24 Δεκ 2014

Αναβελαγμός*

Ήταν ένας που, όταν ξανάρχισε το κάπνισμα, ξανάρχισε να βλέπει τηλεόραση. Αυτά τα δύο γεγονότα μπορεί να σχετίζονταν μεταξύ τους, μπορεί και όχι. Δεν ήξερε. Η επιστήμη δεν είχε ασχοληθεί με την περίπτωσή του. Αν σχετίζονταν μεταξύ τους τα δύο αναμφίβολα θλιβερά και καταδικαστέα γεγονότα, το υπουργείο Υγείας θα έπρεπε να προειδοποιεί «προσοχή, το κάπνισμα προκαλεί τηλεόραση». Ή ενδεχομένως θα μπορούσε να προστεθεί ενας καινούργιος χαρακτηρισμός καταλληλότητας στα τηλεοπτικά προγράμματα: «Ακατάλληλο, αναπόφευκτη η χορήγηση νικοτίνης». Περιφερόταν στους δρόμους συλλογιζόμενος ότι το μοναδικό άλλο πράγμα που βγαίνει περιφορά είναι ο επιτάφιος. Η δική του περιφορά ήταν μάλλον μικρής ενορίας – για την ακρίβεια δεν τον συνόδευε κανείς, πέραν των φανταστικών του φίλων, φανταστικών όχι από άποψη ποιότητας, αλλά αποκυήματα της φαντασίας του. Μια φορά, στον ύπνο του, ακόμη κι ο ίδιος παράτησε τη δική του την περιφορά, αναμφίβολα ανάρμοστη συμπεριφορά, και μπήκε σ' ένα σινεμά. Ηταν γεμάτο, έψαχνε κάπου να κάτσει. Είδε μία θέση και μοναδική δίπλα σ' ένα κορίτσι που όμως επιδεικτικά δεν τον άφησε να κάτσει. Εμεινε να στέκεται και να κοιμάται όρθιος εκεί σκεπτόμενος ότι κοιμόταν πάρα πολύ. Κι ότι ο ύπνος -καταπώς λένε- είναι ένας μικρός θάνατος. Κι ότι η ζωή είναι ένα πεδίο μάχης. Κι ότι αυτή η εκούσια, άνευ όρων παράδοση στον ύπνο δεν ήταν δείγμα καθαρής συνείδησης, αλλά περισσότερο μια άνευ όρων παράδοση, μια παραίτηση από τη μάχη. Αναρωτήθηκε αν αισθανόταν σαν τον Πρωτεσίλαο, που αρχικά δεν θυμόταν το όνομά του, αλλά έγραψε στο γκουγκλ «ο πρώτος νεκρός στην Τροία» και το γκουγκλ του απάντησε ευθύς αμέσως, ο οποίος Πρωτεσίλαος είχε, λέει, υπόψη του το χρησμό ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατήσει το σανδάλι του στην Τροία θα πέσει νεκρός και ωστόσο οικειοθελώς και με αυταπάρνηση αφέθηκε να σκοτωθεί. Κατόπιν σοβαρής σκέψεως αποφάνθηκε πως τελικά δεν αισθανόταν σαν τον Πρωτεσίλαο. Ουδεμία αυταπάρνηση. Μόνον μια σκέτη άρνηση. Αρνησίλαος δηλαδή. Ή μήπως, εφόσον πάει σαν το πρόβατο στη σφαγή, Αρνισίλαος; 

* έτσι στενάζουνε τα πρόβατα, τώρα το αποφάσισα. 

23 Δεκ 2014

διάλυμα

είναι λίγο χαμηλά ο ήχος, άνοιξε τη φωνή.

Τρία (όχι και τόσο) ασύνδετα σημεία για τον Γιόζεφ Ροτ

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Trollingstone στις 24/02/2013
1) O Γιόζεφ Ροτ είναι ο κατεξοχήν γραφιάς-συγγραφέας. Εργαζόταν στις εφημερίδες αλλά δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό του δημοσιογράφο ("δεν είμαι δημοσιογράφος ούτε ρεπόρτερ, είμαι συγγραφέας και όχι μάστορας άρθρων για πρωτοσέλιδα"). Όλη του τη ζωή έκανε δύο πράγματα: έγραφε και έπινε. Μιλάμε για έναν τρομέρο πότη (διόλου τυχαία, η τελευταία νουβέλα που πρόλαβε να ολοκληρώσει πριν από τον πρόωρο θάνατό του έχει τίτλο "Ο θρύλος του Αγίου Πότη") αλλά και για έναν τρομερά παραγωγικό συγγραφέα, ο οποίος πεθαίνοντας στα 45 του χρόνια είχε ήδη προλάβει να γράψει καμιά εικοσαριά μυθιστορήματα και νουβέλες.

Η συγγραφή περιμένει να την απολαύσεις

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο TrollingStone στις 09/02/2013

Εστώ ότι είσαι σερβιτόρος και ονειρεύεσαι να γίνεις συγγραφέας. Στο εστιατόριο όπου εργάζεσαι συχνάζει το είδωλό σου, ο Φίλιπ Ροθ. Τ' αφεντικά σου, επειδή ξέρουν την τρέλα που σε δέρνει, σ' εχουν βάλει να υπογράψεις χαρτί που λέει ότι δεν θα τον ενοχλήσεις ποτέ με τις λογοτεχνικές σου μπούρδες. Και δεν τον ενοχλείς. Άλλωστε, δεν έχεις και κάτι της προκοπής να του δείξεις. Ερχεται μια υπέροχη μέρα όμως που τα καταφέρνεις: έχει μόλις εκδοθεί το πρώτο σου μυθιστόρημα. Με τίτλο "Αρχίδια".

Εγώ κι ο Ερνέστος

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο TrollingStone στις 27/01/2013

Ο Ερνέστος ήταν (είναι ακόμη;) ένα καφέ, στο Λιστόν της Κέρκυρας, δίπλα στον Κοχλία. Στου Ερνέστου καθόμασταν όποτε δεν βρίσκαμε να κάτσουμε στου Κοχλία, όπου συχναζε όλο το τρέντυ φοιτηταριάτο, διαβάζαμε "Πριν", "Προλεταριακή Σημαία" και "Ελευθεροτυπία" (την παλιά, την καλή) και χαζεύαμε την πασαρέλα. Ο χρόνος τότε έμοιαζε ατελείωτος και όλος δικός μας. Τελικά δεν ήταν. Ούτε ατελείωτος, ούτε δικός μας.

16 Δεκ 2014

“Οδυσσέας”: Ένας χρόνος αγώνα ενάντια στον Κύκλωπα του κράτους

Και κάτι -επιτέλους- σοβαρό.
 
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Αυτές τις μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από την έναρξη της πιο δύσκολης φάσης της περιπέτειας του
Σχολείου Αλληλεγγύης “Οδυσσέας”, μιας εθελοντικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη που από το Δεκέμβρη του 1997 διδάσκει αδιαλείπτως εντελώς δωρεάν ελληνικά, αλλά και ξένες γλώσσες, σε μετανάστες, πρόσφυγες, παλιννοστούντες και ντόπιους, με 7000 περίπου μαθητές να έχουν περάσει ως τώρα από τα θρανία του. Η περιπέτεια αυτή, για όσους δεν γνωρίζουν την υπόθεση, έχει ξεκινήσει το 2012 με τον έλεγχο των λογιστικών του βιβλίων από την Εφορία και την επιβολή εις βάρος του ολωσδιόλου άδικων και καταφανώς δυσβάσταχτων προστίμων (62.000 ευρώ περίπου) για τυπικές και γραφειοκρατικές παρατυπίες στα λογιστικά του βιβλία. Για την ιστορία, αυτές οι παρατυπίες συνίσταντο κυρίως σε λογιστικές παραλείψεις που παρουσίαζαν τα – εκ του νόμου μη φορολογητέα- έσοδα του Σχολείου κατά πολύ λιγότερα από τα έξοδα της περιόδου 2001-09, και σε εκπρόθεσμη προσκόμιση αποδείξεων είσπραξης και πάλι μη φορολογητέων ποσών της ίδιας περιόδου.

Στις αρχές Δεκεμβρίου 2013 λοιπόν, κινήθηκε αυτόφωρη διαδικασία εις βάρος του νόμιμου υπεύθυνου του “Οδυσσέα”, Αντώνη Γαζάκη, προέδρου του ΔΣ, καθώς τα επιβληθέντα πρόστιμα του 2012 μετατράπηκαν σε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο λόγω αδυναμίας καταβολής των χρημάτων, αφού ο “Οδυσσέας” εδώ και αρκετό καιρό δεν είχε παρά αμελητέα έσοδα, και καμία περιουσία φυσικά.

Μπροστά στο πολύ ορατό ενδεχόμενο να δικαστεί και να καταδικαστεί ο Αντώνης Γαζάκης και να κινδυνέψει, όντας εκπαιδευτικός στη δημόσια εκπαίδευση, με πειθαρχικές κυρώσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και στην αργία/απόλυσή του, αλλά και για να μην επικρέμαται αιωνίως αυτό το χρέος πάνω από τον “Οδυσσέα”, η Γενική Συνέλευση των μελών του, έχοντας στο πλευρό της έκτοτε αλληλέγγυα εκπαιδευτικά σωματεία, αντιρατσιστικές οργανώσεις, μεταναστευτικές οργανώσεις, πολιτικούς χώρους και άτομα, αποφάσισε να προχωρήσει άμεσα σε ρύθμιση των οφειλών και την αποπληρωμή του ποσού των σχεδόν 78.000 ευρώ μαζί με τις προσαυξήσεις σε 43 δόσεις των 1810 ευρώ, και ταυτόχρονα να επιδιώξει την πολιτική ρύθμιση του ζητήματος εκ μέρους της πολιτείας, είτε μέσω μιας διαγραφής της οφειλής είτε μέσω μιας κρατικής χρηματοδότησης ίσου ύψους με αυτή.

