακόμη κάτι χειροπιαστό να διεκδικήσουν. Να μην απολυθούν, για παράδειγμα. Να μη μειωθεί κι άλλο ο μισθός τους. Οι άνεργοι τι διεκδικούν; Να βρουν δουλειά; Σωστά, να βρουν δουλειά. Μόνο που -και νομίζω πως το έχω ξαναπεί- η εύρεση εργασίας δεν είναι συλλογική διαδικασία. Το αίτημα "δουλειά για όλους" είναι συλλογικό. Αλλά η πράξη αυτή καθαυτή αναζήτησης και εξεύρεσης εργασίας είναι μάλλον μοναχική. Και επιπλέον οι υπόλοιποι άνεργοι είναι συνδιεκδικητές μιας θέσης εργασίας, άρα (κακώς, πολύ κακώς, αλλά συμβαίνει) είναι ανταγωνιστές. Το ξέρω, κανονικά θα έπρεπε όλοι οι άνεργοι μαζί να παλέψουν για το δικαίωμα στην εργασία με ασφάλιση και ικανοποιητικούς μισθούς. Ναι, τα ξέρω αυτά. Ομως, η πολιτική ως πολιτική, η συλλογική διεκδίκηση επίσης, είναι κάτι που αφήνει αδιάφορο αυτόν που έχει απολυθεί. Ο απολυμένος μένει μόνος και μπαίνει στη χειρότερη φάση ιδιώτευσης. Αποκτά ανοσία στα προβλήματα των άλλων. Όλα του φαίνονται μικρότερα από τα δικά του: "Τι να μου πεις κι εσύ που σου κόβουν το μισθό, εδώ εγώ είμαι άνεργος". Αυτό σκέφτεται. Και ζορίζεται να νιώσει αλληλεγγύη. Αυτό που καίει τον άνεργο είναι να βρει μια δουλίτσα. Εστω (πια, δυστυχώς) και με 300 ευρώ. Μόνο έχοντας μια δουλίτσα θα μπορέσει στη συνέχεια να διεκδικήσει κάτι παραπάνω, συλλογικό. Γιατί, χάνοντας την εργασία σου, έτσι όπως κινούνται τα περισσότερα σωματεία, σημαίνει ότι παύει και η ύπαρξή σου ως διεκδικητικό υποκείμενο. Οι άνεργοι για τις περισσότερες επαγγελματικές ενώσεις είναι μια ενοχλητική πραγματικότητα που την κρύβουν κάτω από το χαλί. Άλλωστε, επειδή μιλάμε για "επαγγελματικές" ενώσεις, από τη στιγμή που παύεις να ασκείς το επάγγελμα λόγω ανεργίας, για ποιο λόγο να ασχολούμαστε μαζί σου; λένε κάποιοι φωστήρες των επαγγελματικών ενώσεων.
Ξέρω ότι πολιτικά αυτά που γράφω είναι εξοργιστικά. Ηττημένα. Συντηρητικά. Υπάρχουν σε κάθε γειτονιά πρωτοβουλίες ανέργων στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί ο άνεργος ώστε να βγει από τη φάση της απόλυτης ιδιώτευσης και να μπει στη φάση της διεκδίκησης. Τα ξέρω όλα αυτά. Δεν δικαιολογώ κανέναν. Περιγράφω μπας και καταλάβουν όλοι όσοι απορούν γιατί δεν ξεσηκώνονται οι άνεργοι. Να ξεσηκωθούν για να διεκδικήσουν τι, πέρα από το "πουτάνα όλα";  

  

1 Οκτ 2013

Παραπάνω από ένας τρόποι για να τσακιστούν τα κόκαλα

Διακρίνω τις τελευταίες μέρες στα ίδια λίγο πολύ άτομα που καταδικάζουν τη βία απ' όπου και αν προέρχεται ή που τέλος πάντων δεν θεωρούσαν ιδιαιτέρως πολιτική κίνηση το σπάσιμο της κεφάλας ενός χρυσαυγίτη μια τάση που την περιγράφει πολύ καλά ο William Hazlitt στο (δεν ξέρω τι σκατά είναι ακριβώς, ας το πω) δοκίμιό του "Η ηδονή του μίσους". Ο συγγραφέας περιγράφει μια απολύτως σιχαμερή αράχνη που τη βλέπει να έρχεται προς το μέρος του, αλλά επειδή έχει ανθρωπιστικά συναισθήματα, δεν σηκώνει το πόδι του να τη λιώσει - αντίθετα, της κάνει χώρο και την αφήνει να περάσει. Με ανακούφιση τη βλέπει, να απομακρύνεται. Απαρνούμαστε, γράφει ο συγγραφέας την εξωτερίκευση της βίας, ωστόσο αυτή υπάρχει μέσα μας με τη μορφή της σιχασιάς που μας προκαλεί η θέα της αράχνης. Δεν ποδοπατούμε το "κακόμοιρο το πλασματάκι", αυτό θα ήταν βάρβαρο και απάνθρωπο, αλλά το κοιτούμε με αποστροφή βασιζόμενοι στην εμφάνισή του και όχι στο κατά πόσον κρύβει ή όχι δηλητήριο μέσα του. Αυτή η αράχνη θα μπορούσε να είναι η κόρη του Μιχαλολιάκου, που, ναι ξέρω, είναι μια αράχνη γεμάτη ναζιστικό δηλητήριο, ένα σκατόψυχο πλάσμα. Αλλά τι σχέση έχει αυτό με την εμφάνισή της; Και τι αποδεικνύουν τα σχετικά σχόλια (όχι μόνο τα σεξιστικά για την κόρη Μιχαλολιάκου αλλά και για τα ομοφοβικά για τους φυλακισμένους χρυσαυγίτες) για όσους τα κάνουν; Μέχρι κι ο φυσιογνωμισμός εμφανίστηκε στα "αστειάκια" αυτά, του στιλ "ε, με τέτοια φάτσα ο τάδε χρυσαυγίτης τι περίμενες να είναι; γιατρός; φυσικά και θα είναι μαστροπός". Ο,τι κάνουν δηλαδή οι φιλήσυχοι πολίτες με όσους έχουν "αποκλίνουσα" εμφάνιση. Κατά τ' άλλα ενοχλούνται κάποιοι απ' το "ξύλο στους φασίστες".