Πράγματι, η έναρξη της καταβολής των δόσεων, με χρήματα που μαζεύτηκαν με κόπο από αλληλέγγυους, οδήγησε στην αναστολή της δίωξης του προέδρου του ΔΣ για όσον καιρό θα αποπληρώνεται με συνέπεια η οφειλή, μέχρι τη συνολική αποπληρωμή της. Ως το Δεκέμβρη του 2014 είχαν καταβληθεί περίπου 22.000 ευρώ που συγκεντρώθηκαν μετά κόπων και βασάνων, μέσα από μηνιαίες εισφορές μελών και φίλων του “Οδυσσέα”, από έκτακτες οικονομικές εισφορές εκπαιδευτικών σωματείων και άλλων οργανώσεων, από εκδηλώσεις οικονομικής ενίσχυσης (πάρτι, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις κα.), και από τον οβολό διαφόρων αλληλέγγυων ατόμων, ακόμη και παλιότερων μαθητών του. Ο “Οδυσσέας” είναι κάτι παραπάνω από ευγνώμων προς όλους αυτούς, γιατί δεν θα είχε καταφέρει να φτάσει αλώβητος ως εδώ μόνο με τις δικές του δυνάμεις.

Παράλληλα με τη συγκέντρωση των χρημάτων για τη συνεπή αποπληρωμή των δόσεων, ο “Οδυσσέας” και οι φίλοι του ξεκίνησαν μια μεγάλη εκστρατεία ενημέρωσης της κοινής γνώμης και ταυτόχρονα πολιτικής πίεσης. Δόθηκαν συνεντεύξεις τύπου, έγινε παράσταση διαμαρτυρίας στην Α΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, διοργανώθηκαν δημόσιες εκδηλώσεις-συζητήσεις για το συγκεκριμένο θέμα, δημοσιεύτηκαν ρεπορτάζ και άρθρα γνώμης στον τοπικό και αθηναϊκό τύπο, έγιναν τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά ρεπορτάζ, αφιερώματα και παρεμβάσεις, κοινοποιήθηκε το ζήτημα ευρέως και στο διαδίκτυο, με αποκορύφωμα ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο twitterstorm, και ο “Οδυσσέας” έγινε -δυστυχώς όχι για τους λόγους που θα ήθελε- γνωστός σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό από ό,τι στο παρελθόν.

Σε πολιτικό επίπεδο, ένα ψήφισμα υπέρ του “Οδυσσέα” έχει ήδη υπογραφεί από δεκάδες φορείς, συλλογικότητες και οργανώσεις, μεταξύ των οποίων ο Δήμος Θεσσαλονίκης, η ΟΛΜΕ, το ΕΚΘ, και άλλοι από όλη τη χώρα, αλλά και το εξωτερικό. Το ίδιο ψήφισμα, με τη μορφή έκκλησης προς το Υπουργείο Οικονομικών έχει συγκεντρώσει μέχρι σήμερα πάνω από 4000 διαδικτυακές υπογραφές και συνεχίζει. Κατατέθηκε επίσης αίτηση ακύρωσης των φύλλων ελέγχου που οδήγησαν στα πρόστιμα εις βάρος του. Στο πλευρό του “Οδυσσέα” έχουν ταχθεί κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΔΗΜΑΡ και οι ΑΝΕΛ, έχουν κατατεθεί ερωτήσεις στη Βουλή για το θέμα, ενώ μετά από το twitterstorm που αναφέρθηκε πιο πάνω, ο τότε Γενικός Γραμματέας Εσόδων του ΥΠΟΙΚ, Χάρης Θεοχάρης, παραδέχτηκε δημόσια ότι πρόκειται για μια μεγάλη αδικία λόγω υπερβάλλοντος ζήλου και δεσμεύτηκε να κάνει ό,τι μπορεί για να διορθωθεί.

Δυστυχώς όμως παρά τις δεσμεύσεις, και παρά το γεγονός ότι έχει λάβει γνώση του θέματος ο υφυπουργός Οικονομικών, το Υπουργείο Παιδείας, και ο Γενικός Γραμματέας Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής και άλλοι κυβερνητικοί/υπηρεσιακοί παράγοντες, καμία θετική εξέλιξη δεν υπάρχει από την πλευρά της κυβέρνησης μέχρι τώρα. Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα βέβαια ακούσαμε για ΜΚΟ που -σε αντίθεση με τον “Οδυσσέα”- έπαιρναν τεράστιες χρηματοδοτήσεις, συχνά για ανύπαρκτο έργο, αλλά βρίσκονται στο απυρόβλητο γιατί όλα τα έκαναν νομότυπα, για εταιρείες που γλίτωναν τη φορολόγησή τους μέσω Λουξεμβούργου, για “επιχειρηματίες” που έχουν φεσώσει το ελληνικό δημόσιο εκατομμύρια ευρώ και αποφυλακίζονται πληρώνοντας εγγυήσεις μεγαλύτερες από τα συνολικά χρέη του “Οδυσσέα” για να κάνουν πάρτι στη Μύκονο.
Όλα αυτά δεν μπορούν παρά να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κανενός είδους πολιτική βούληση εκ μέρους της παρούσας κυβέρνησης να άρει την κατάφωρη και πανθομολογούμενη αδικία. Οι διάφοροι φορείς της δηλώνουν αναρμόδιοι, υποχρεώνοντας έτσι ανθρώπους που έχουν αφιερώσει αφιλοκερδώς πολύτιμο χρόνο και ενέργεια στον “Οδυσσέα” και έχουν χτυπηθεί από την οικονομική κρίση, να αναζητούν διαρκώς τρόπους για να εξασφαλίσουν τις δόσεις της ρύθμισης και, κατά συνέπεια, την επιβίωση του “Οδυσσέα”, μιας οργάνωσης με αναγνωρισμένο κοινωνικό έργο. Αν κάνουμε λάθος, ας μας διαψεύσει η ίδια η κυβέρνηση με πράξεις.

Ένα χρόνο μετά λοιπόν, ο “Οδυσσέας” συνεχίζει να πιέζει για μια οριστική πολιτική λύση που θα τον λυτρώσει από τον βραχνά των δόσεων το συντομότερο δυνατό. Οι οικονομικές δυνατότητες και αντοχές του όμως έχουν φτάσει σχεδόν στο όριο τους. Τα 1810 ευρώ συγκεντρώνονται όλο και δυσκολότερα. Γι' αυτό, αποφασίστηκε πριν μερικές μέρες να προχωρήσει σε νέα ρύθμιση κάνοντας χρήση της πρόσφατης τροπολογίας για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο. Έτσι, θα καταβάλλει πλέον 823 ευρώ το μήνα, αυξάνοντας των αριθμό των μηνιαίων δόσεων σε 72 (6 χρόνια!), ώστε να αποδυθεί με λιγότερο άγχος στον αγώνα για την καλύτερη δυνατή πολιτική λύση στο ζήτημα, απαιτώντας από την όποια κυβέρνηση να κάνει άμεσα το αυτονόητο: σεισάχθεια για τον “Οδυσσέα” με τον ένα ή τον άλλο τρόπο!

Καλούμε όλους τους φορείς, τις συλλογικότητες, τις οργανώσεις και τα αλληλέγγυα άτομα που μοιράζονται τις αρχές, τις ιδέες και τους σκοπούς του “Οδυσσέα” να σταθούν στο πλευρό του και να τον στηρίξουν πολιτικά, ηθικά, οικονομικά, ώστε να φτάσει στην Ιθάκη αυτής της περιπέτειας χωρίς άλλους Λαιστρυγόνες και τρομερούς Ποσειδώνες. Η αλληλεγγύη να νικήσει!

15 Δεκ 2014

μυθοκλόπος

Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σπουδαίες ιστορίες και τις αφηγούνται μετά, υπάρχουν κι αυτοί που τις ακούνε. Υπάρχουν και κάτι άλλοι, όπως ένα γνωστός Σαλονικιός συγγραφεύς, που συχνάζουν στα μαγειρεία, στα μπαρ, στην πιάτσα γενικά, ακούνε τις ιστορίες των άλλων, τις κάνουνε δικές τους και τις γράφουνε στα βιβλία τους.
Αυτή που ακολουθεί είναι μια ιστορία που είπε ο τ, την ώρα που ο β έλεγε μια άλλη ιστορία για τότε που κάποιος έσωσε τη ζωή κάποιου άλλου, και που εγώ είπα ότι θέλω να την κλέψω -την ιστορία, την πρώτη, ή και τη δεύτερη, όχι όμως τη ζωή, δεν είμαι ζωοκλέφτης, μόνο μυθοκλέφτης- αλλά δεν θα το κάνω.
Είπα ψέματα, φυσικά.
Στο μικρό νησί του Αιγαίου, δίπλα στο μεγάλο νησί, ζούσαν κυρίως τα μπάσταρδα των παπάδων του μεγάλου νησιού. Μια ταβέρνα, όλη κι όλη, φιλοξενούσε το καλοκαίρι τις ορδές και τις πορδές των τουριστών, κάτι φρικιά που λιώνανε στον ήλιο. Ιδιοκτήτες ταβέρνας, ο Σάλτας κι ο Πήδας, ίδιοι σαρακηνοί πειρατές, σίγουρα κάποιον είχαν σκοτώσει στη ζωή τους. Με τα ιδια τους τα χέρια. Γυμνά.
Τα βράδια, μετά τις 12, σαν φούντωνε το γλέντι κι ήταν όλοι μεθυσμένοι από φεγγάρι και πιοτί, το είχαν παράδοση στο νησί, να φοράνε οι τουρίστες, τα φρικιά, άφρο περούκες και να διαγωνίζονται στον χορό αλά Μάικλ Τζάκσον. Ο νικητής, αν κι αυτό δεν θα το μαθαίνανε παρα μόνον αργότερα, δεν έπαιρνε κανένα έπαθλο -ήταν ο ίδιος έπαθλο. Οι αρχές τον πιάνανε, τον γδύνανε και τον παραδίδανε στις ακόρεστες σεξουαλικές ορέξεις των γριών του νησιού. Και δεν άκουγε ποτέ ξανά για τον νικητή κανείς.
Ακολουθως, Σάλτας κι ο Πήδας αναλαμβάνανε δράση. Διψασμένοι για αίμα και κορίτσια, βγάζανε από τη μέση τα αγόρια. Οχι πια με τα χέρια γυμνά. Σερβίρανε κακαβιά το ξημέρωμα και σκοτώνανε με το ψαροκόκκαλο, σπάζανε τα ποτήρια, ρίχνανε γυαλί μέσα στη ρακή και σχίζονταν τα σωθικά του πότη, ματοβαμμένη γιορτή.
Η ιστορία αυτή δεν έχει τέλος.
Στην άλλη ιστορία, που δεν σας είπα, στο τέλος κάποιος σώζει τη ζωή κάποιου. 
Επρέπε να 'σουν εκεί να τις ακούς. Καλύτερα, εκεί για να τις βλέπεις. Ακόμη καλύτερα, εκεί για να τις ζεις. 
Οταν δεν δημιουργείς καινούργιες, παίρνεις μερικές από δεύτερο χέρι. 
Ιστορίες ντε.

12 Δεκ 2014

Αρχές, σκοποί και στόχοι του ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι τόσο βλακώδες και επιπόλαιο που μόνο ως δείγμα κάκιστου χιούμορ μπορεί ν' αντιμετωπιστεί - με την υποσημείωση ότι ως ένα σημείο καταγράφει πράγματα που πραγματικά συμβαίνουν αυτή τη στιγμή γύρω μας.

Θέλω να ιδρύσω έναν σύλλογο, ξέρω τις αρχές, τους σκοπούς και τους στόχους του, αλλά δεν είμαι σίγουρος για το όνομά του: να τον πω «Σύλλογο Φίλων του ΣΥΡΙΖΑ», δηλαδή ΣΦΙΣΥ; ή μήπως ακόμη πιο αναλυτικοπεριγραφικά «Σύλλογο Ατόμων Που Δεν Θα Ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ Αλλά Προσπαθούν Να Πείσουν Τους Άλλους Να Τον Ψηφίσουν», δηλαδή, στάσου... είναι και περίπλοκο...

ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ.

Είμαστε αρκετοί, ξέρεις. Ολοι εμείς που θα ιδρύσουμε τον ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ. Αριστεροί, αριστερίζοντες, συριζοστηρικτές αλλά και συριζόπληκτοι, συριζοπικραμένοι και συριζοαγανακτισμένοι, συριζοανάρχες και συριζοπασόκοι, συριζομαλάκες και συριζοκαταπληκτικοί, συριζοευρωπαϊστές και συριζοδραχμολάγνοι. Ολοι αποφασισμένοι για ένα πράγμα, τα εξής δύο: να γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά χωρίς να τον ψηφίσουμε αυτή τη φορά. Και για να τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας, ένα πράγμα μας μένει: ο προσηλυτισμός. Οσο πιο δεξιόστροφο του ακροατήριο, τόσο καλύτερα. Οπου σταθώ κι όπου βρεθώ προπαγανδίζω την αναγκαιότητα της κυβέρνησης της Αριστεράς, σε όλους τους απογοητευμένους και πληγέντες από τη μνημονιακή λαίλαπα των τελευταίων ετών. Και δεν λέω ψέματα. Πραγματικά το πιστεύω ότι πρέπει να βγει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να τον ψηφίσω.

Ξέρω τι θα μου πεις: Μα πώς περιμένεις να εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ αν εσύ που είσαι κοντά πολιτικά δεν τον ψηφίσεις; Κοίτα να δεις... Εμείς που είμαστε κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικά και ενδεχομένως στον παρελθόν τον έχουμε στηρίξει, είμαστε πολύ λιγότεροι απ' αυτούς που δεν τον έχουν ψηφίσει ποτέ έως τώρα. Αρα αυτούς πρέπει όλοι εμείς που ανήκουμε στον ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ να τους πείσουμε να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Για κάθε έναν από μας του ΣΑΠΔΕΘΑΨΗΣΥΑΠΡΟΝΑΠΤΑΝΤΨΗ, που θα ψηφίσουμε κάτι άλλο, αριστερότερα κατά πάσα πιθανότητα του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι τέσσερις πέντε δεξιότερα του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι αν τον ψηφίσουν, αναπληρώνοντας και με το παραπάνω τη δική μας ψήφο, θα χαρίσουν στον ΣΥΡΙΖΑ την πολυπόθητη και αυτή τη στιγμή δύσκολα επιτεύξιμη αυτοδυναμία.

Για να το πω πιο απλά: ζούμε σε μια βαθιά δεξιά χώρα.


11 Δεκ 2014

Ξύλο ή μπάλα ή και τα δύο

Παλιά, τότε που στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τα θρυλούμενα, οι πάνκηδες παίζανε ξύλο στην Προξένου Κορομηλά με τους καρεκλάδες κι οι δυο μαζί με τους μπάτσους. Τότε.
Τότε εμείς τα μικρά παίζαμε ξύλο ή μπάλα με τον διπλανό μας στο σχολείο. Κι οι δυο μαζί με τα γύρω τα θρανία. Κι όλη η τάξη έπαιζε ξύλο με το διπλανό το τμήμα, το Δ1, Ε1, ΣΤ1. Κι αν κάποιοι είχαμε την τύχη ή την ατυχία το επίθετό μας να βρίσκεται στο μέσον του αλφαβήτου, καμιά φορά, ανάλογα με τις αριθμητικές ανάγκες των τμημάτων, τη μια μέρα παίζαμε ξύλο με το Ε1 και την άλλη μέρα με το Ε2, χωρίς αναστολές και ηθικούς φραγμούς.
Καμιά φορά παίζαμε, εμείς του 4ου, ξύλο ή μπάλα ή και τα δύο, με το άλλο σχολείο, το 15ο. Ή κάναμε ακριβώς τα ίδια με την άλλη γειτονιά. Καμιά φορά, σταματούσαμε να παίζουμε ξύλο μεταξύ μας, και παίζαμε ξύλο, εμείς της Κάτω Ηλιούπολης, με αυτούς της Ανω (ή μπάλα ή και τα δυο). Κι όλοι μαζί οι Ηλιουπολίτες με τους Ευοσμίτες. Καμιά φορά λέγαμε ότι όλοι εμείς από τα Δυτικά θα πάμε και θα δείρουμε όλους αυτούς τους φλώρους εκεί στα Ανατολικά. Δεν πήγαμε ποτέ, απ' όσο θυμάμαι. Οι πιο ξεβγαλμένοι από μας, αργότερα, πήγαιναν για καφέ στην Αρετσού και γύρναγαν πίσω σαν την καμαρωτή τσουτσού, χωρίς να έχουν δείρει κανέναν φυσικά, μόνο γκομενάκια είχαν «χτυπήσει» - μεταφορικα ρε, όχι στην κυριολεξία, εξ ου και τα εισαγωγικά. Εννοείται ότι μεγαλώνοντας, είτε στα Δυτικά είτε στα Ανατολικά, πάντα δέρναμε τους Αθηναίους. Και εννοείται πως κάναμε την ανάγκη φιλοτιμία για να δείρουμε όλοι μαζί, Βόρειοι και Νότιοι, Θεσσαλονικείς και Αθηναίοι, τους (βρωμό)Τούρκους.
Δεν θυμάμαι ποτέ να παίξαμε ξύλο φτωχοί εναντίον πλουσίων. 
Η μπάλα δεν μ' ενδιαφέρει πια. 



8 Δεκ 2014

2014 vol 2






 
 
 
 
 
 
 

5 Δεκ 2014

Βλακ νουάρ

Είναι απ' αυτά τα πράγματα που όταν συμβαίνουν σε κάναν γραφιά, στο άψε σβήσε γράφει μια ιστορία, παρότι το όλο συμβάν δεν κράτησε πάνω απ' ένα λεπτό, κι η αλήθεια είναι ότι, από τότε που συνέβη, το σκέφτομαι διαρκώς και δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό.
«Ε, αφού, αγόρι μου, είσαι μαλάκας», μου είπε ένας φίλος όταν του αφηγήθηκα το περιστατικό. «Εννοείται ότι έπρεπε να τη συνοδέψεις μέχρι το ξενοδοχείο της». Δεν τη συνόδεψα. Ηταν βραδάκι και ψιλόβρεχε, κατηφόριζα προς το κέντρο της πόλης έχοντας στις τσέπες μου φρούδες μανταρίνι και φλούδες ελπίδες ότι τα αστεία μου θα αρέσαν σε κάποιαν, όταν την είδα να στέκεται σαν χαμένη και να κοιτά τριγύρω, αναμαλλιασμένη, σέρνοντας ένα βαλιτσάκι απ' αυτά με τα ροδάκια, που τόσο μισώ εξαιτίας του δυσανάλογου σε σχέση με το μέγεθος και τη σημασία τους θορύβου που κάνουνε. «Συγγνώμη, συγγνώμη κύριε», μου είπε, και την κοίταξα, αναμαλλιασμένη, το 'παμε, βαλίτσα με ροδάκια, το 'παμε, λίγο σαν χαμένη, το 'παμε, με κάμποση αγωνία στο βλέμμα, δεν το είπαμε, βλέμμα ωραιότατο, οφείλουμε να το πούμε, χείλη κατακόκκινα, στραβοβαλμένο κραγιόν, στραβό και το χαμόγελο, αλλά κάπως γοητευτικό, η κοπέλα γυάλιζε στο μισοσκότεινο δρόμο, αλλά όχι με την καλή την έννοια, γυάλιζε το πρόσωπό της, θες από ιδρώτα, θες από λιπαρότητα, θες από το ψιλόβροχο που έπεφτε, «μήπως ξέρετε κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά, αλλά αν είναι δυνατόν όχι σαν κι αυτό», κι εδειξε με το χέρι της ένα ξενοδοχείο πίσω της, μάλλον κακόφημο, δεν ξέρω γιατί το χαρακτηρίζω κακόφημο, δεν είχα ακούσει ποτέ να λένε κάτι γι' αυτό, αλλά έτσι είθισται σε αυτές τις ιστορίες, ένα ξενοδοχείο, σε ένα κακοφωτισμένο στενάκι, με φώτα νέον, μπλε και κόκινα και λίγο ροζ, να θεωρείται κακόφημο -άρα για να μην είναι κακόφημο θα πρέπει να έχει φώτα γέρον άλλων χρωματισμών;- και τέλος πάντων, κατόπιν ωρίμου σκέψεως της ξεκαθάρισα ότι γνωρίζω δύο ξενοδοχεία ούτε από τα πολύ φτηνά αλλά ούτε και από τα πολύ ακριβά, ωστόσο μάλλον αξιοπρεπή, τόσους και τόσους θιασώτες του θρησκευτικού τουρισμού είχα δει να καταλύουν σε αυτά, όπως και ομάδες του μπασκετμπόλ από τις μικρές που έρχονται από την Αθήνα, καθώς και πενθήμερες εκδρομές λυκείου από την επαρχία, που κανέναν εξ αυτών δεν είχα δει ποτέ στο ξενοδοχείο από το οποίο είχε, άραγε, αποδράσει η αγωνιούσα σαν χαμένη κοπέλα, και τέλος πάντων της έδειξα το δρόμο, διακόσια μέτρα και μετά δεξιά, το ένα απέναντι από το άλλο, δεν ενθυμούμαι τα ονόματά τους δυστυχώς, δεν έχει σημασία, με χιλιοευχαρίστησε η κοπέλα και πήρε την ανακούφισή της, τη γυαλάδα του προσώπου της καθώς και το βαλιτσάκι της με τα ροδάκια και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι κι έμεινα ν' αναρωτιέμαι αν έκανα καλά, αν θα την ξαναδώ ποτέ, αν θα βρει το δρόμο της, κυρίως αυτό, φαντάζεσαι να μην κατάλαβε καλά τις οδηγίες μου και να χαθεί, μικρό και απροστάτευτο κορίτσι σε κακοφωτισμένους δρόμους υπό βροχή, ίσως έπρεπε να την έχω συνοδεύσει για λόγους ασφαλείας, και κάπου εκεί μ' είπε μαλάκα ο φίλος, όταν του είπα την ιστορία, χωρίς φυσικά τόσες φιοριτούρες και χωρίς τα κρύα αστεία, και δεν ήξερα πια πώς να επανορθώσω και πήρα να σκέφτομαι τι μπορεί να της είχε συμβεί, ποια να είναι η δική της εκδοχή της ιστορίας, που τη φαντάστηκα κάπως έτσι, ότι για λόγους που δεν θέλει να διευκρινίσει δημοσίως δραπέτευσε από το άθλιο δωμάτιο του κακόφημου ξενοδοχείου με τα βρώμικα σεντόνια, την μπουκάλα το ουίσκι σχεδόν άδεια δίπλα στον ημιλιπόθυμο τύπο, το περίστροφο γεμάτο στο κομοδίνο με τη τη λιγδιασμένη Αγία Γραφή και έτρεξε σαν την τρελή, κοιτάζοντας συνεχώς προς τα πίσω, στο ημίφως του διαδρόμου ενώ από τα γύρω δωμάτια ακούγονταν βογγητά, τριξίματα του σομιέ και κωλοσκάμπιλα, διέφυγε της προσοχής του μισοκοιμισμένου γηραλέου ρεσεψιονίστα και βρέθηκε, αχτένιστη, κακοβαμμένη, ιδρωμένη μες στη βροχή, να μην ξέρει πού να πάει, έχοντας όμως στο βαλιτσάκι με τα ροδάκια πολλές δεσμίδες χαρτονομίσματα, κι έπρεπε γρήγορα να πάει κάπου αλλού να τα κρύψει και κρυφτεί και πήγε και ρώτησε τον πρώτο τυχόντα, έναν χοντρούλη μεσήλικα με αρχές φαλάκρας και γυαλιά που άκουγε Νάσιοναλ στ' ακουστικά, αλλά αυτό φυσικά ούτε το ήξερε ούτε την ένοιαζε, και που την κοίταζε λίγο σαν ξερολούκουμο και της έδωσε οδηγίες για ένα άλλο ξενοδοχείο, και τέλος πάντων, όλα καλα, έχει ακόμη τη βαλίτσα με τα λεφτά και δεν έχει ιδέα ότι την ψάχνω. Εγώ κι οι παλιοί της φίλοι οι μαφιόζοι. Συμφωνήσαμε: εγώ θα πάρω το κορίτσι, κι αυτοί τα λεφτά.
Εντάξει, αυτή είναι η εύκολη λύση, ο αρχικός μου σκοπός ήταν να το γράψω αλλιώς το περιστατικό, να την αναζητώ διαρκώς, με σκοπό αμιγώς ρομαντικό, να την ξαναβρίσκω ανέλπιστα, κι η μέρα να είναι σαν της μαρμότας, να επαναλαμβάνεται δηλαδή η ιστορία, αλλά ούτε ως φάρσα ούτε ως τραγωδία, μάλλον ως γυμνασιακή κωμωδία, να προσφέρομαι εντέλει να τη συνοδεύσω και να με απορρίπτει. Και τσατισμένος να τη ρουφιανεύω στους μαφιόζους.

4 Δεκ 2014

Μάλλον


Ενα από τα πράγματα που μ' ενοχλούν και μου προκαλούν αμηχανία και δεν με αφήνουν να κοιμηθώ τη νύχτα, ακόμη κι όταν έχω χώσει τη μύτη μου μέσα στα βιβλία, είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που έρχεται καταπάνω μου με συγκρατημένο μεν, έκδηλο δε ενθουσιασμό κι ένα χαμόγελο ως τ' αυτιά, που πεταρίζουν χαρωπά, καθώς στις άκρες των χειλιών του λιμνάζει σάλιο ενώ απ' τη μύτη του τρέχει ποτάμι η μύξα κι απ' τους κροτάφους του δυο παραπόταμοι ιδρώτα, και μου σφίγγει το χέρι με τα δυο δικά του κουνώντας τα πάνω κάτω και ταυτόχρονα με έγνοια και συγκίνηση, με δυο βούρκους στις άκρες των ματιών του, ρωτάει να μάθει «τι γίνεται; καλά; όλα καλά;» τονίζοντας με νόημα το «όλα» και θαρρώ δεν θα ικανοποιηθεί άμα δεν του πω απνευστί απερισκεπτί «όλακαλαδοξατωθεω», θαρρείς και ξέρω για τι πράγμα μιλάω, θαρρείς και ξέρει για τι πράγμα ρωτάει, κι όταν εντέλει αφήνει το δικό μου ελεύθερο για να δεσμεύσει κάποιο άλλο, βρίσκω μες στο χέρι μου ένα κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες, χειροπιαστή απόδειξη πως υπάρχει ο άνθρωπος αυτός με τις λίμνες σάλιου στις άκρες των χειλιών, τους βάλτους δακρύων στα μάτια, τους παραπόταμους ιδρώτα στους κροτάφους και τα ποτάμια μύξας στα ρουθούνια, κι ας μην ξέρω ποιος είναι, κι ας μην έχω βρει ακόμη ούτε μια πόρτα κλειστή με το μαγικό κλειδί μου ν' ανοίξω. Το χειρότερο είναι πως ο άνθρωπος αυτός μάλλον μού μοιάζει.


3 Δεκ 2014

Αφήστε τα πτώματα να μαυρίζουν στον ήλιο*

Ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ έριχνε άπλυτο το φως του καίγοντας με τον νεοδημοκρατικό πυρσό απ' άκρη σ' άκρη ολόκληρη τη χώρα, μια καμμένη γη, ένα ερημικό τοπίο, στην άλλοτε πολυσύχναστη αγορά κείτονταν χιλιάδες κορμιά, κουφάρια πρώην δούλων που οι δεσπότες απέλυσαν. Μόνον τ' αρπακτικά όρνεα (λες αυτό να είναι πλεονασμός σε εποχή λιτότητας;) κάνανε βόλτες πάνω απ' τα ψοφίμια κι αντάλασσαν σκόρπιες κουβέντες μεταξύ τους, του τύπου «ξέρεις από ΕΣΠΑ;», «δεν κινείται τίποτα», «ψόφια τα πράγματα», «νέκρα ρε πούστη μου», και «άκου να δεις ρε τι μού 'τυχε τις προάλλες, τι μου 'πε το ψοφίμι, δεν θέλει λέει να πέσει στα νύχια μου για λίγα λεφτά, δεν αξίζει τον κόπο, δεν καταδέχεται, ακούς εκεί ρε το θρασύμι το ψοφήμι, μου το 'πε και κουλτουριάρικα ρε, κάτσε να δεις πώς: 'αφήστε τα πτώματα να μαυρίζουν στον ήλιο', κι έκανε ηλιοθεραπεία ρε, διαβάζοντας και βιβλίο, ο πεινασμένος ρε, άκου να δεις, λιαζότανε κι έστριβε τσιγάρο», και τ' άλλο όρνεο είπε στο πρώτο που μιλούσε «εσύ φταις, που δεν πρόσεξες, και δεν άφησες το πτώμα να αποσυντεθεί για τα καλά, μόνο βιάστηκες να το εκμεταλλευτείς όσο είχε λίγη ζωή μέσα του ακόμα, όσο είχε ακόμη λίπος», γιατί πάνω απ' όλα αυτό έκαιγε τα όρνεα κι αυτό αναρωτιούνταν μεταξύ τους «βλέπεις μήπως κάνα καλο ψοφίμι; κάναν άνεργο, που να 'χει μεγάλη ανάγκη;» και σαν τον εντοπίζανε, δεν περιμέναν καν το σύνθημα, χιμούσαν μανιασμένα, ποιο θα εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, «πτωχούλη άνεργε, μοιάζεις με πτώμα, πεθαίνεις απ' την πείνα, (μας) έχεις ανάγκη, εμείς θα σε σώσουμε, όρνεα σπλαχνικά, θα σε κατασπαράξουμε και θα σου δώσουμε κάτι λίγα λεφτά, όχι πολλά, αλλά και τα λίγα είναι οπωσδήποτε καλύτερα απ' τα καθόλου που δεν έχεις, θα σε ξεζουμίσουμε κι άμα διψάσεις θα σου δώσουμε να πιεις απολύτως δωρεάν λίγο απ' το ζουμί σου, κι άμα πεινάσεις, θα σου προσφέρουμε λίγες απ' τις σάρκες σου που θα τις κατασπαράζουμε, μην είσαι πλεονέχτης, αλλάξαν οι καιροί, τι περιμένεις; δουλίτσα μόνο να υπάρχει».

ΥΓ. Ο τίτλος κλεμμένος, φυσικά, απ' αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα.

(κι ένα ωραίο άσμα)


2 Δεκ 2014

Τελειώνει με βρισιά

Η επίθεση ξεκίνησε ξημερώματα, με τα υπερηχητικά, υποηχητικά, γενικότερα σκατοηχητικά χτυπήματα του ξυπνητηριού, είχαν προηγηθεί, ως αρμόζει στον ταξικοπολεμικό κώδικα μισοτιμής, προειδοποιητικά όνειρα – εφιάλτες και νυχτερινά αέρια προερχόμενα από λουκάνικα με μουστάρδα, τα οποία αέρια προκάλεσαν άπνοιες, παράνοιες και μακροπρόθεσμες γεροντικές άνοιες. Το μεγαλύτερο πλήγμα, ωστόσο, που κατακρήμνισε το ηθικό του πολιορκημένου, υπήρξε η προβοκάτσια, σίγουρα από τον εσωτερικό εχθρό, από διπλούς πράκτορες-κατασκόπους-σαμποτέρ, που βουλώσαν με δηλητηριώδη άλατα την καφετιέρα κι έτσι δεν μπόρεσε να πιει τον καφέ του, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, κι έτσι, με δίχως καφέ, βγήκε, με δίχως ομπρέλα, στην όξινη βροχή, με την οποία τον ψέκαζαν αόρατοι εχθρικοί ανάλγητοι θεοί, πλημμυρισμένοι οι δρόμοι κι αυτός με δίχως κατάρτια, με δίχως πανιά, δίχως κατοχή και πείνα χωρίς ρετσίνα, μόνο με εχθρικά περιστέρια-στούκας που αμολήσαν απάνω του τις σκατοσακούλες τους καθώς περνούσε ακάλυπτος από την πλατεία, κι όλα τα φανάρια των δρόμων ήταν κόκκινα αλλά ακόμη και στα μπουρδέλα του είπαν να σταθεί να περιμένει απ' έξω, κι όταν βαρέθηκε κι άνοιξε την πόρτα, ήταν παγίδα, τον βρήκε κατακούτελα μια λάμπα που του άλλαξε τα φώτα και μέχρι να συνέλθει να ξαναβρεί το φως του, είχε εμφανιστεί αυτοπροσώπως ο εχθρός του, που του επιτέθηκε φραστικά μα απολύτως αποτελεσματικά, μια όταν τον είπε «ρε φιλόλογε» κι ακόμη μια όταν τον είπε «καλλιτέχνη» - και για χαριστική βολή, όταν ο ελεύθερος πολιορκημένος, σαν γκολκίπερ μεσολογγίτης, επιχείρησε έξοδο ηρωική μα πολυέξοδη, ο εχθρός του φύλαγε το χειρότερο, ένα μηχανουργείο, γεμάτο γρανάζια, ιμάντες, βίδες, κατσαβίδια, κατσαρίδες, και στο βάθος ένα κόκκινο κουμπί που δεν έγραφε don't panic όπως σ' εκείνο το βιβλίο αλλά «πάτα και γαμήσου». 



29 Νοε 2014

ο άνθρωπος που διάβαζε το παρελθόν

Διάβαζε το παρελθόν, κυρίως το δικό του, ο SilentCrossing έφταιγε γι' αυτό. Δεν ήξερε από πηγές, ημερολόγια, μαρτυρίες, ανασκαφές. Δεν ήταν ιστορικός, όχι. Κρυφά μέσα του ωστόσο ήθελε στο μέλλον να του αποδοθεί αυτός ο χαρακτηρισμός, «Πάνως ο ιστορικός», να μείνει στην ιστορία δηλαδή, να μην ασχοληθεί ο ίδιος με αυτήν αλλά η επιστήμη της ιστορίας ν' ασχοληθεί με αυτόν και τα επιτεύγματά του, άγνωστο ποια και σε ποιον τομέα, αφού ταλέντο ιδιαίτερο δεν είχε να επιδείξει παρα μόνο στα λάθη, που στο παρελθόν, με αξιοσημείωτη δεινότητα τα κυνηγούσε, ήταν, λοιπόν, λαθοθήρας, κι έβγαζε έτσι τα προς το ζην αξιοπρεπώς, μέχρι που έπεσε η ζήτηση για λάθη κι έμεινε χωρίς δουλειά, αφού ο κόσμος πήρε να αναζητεί το σωστό και να ξεφορτώνεται τα λάθη σαν έπεφτε το σκοτάδι, εκείνα τα λίγα σκοτεινά λεπτά προτού ανάψει ο δημόσιος φωτισμός, όταν δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει τα λάθη που πετούσαν γεμάτοι ντροπή οι άλλοι στα σκουπίδια, αν κι όλων των ανθρώπων τα λάθη είναι περίπου ίδια, παρότι για τον καθένα μοναδικά, κι αυτός, μην έχοντας άλλη λύση, εν είδει παλιατζή, που γυρνάει στους δρόμους, μάζευε τα λάθη που τ' άφηναν δίπλα στους ειδικούς κάδους που είχε η πολιτεία φτιάξει ανταποκρινόμενη σε μιαν κοινωνική ανάγκη, δίπλα στους πράσινους και στους μπλε, όχι τους μπάτσους, αν και καμιά φορά δύσκολα ξεχωρίζεις κάδους από μπάτσους, είχαν φτιάξει τώρα λοιπόν και μαύρους κάδους απορημάτων, ουχί απορριμμάτων, ήταν δηλαδή ένας λαθοφόρος, φορτωνόταν στην πλάτη τα λάθη των άλλων, τα έκανε δικά του, τα πήγαινε σπίτι του και το γέμιζε με αυτά, κι εντέλει, αφού περάσανε τα χρόνια, κάπως έτσι, κατάφερε μετά θάνατον να μείνει στη συλλογική μνήμη ως ο πρώτος και μοναδικός λαθοσυλλέκτης στην ιστορία και η συλλογή του από λάθη εκτέθηκε στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, έγινε μια περιπλανώμενη έκθεση λαθών προς αποφυγή, συμμόρφωση και παραδειγματισμό, εντέλει βγήκαν και σε δημοπρασία και οι τιμές τους ξεπεράσανε κάθε φαντασία και οι κύριοι κι οι κυρίες της καλής κοινωνίας, ιντελεκτουέλ με κατανόηση για την πλέμπα, στέκονταν μπρος τους με θαυμασμό σκασμένοι από αστικές ευαισθησίες, φιλανθρωπία, κρασί, χαβιάρι, σολωμό. 

YΓ. Ντάξει, πολύ σκοτεινό βγήκε χωρίς λόγο. Να κάτι χαρούμενο για αντιπερισπασμό. 




27 Νοε 2014

2014 vol 1

20 Νοε 2014

O άνθρωπος που έχασε τον εαυτό του

Συνέβη μια μέρα, ξαφνικά. Ή μπορεί μόνον η διαπίστωση να ήτο ξαφνική, και να τον έχανε λίγο-λίγο, για μέρες, βδομάδες, μήνες, μπορεί και χρόνια, σταδιακά και ασυνείδητα, δηλαδή χωρίς να ελέγχεται από τη συνείδησή του και ουχί με ασυνέπεια ή αδιαφορία, ίσα-ίσα που η απώλεια, όταν αυτή διαπιστώθηκε από τον ίδιον, ήταν εντέλει τόσο μεγάλη, που μόνον κάποιος ιδιαιτέρως επιμελής στην εκτέλεση των καθηκόντων του θα μπορούσε να τη φέρει εις πέρας, μόνον που δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν αυτός, που αφού είχε ολοκληρώσει τόσο απόλυτα, τόσο συντριπτικά ετούτη την απώλεια, την απώλεια του εαυτού του δηλαδή, χάθηκε μαζί με τον απωλεσθέντα εαυτό του, γιατί αυτό ήταν -για να πούμε με λίγα λόγια, όσο πιο απλά μπορούμε, κάτι που δεν συνηθίζεται εδώ πέρα- που είχε χάσει, και όπως και να το κάνουμε, όσο ασήμαντος κι αν ήταν, πάντα χρειάζεται ένας εαυτός, είναι κατά διαστήματα χρήσιμος, παραδείγματος χάριν για πτυελοδοχείο ή για να έχουμε κάτι να κοιτάζουμε στον καθρέφτη ή για αγαπάμε όσο τον πλησίον, διότι άνευ εαυτού ως τι θα αγαπάμε τον πλησίον;
Αναστατωμένος από την απώλεια του εαυτού του, έψαξε να τον βρει σε όλα τα συρτάρια, κοίταξε στη στοίβα με τα άπλυτα, στη στοίβα με τα ασιδέρωτα, στις γλάστρες με τα ξεραμένα φυτά του μπαλκονιού, στα σκονισμένα ράφια της βιβλιοθήκης, κάτω από το κρεβάτι, κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ, στις παλιές φωτογραφίες, στη συλλογή με τα καινούργια σέλφι που δεν δημοσίευσε ποτέ, κοίταξε στα κοινωνικά του δίκτυα, μα δεν τον βρήκε πουθενά.

Πήγε στην αστυνομία ν' αναφέρει το περιστατικό, αλλά δεν ήξερε τι να καταγγείλει ακριβώς: απώλεια, εξαφάνιση ή κλοπή; Μήπως θανατικό; Κι αν δήλωνε απώλεια, μήπως νομίζανε ότι απλώς θέλει μια καινούργια ταυτότητα, αυτήν του αντιχρίστου, ενώ αυτός ήθελε τη δική του την παλιά, αυτήν του αχρήστου; Κλοπη; Μα ποιος να ήθελε τον εαυτό του έτσι άχρηστος που ήταν; Δολοφονία; Δεν υπήρχε πτώμα, μήτε και το όπλο το εγκλήματος, δεν είχε στοιχεία, μήτε και εχθρούς. Εξαφάνιση λοιπόν. Ο αστυνομικός που του πήρε κατάθεση του ζήτησε λεπτομερή περιγραφή για το σκίτσο του χαμένου του εαυτού, μα αυτός δεν ήξερε τι να του πει για την περιγραφή και συνειδητοποίησε με τρόμο πως τον εαυτό του όχι μόνον τον είχε χάσει μα τον είχε ήδη ξεχάσει.

Για να θυμηθεί, είπε να πάει σε υπνωτιστή, άλλωστε είχε χάσει όχι μόνον τον εαυτό του αλλά και τον ύπνο του με αυτήν την ιστορία. Εντέλει ο υπνωτιστής βοήθησε κάπως: κοιμήθηκε βαθιά, κοιμήθηκε πολύ, αλλά από τον εαυτό του κανένα ίχνος.

Ρώτησε τους άλλους, τους λίγους δικούς του ανθρώπους, μήπως τον έχετε δει πουθενά; ποιον; ρωτούσανε αυτοί, μα τον εαυτό μου φυσικά, τον έχω χάσει, μάλλον εσύ τα έχεις χάσει, του απαντούσαν, κι ένας-ένας του κλείνανε τις πόρτες.

Σκέφτηκε να πάει σε κάναν ντετέκτιβ, μα είχε κουραστεί από τα νουάρ και τα αστυνομικά, δεν ήθελε άλλο να διαβάζει, μόνο να φεύγει.

Κι αποφάσισε ότι η μόνη λύση για να βρει τον εαυτό του ήτανε να πάει να χαθεί κι αυτός.

Και χάθηκε.

Και δεν τον ξαναείδε πια κανείς, ούτε αυτόν ούτε και τον εαυτό του.

Κι ούτε τους αναζήτησε, αυτόν και τον χαμένο του εαυτό, ποτέ άλλος κανείς. Μόνο πού και πού, μια στο τόσο, λέγανε «θυμάσαι μωρέ εκείνον τον χαζό που χάθηκε ψάχνοντας να βρει τον χαμένο του εαυτό;»


O άνθρωπος χωρίς ηχομόνωση

Τον κυνηγούσαν ήχοι, λέξεις, φωνήεντα, σύμφωνα, σημεία στίξης, νότες, ηχορρύπανση. Χωρίς ηχομόνωση, ήταν αδύνατον να μην επηρεαστεί απ' ό,τι άκουγε, συνήθως με καταστροφικά αποτελέσματα. Βγήκε ξημέρωμα στο δρόμο, σε μια πόλη σιωπηλή σαν βιντεοπαιχνίδι τρόμου. Ακόμη και τα βήματά του τον ενοχλούσανε, το θρόισμα από το μπουφάν του, ο ήχος από τα σαπισμένα φύλλα κάτω από τα πόδια του. Ξάφνου, στο κατόπι του, τα ροδάκια μια βαλίτσας στο πεζοδρόμιο. Ενοχλητικά, απειλητικά. Πλησίαζαν. Ηταν κοντά. Πίσω του. Για να μην τον πατήσουν οι ρόδες, έστριψε στο πρώτο στενό. Αντιμέτωπος με τον ασύρματο των μοτοσικλετιστών της αστυνομίας. Γρήγορο βάδην, για να ξεφύγει. Μην κινήσει υποψίες, μην του κάνουν ερωτήσεις. Λίγο παρακάτω, μια κλούβα των ΜΑΤ με τον κλιματισμό στο φουλ. Πέρασε απαρατήρητος με moonwalking αλά Μάικλ Τζάκσον, με το βάδισμα μιας αρκούδας που μιμείται το βάδισμα της γάτας, τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος. Κάποιος μπάτσος ρεύτηκε πίσω του, τσαλάκωσε ένα κουτάκι κοκακόλας. Ισα που είχε προλάβει να ξεφύγει, και βρέθηκε να τον κυνηγά ένα υστερικό γέλιο, μια μονότονη γκρίνια, ένα ξενοφοβικό λογύδριο, μια πολιτική ανάλυση. Εστριψε στο προσωπικό του αδιέξοδο με την πλάτη στον τοίχο, λαχανιασμένος. Είχε ξεφύγει προσωρινά. Αλλά πάντα κάποιος εμφανιζόταν μιλώντας. Του είχαν πάρει τα αυτιά. Ολοι, όλα. Κόρνες, φρένα στις κεντρικές οδούς, το ανακάτεμα του φραπέ και τα κομπολόγια στα καφενεία, τα μαχαιροπίρουνα και το διαρκές τσούγκριμα ποτηριών στις ταβέρνες, η άμορφη οχλαγωγία κι δυνατή μουσική στα μπαρ. Στάθηκε να πάρει ανάσα. Εξυσε την φαβορίτα του. Ο εκκωφαντικός της θόρυβος τον τρόμαξε. Ετρεξε να ξεφύγει από την επιθετική φαβορίτα κι ένιωσε να τον κυνηγά το ποδοβολητό του. Πλανόδιοι μουσικοί με ξεκούρδιστα όργανα. Τραγούδια του Σιδηρόπουλου, των Κατσιμίχα, ενός Σωκράτη κι ενός κάποιου Θανάση. Βαριανάσαινε. Μα είναι δυνατόν ν' ανασαίνει τόσο δυνατά, τόσο ενοχλητικά; Φόρεσε τ' ακουστικά του. Είχε στο παρεθόν ηχογραφήσει τη σιωπή και την άκουγε συχνά, έμοιαζε με τον ήχο που κάνει το τσιγαρόχαρτο όταν ανάβει το τσιγάρο. Πάτησε το πλέη. Ο πλανόδιος μουσικός, απ' του οποίου το τραγούδι, πάσχιζε να ξεφύγει τον κοίταξε με μίσος και πήρε να τραγουδά πιο δυνατά, να κοπανά τις χορδές. Κάθε ακόρντο κι ένα χτύπημα στο κορμί του. Περίμενε ν' ακούσει τη σιωπή. Κι όμως... Η προβοκάτσια τον βρήκε απροετοίμαστο. Συνωμοσία! Οι παρακρατικοί πράκτορες είχαν κάνει κατάληψη στ' αυτιά του, στ' ακουστικά του. Του λέγανε ότι είναι τρελός, όχι στα καλά του. Του λέγανε ότι όλα θα πάνε καλά, αρκεί να το πιστέψει, να είναι θετικός, να πάψει να μιζεριάζει. Κουνούσανε το δάχτυλο για να μη φοβάται, απειλώντας τον με φριχτά βασανιστήρια αν επέμενε να φοβάται. Του λέγανε ότι τελείωσε η κρίση, ότι δεν υπήρξε ποτέ, πως ό,τι συνέβη ήταν δική του ευθύνη.
Δεν έχει τέλος.



 

18 Νοε 2014

O αυτάρκης άνθρωπος

Τύπος ολιγαρκής, μπορείς να τον πεις και μονόχνωτο. Αγαπημένος του μπλόγκερ ο ίδιος, τραγικά αγνοημένος μη εκδοθείς συγγραφεύς επίσης. Ανεξερεύνητος θησαυρός γενικώς που περιμένει στον πάτο, του μπουκαλιού, του ωκεανού, τον ψυχολογικό, διάλεξε και πάρε, για να ανακαλυφθεί. Είν' ο καλύτερος δισκοπαίχτης για μοναχικά πάρτυ στο σκοτεινό του το σαλόνι, ταυτοχρόνως δε συμπότης, εξομολογητής, η καλύτερη, εύκαιρη, πάντα πρόθυμη συντροφιά όταν ψάχνει για παρέα, και μια φορά στο τόσο, δεν είν' ντροπή, διατί να το κρύψομεν άλλωστε, ετούτος ο αυτάρκης άνθρωπος είν' ο καλύτερος εραστής, αλλά με τρόπον γουαντιαλενικόν, είναι δηλαδή ένας κοινός μαλάκας, ένας άνθρωπος ωστόσο υγιής σωματικώς, πνευματικώς ουδόλως, δίχως εξαρτήσεις, κόψε το τσιγάρο του είχαν πει και το έκοψε, κόψε το ποτό του είχαν πει και το εκόψε, κόψε το φαγητό του είχαν πει και το έκοψε, κόψε και τους ανθρώπους του είχαν πει, αμφιταλαντεύτηκε, δίστασε, του προκαλούσαν ευτυχία, ταυτόχρονα όμως και δυστυχία, καθώς και άλλα συναισθήματα σε αποχρώσεις γκρίζου, σκέφτηκε προς στιγμήν να τους κόψει φέτες, να τους τεμαχίσει, το μετάνιωσε, πού λεφτά για δικηγόρους, προτίμησε να τους κόψει μεταφορικώς, τι κι αν λεν ουδείς άνθρωπος είναι νησί; όπου κι αν κοιτούσε γύρω του έβλεπε μόνον θάλασσα, που κι αυτήν μόνος του την είχε φτιάξει, τόσο αυτάρκης μιλάμε, σχεδόν αυτοδημιούργητος. 

 

11 Νοε 2014

Life in instagram

(Κάποιοι -μάλλον ορθά- λένε ότι δεν έχει κανένα νόημα η ανάρτηση φωτογραφιών στα σόσιαλ μίντια των άστεγων που κοιμούνται στους δρόμους, στα παγκάκια, στις εισόδους των πολυκατοικιών και -ορθώς- κράζουν όσους απαθανατίζουν την ανθρώπινη δυστυχία επιδεικνύοντας μια αμφισβητούμενη κοινωνική ευαισθησία με πραγματικό στόχο ένα-δυο λάικ παραπάνω. Πόσα τα λάικ άραγε όσων βγάζουν σέλφις με τους άστεγους; Ναι, υπάρχει τέτοιο πράγμα, πριν από λίγο το είδα).
Πολύ πρωί: κάποιοι ακόμα κοιμούνται ή τώρα ξυπνούν κάτω από τα δένδρα, ξαπλωμένοι κατάχαμα, Νοέμβρη μήνα, στην πλατεία Δικαστηρίων, μέσα σε υπνόσακους, τυλιγμένοι με χαρτόνια και λινάτσες. Δεν είναι σωστό να τους φωτογραφίσεις. Τράβα κάτι άλλο. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (ψιλοσκοτεινή, με έντονο κοντραστ και μελαγχολικές αποχρώσεις): η άδεια, υγρή πλατεία Δικαστηρίων, λίγα περιστέρια, κουτσουλιές, σύννεφα, ουρανός. Στις κεντρικές οδούς, πολλά κλειστά καταστήματα λόγω της κρίσης, άδειες σκονισμένες βιτρίνες, χρήσιμες μόνο γι' αυτούς που ξυπνούν εκεί το πρωί πίσω από ένα διαχωριστικό χαρτόνι κρυμμένοι από τα αδιάκριτα βλέμματα των χίπστερ και τα ρεύματα του αέρα. Δεν είναι σωστό να τους φωτογραφίσεις. Τράβα κάτι άλλο. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (με απαλούς τόνους αφαιρώντας θερμότητα και κορεσμό): τα κλαδιά των δένδρων στο άνω της Εγνατίας κομμάτι της Συγγρού, ένα κομμάτι ουρανού στην Τσιμισκή, η έρημη πλατεία Αριστοτέλους, πιο πέρα η ομίχλη του Θερμαϊκού. Πρωί: Ουρές έξω από τις ακόμη κλειστές τράπεζες οι συνταξιούχοι. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (ασπρόμαυρη): συνταξιούχες, κοτσονάτες τραγιάσκες να μαλώνουν για τα πολιτικά ή μια ροζιασμένη παλάμη να κραδαίνει το μπαστούνι. Ολη μέρα: Ουρές έξω από τα προποτζίδικα οι συνταξιούχοι, οι εργάτες, οι άνεργοι, η θεία μου, η μάνα σου, ο γιατρός σου, ο ηλεκτρολόγος μου, ένα ζευγάρι με μεταπτυχιακά που πρώτη φορά έπαιζε τζόκερ και θεωρούσε δεδομένο ότι λόγω σπουδών δικαιούνταν παραπάνω από την πλέμπα να κερδίσει το τζακπότ. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (πολύχρωμη και φωτεινή): Σέλφι με το δελτίο τζόκερ και το χαμόγελο που γεννά η προσμονή της νίκης. Απόγευμα: Ενας άντρας σωριάζεται στο πεζοδρόμιο, γωνία Αγ.Δημητρίου με Αγ.Σοφίας, ο φίλος του, χρήστης κι αυτός, να τον κοιτά, οι μπάτσοι από το παραδίπλα ΑΤ Ανω Πόλης τρέχουν, στέκονται από πάνω του, κάτι του λένε, κάτι απαντάει ο φίλος του, γόνατα λυγισμένα, έτοιμος για κατάρρευση κι αυτός, ευτυχώς κουνιέται ο πεσμένος, έρχεται ασθενοφόρο, δεν περιμένω άλλο, θα κρυώσουν τα σουβλάκια. Πιθανή ίνσταγκραμ φωτογραφία (άφιλτρη): τα σουβλάκια από του Κώστα, Αγίου Δημητρίου τόσο, με hastag #foodporn.

6 Νοε 2014

Μικρό γιατί πονούν τα πόδια μου (πόνος του ποδογράφου)

Ειδα μια κοπέλα θλιμμένη, περπατούσε σκυφτή, απλωμένο το χέρι κρατούσε αόρατο λουρί περασμένο στο λαιμό ενός δραπέτη σκύλου, που τον είδα έξω από κακόφημο μπαρ στην πέρα γωνία χωρίς λουρί στον λαιμό να αποχαιρετά το κορίτσι με το βλέμμα κόκκινο κι υγρό, ίσως από τον καπνό των τσιγάρων σε δημόσια υπηρεσία όπου τα αντικαταθλιπτικά είχανε στήσει γιορτή, στην πασαρέλα σικάτες αρρώστιες, κυρίες περιωπής δοκιμάζανε ρούχα σε τιμές χονδρικής, στα καμαρίνια παράστασης ζωής απογευματινης λαϊκής δεκτά και κουπόνια της εργατικής εστίας.

1 Νοε 2014

δεν έχει σημασία


Ηταν κάποιος που μια μέρα απροσδόκητα σκόνταψε πάνω σε κάτι πολύ σημαντικό. Ηθελε να το βάλει στην τσέπη του, μα δεν μπορούσε, αυτό που βρήκε δεν ήταν δικό του, κανένα (σημαντικό) πράγμα δεν ανήκει πραγματικά σε κάποιον, παρά μόνον εκεί που το ίδιο επιθυμεί ή και σε όλη την ανθρωπότητα, άσε που αυτό το σημαντικό πράγμα ήταν τόσο μεγάλο από άποψη σπουδαιότητας που δεν χωρούσε στην τσέπη του, ήταν κάτι που ξεπερνούσε την ανθρώπινη λογική και τη δική του παράνοια, ωστόσο στάθηκε απροσδόκητα και αδικαιολόγητα τυχερός και κατάφερε να πάρει ένα τόσο δα μικρό κομματάκι αυτού του πολύ σημαντικού πράγματος, απειροελάχιστο αλλά τόσο πολύτιμο για τον ίδιο, το έβαλε στην τσέπη του και το κουβαλούσε κάθε μέρα όπου κι αν πήγαινε, μόνο που ανησυχούσε μην το χάσει και κάθε τρεις και λίγο έβαζε το χέρι στην τσέπη του και κοίταζε αν το μικρό κομματάκι του πολύ σημαντικού πράγματος ήταν ακόμη εκεί μέσα και κάποιες φορές, επειδή δεν ήταν σίγουρος αν αυτό που άγγιζε ήταν το σημαντικό πράγμα ή κάτι άλλο, ψίχουλο από μπισκότα ή το περιτύλιγμα κάποιας καραμέλας, το έβγαζε από την τσέπη του για να το δει με τα ίδια του τα μάτια και να καθησυχάσει τους φόβους του, και κάθε φορά με την κίνησή του αυτή, βάλε-βγάλε το χέρι στην τσέπη, φοβόταν εκ νέου ότι θα του πέσει και θα χαθεί το απειρολάχιστο κομμάτι του τόσο σημαντικού και πολύτιμου για τον ίδιο πράγματος, και ξαναέβαζε το χέρι στην τσέπη για να ελέγξει και το ξαναέβγαζε το πολύτιμο αυτό αντικειμενάκι και το κοίταζε στον ήλιο προσεχτικά, να δει μήπως είχε σημειωθεί καμιά φθορά, και έτσι συνέχιζε, σε έναν φαύλο κύκλο, φοβούμενος διαρκώς την απώλεια του πολύ σημαντικού πράγματος που του είχε τύχει, και ξεχνούσε μέσα στο φόβο του να το χαρεί το ρημάδι. Θα μπορούσε να το λέγανε ζωή ή και κάπως αλλιώς, δεν έχει σημασία. 

 

29 Οκτ 2014

Εντάξει, ας μη σκίσουμε τα ρούχα μας ακόμη

Επί πολλά έτη ασχολούταν καθόλου επιπόλαια με τα κείμενα (άρα και τις ζωές) των άλλων. Παλιότερα, στην ερώτηση "τι δουλειά κάνεις;", απαντούσε "οικοδόμος, μπετατζής, μερεμέτια κάθε είδους", αν και τα τελευταία χρόνια η ερώτηση αυτή είχε πέσει σε αχρηστία λόγω κρίσης και ανεργίας. Θεωρούσε την αποδοκιμασία της εν λόγω απάντησης απ' όσους ήξεραν την ενασχόλησή του με τα κείμενα περιφρονητική και βαθιά ελιτίστικη, όσο ελιτίστικη είναι και η άποψη που λέει ότι επειδή κάποιος ειναι μορφωμένος πρέπει να αμείβεται περισσότερο, όσο ελιτίστικη ειναι κάθε άποψη που αποδέχεται τις μισθολογικές και γενικότερα εισοδηματικές και ακόμη γενικότερα κοινωνικές ανισότητες, βασισμένη σε οποιοδήποτε φαινομενικά λογικο ή μη κριτήριο. Στην τελικη, η δουλειά του οικοδόμου είναι απολύτως σημαντική καθότι χτίζει τα σπίτια των ανθρώπων, τα δε μερεμέτια κρίνονται απολύτως απαραίτητα για να καταπολεμηθεί η φθορά που επιφέρει ο χρόνος. Ομοίως κι αυτός όταν δούλευε στα κείμενα (άρα στις ζωές) των άλλων λειτουργούσε ως ένας ακόμη μεροκαματιάρης που κάνει μερεμέτια στις οικοδομες και τα σπιτια. Οι λέξεις κάθε κειμένου ύψωναν τοίχους που σχημάτιζαν δωμάτια προτάσεων και διαμερίσματα-παραγράφους και εντέλει κείμενα-πολυκατοικίες, και πολλά μαζί γίνονταν συγκείμενα και παρακείμενες πολιτείες ολόκληρες. Κι ήταν δική του ευθύνη ο έλεγχος των υλικων, αν ήταν τα κατάλληλα και αν είχαν τοποθετηθει σωστά. Επίσης καμιά φορά, μετά την αποπεράτωση των κτιρίων, συνέτασσε πορίσματα σχετικά με τη λειτουργικότητα αλλά και την ποιότητα της κατασκευής τους, τη φιλικότητα προς τον χρήστη και το περιβάλλον, ενώ τώρα τελευταία φρόντιζε για το αλφάδιασμα των τοίχων, την ευθυγράμμιση των τειχίων στο χώρο και τον χρόνο, αλλα και για τον φωτισμό των δωματίων, ώστε να μη σχηματίζονται επικίνδυνες σκιές που φοβίζουν τις ευαίσθητες ψυχές σαν πέσει το σκοτάδι.
Ωστόσο, μέσα σε όλα αυτά τα σχήματα που σχημάτιζαν τα κείμενα αυτός ασφυκτυούσε. Μπορεί κανείς να πει πως μέσα στους τοίχους που υψώνανε οι λέξεις αυτός δυστυχώς δυστοιχούσε (sick - και το "sick" sic). Μια μέρα κατηφής αναρωτιόταν πώς θα ξεφύγει απ' αυτό το υπαρξιακό του αδιέξοδο, μέχρι που είδε στο δρόμο έναν συμπολίτη του, από τους γνωστότερους, καλύτερους και συμπαθητικότερους συγγραφείς, του οποίου τα έργα εσχάτως κοσμούσαν (στην κυριολεξία) τις λίστες με τα ευπώλητα, και σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να τον πάρει από πίσω, να ακολουθήσει πιστά τα βήματά του, να παρακολουθήσει τη διαδρομή του, μπας και βρει έτσι την έξοδο του κείμενου λαβυρίνθου όπου είχε εγκλωβιστεί, μόνο που ο εξαιρετικός και συμπαθής συμπολίτης συγγραφέας ακολούθησε μια διαδρομή απολύτως ευθεία και κατά συνέπεια σύντομα βαρετή και κουραστική, δίχως να παρεκκλίνει, δίχως εμπόδια, δίχως λακκούβες, ανηφόρες, κατηφόρες, μοιραίες γυναικες, ζιγκ ζαγκ, πυξ λαξ και ιπτάμενα πιάνα στο κεφάλι του, μια ευθεία γραμμή τόσο ευθεία που εν πολλοίς έμοιαζε με την ευθεία γραμμή που βγάζει στις ταινίες το μηχάνημα όταν πεθαίνει ο ασθενής, και τρόμαξε ο μπετατζής, έκλασε μέντες και έτρεξε γρήγορα να κρυφτεί μέσα στα κείμενα και τις ζωές των άλλων. 



23 Οκτ 2014

Baby we'll be fine

Μέχρι να έρθει η ώρα να πατήσει πάλι το κουμπί, προλαβαίνει να παίξει δύο ακόρντα εναέριας κιθάρας, να κουνήσει τη λεκάνη του μία φορά ρυθμικά προς τα αριστερά και άλλη μία προς τα δεξιά και να μουρμουρίσει κάποιον από τους αγαπημένους στίχους.
Συνήθως το “
baby' we'll be fine”.
Η διαδικασία είναι απλή, μηχανική, την έχει ξανακάνει τόσες φορές στο παρελθόν. Μπορεί να την εκτελέσει κι ενας χαζός, καλή ώρα, ή ένα έξυπνο ανθρωποειδές, ένα ρομπότ. Πατάει το κουμπί και το μηχάνημα σκούζει. Σηκώνει το καπάκι, τοποθετεί καινούργιο υλικό, κατεβάζει το καπάκι. Περιμένει να ανάψει πράσινο. Εκείνο το χρονικό διάστημα είναι που τα κάνει όλα, αυτός ο χρόνος είναι ο απόλυτα δικός του. Μέχρι ν' ανάψει πράσινο το κουμπί: ακόρντα, χορός, τραγούδι.
Baby we'll be fine.
Κάποιες φορές, μέχρι να ξαναπατήσει το κουμπί, σπλαχνικές κυρίες από τα γύρω γραφεία, με καφέ και τσιγάρα, εφαρμόζουν τη δική τους ανταλλακτική οικονομία, αυτή της εξυπηρέτησης και του γνωστού στην κατάλληλη θέση, σ' εξυπηρετώ-με εξυπηρετείς, βρίσκουμε την παρακαμπτήριο, κάνουμε τη δουλειά μας, διότι ειδάλλως με το σύστημα δεν βγάζεις άκρη, δεν υπάρχει κράτος, αγάπη μου, τα διαλύσαν όλα, δεν άφησαν τίποτε όρθιο οι αλήτες – όταν δεν ανταλλάσσουν γνωστούς στην κατάλληλη θέση, αντάλλασσουν ονόματα ιερέων από κάποια ενορία, πάρ' τον τηλέφωνο και πες του να σε διαβάσει στην παράκληση το απόγευμα, είναι καλός, κι όταν τελείωνουν και με τους ιερείς αναρωτιούνται τι φρούτο περίεργο είναι αυτός ο έκτακτος ο καινούργιος, που δεν μιλάει και παίζει κιθάρα στον άερα και λικνίζεται υπό τους ήχους ενός τραγουδιού που μόνο αυτός ακούει μουρμουρίζοντας πού και πού
Baby we'll be fine.
Αλλες στιγμές, σπάνιες, πιο εμπνευσμένες, παρατάει το τραγούδι, το χορό και την κιθάρα, και μέχρι να έρθει η ώρα να πατήσει το κουμπί, σκέφτεται κάτι παππούδες, μια αδίστακτη συμμορία παππούδων, ηλικιωμένων, συνταξιούχων οι οποίοι παραμονεύουν, στήνουν καρτέρι έξω από τα φαρμακεία της πόλης μέχρι να εντοπίσουν ανυποψίαστους και ανήμπορους συμπαππούδες, συνηλικιωμένους συσσυνταξιούχους, άρτι προμηθευθέντες από το φαρμακείο τα φάρμακα του μήνα με τη σύνταξη του μήνα, τους οποίους ξεμοναχιάζουν και τους κλέβουν τα φάρμακα, εκ των οποίων όσα η αδίστακτη συμμορία δεν χρησιμοποιεί για τη δική της υγεία τα βγάζει στη μαύρη αγορά και τα επαναπροωθεί στους ανυποψίαστους, ανήμπορους συμπαππούδες, συνηλικιωμένους, συσσυνταξιούχους, πρώην θύματά τους, αλλά δυστυχώς δεν ξέρει την κατάληξη αυτής της ιστορίας γιατί μέχρι να τη βρει έχει έρθει η ώρα να πατήσει το κουμπί και δεν πρόλαβε καν ετούτη τη φορά να μουρμουρίσει
Baby we'll be fine.

 ΥΓ. Καμιά φορά οι φάτσες που βλέπεις ν' ακούν τη μουσική που σε αρέσει και σένα σε κάνουν να νιώθεις κάπως άβολα


21 Οκτ 2014

θεατρόφιλος και book-stalker

Ενας τύπος μια φορά (στη ζωή του) πήγε σε μια θεατρική παράσταση, αδιάφορο ποια, αδιάφορο επίσης ποιανού δημιουργού, ποιανού σκηνοθέτη, ποιανού ηθοποιού, ούτε έχει σημασία για την εξέλιξη της ιστορίας, παγκόσμιας και τοπικής, αν του άρεσε η παράσταση ή όχι, πάντως είτε έτσι είτε αλλιώς, η παράσταση τον σημάδεψε ανεξίτηλα - χάρη στη μοναδική ποσοτικά αλλά και ποιοτικά αυτή εμπειρία σχημάτισε μιαν άποψη εμπεριστατωμένη και επιπαντοσεπιστητούτια και κάθε φορά που άκουγε να μιλάνε για το θέατρο γενικά ή για μιαν οποιαδήποτε άλλη παράσταση στο θέατρο, ή για το θέάτρο κάποιου ποδοσφαιριστού, για κάποια παράσταση διαμαρτυρίας, για την παράσταση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και για πράγματα άσχετα με τις παραστάσεις και τα θέατρα, έπαιρνε το λόγο και ξεκινώντας με τη φράση "εγώ έχω πάει στο θέατρο" ξιφουλκούσε εναντίον όλων βγάζοντάς τους λάθος, τι ξέρανε σάμπως κι αυτοί; αυτός, μόνον αυτός, είχε εμπειρία από πρώτο χέρι, είχε δει με τα ίδια του μάτια, είχε εντυπωσιαστεί και σχηματίσει εντύπωση και ήταν αποφασισμένος να κάνει εντύπωση με ένα (και μοναδικό, ποιοτικά και ποσοτικά μιλώντας) μοντέλο σκέψης καλύτερο και από τη Λιντα Εβαγκελίστα. Και επειδή είχε πρήξει των πάντων αγίων και μη τους όρχεις, τούς είχε κάνει κύμβαλα για να παίζουνε διάφοροι χεβιμεταλάδες, χαρντκουράδες, φρίκουλες, ρασταφάριανς και λοιποί ζογκλέρ, που κάνουν κόλπα με μπαλάκια βγάζοντας φλόγες από το στόμα, τον πλησίασε μια μέρα κάποιος ξαφνικά, ζορισμένος από το οίδημα στους όρχεις και του είπε “ε, μα σκάσε επιτέλους, εξαιτίας σου και του οιδήματος που μου προκαλείς κοντεύω να χάσω τη δουλειά μου”. Η δουλειά του κάποιου αυτού ήταν αυτό που στην πιάτσα και στη Γηραιά την Αλβιόνα και στην αγγλική τη γλώσσα το λένε “book stalker”, στην Ελλάδα δεν είναι ίσως δόκιμος ο όρος “βιβλιοπαραμονευτής” ή “βιβλιοκαταδιώκτης” ή “βιβλιοψύχ” ή “βιβλιοπαρακολουθητής” αλλά αυτό έκανε ο συγκεκριμένος: παρακολουθούσε βιβλία, προσοχή παρακαλώ, εντάξει και ανάπαυση, η οποία είναι προτιμότερη από την ημιανάπαυση, σε αντίθεση με την ημιμάθεια που είναι προτιμότερη από την αμάθεια (κι επ' αυτού μην ακούτε τους ημιμαθείς που λένε περί του αντιθέτου), απόδειξη δηλαδή ότι το ίδιο μοντέλο σκέψης δεν προσαρμόζεται παντού, εν πάση και εν σούτι (γκολ!) περιπτώσει, δεν πα' να 'ναι κι η Λίντα Εβανγκελίστα ή η Σούλα από την Ευαγγελίστρα, έλεγα λοιπόν πως προσοχή ούτος, δηλαδή αυτός και όχι ο άλλος, ο βιβλιοπαραμονευτής, ο μπουκ ο στόκερ, καμία σχέση με τον Μπραμ, συγγραφέα του Δράκουλος, ουτε και με τις μελιτζάνες τις Μπρ(ι)αμ, ούτος -λέγε επιτέλους!- ο βιβλιοκαταδιώκτης παρακολουθούσε μόνο τα βιβλία, την πορεία τους, όλες τις εκδόσεις, τι βγαίνει, τι δεν βγαίνει, πόσο τιμάται και γιατί, τι γράφει η κάθε κριτική, έντυπη και διαδικτυακή, διάβαζε και του βιβλίου την περίληψη αλλά μέχρις εκεί, δεν διάβαζε ποτέ του τις σελίδες, αρχή, μέση και τέλος, δεν ήξερε ποτέ του την ουσία, τα πώς και τα γιατί, τι κατέβαζε η γκλάβα του συγγραφέα, ήξερε όμως καλά όλες τις κυκλοφορίες και όλες τις πληροφορίες, σαν “βιβλιοασφαλίτης”, που είναι ελάχιστα πιο αξιοσέβαστο επάγγελμα από το σχεδόν χειρότερο του κόσμου, αυτό του βιβλιοασφαλιστή, διότι υπάρχει κι ο απόλυτος πάτος, το επάγγελμα του βιβλιοβασανιστή, που για όλα αυτά θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά που θα μ' έχει πιάσει ανάλογη βλακεία. 


ΥΓ. Είμαι φίλος της φίλης του Μπεν. 


19 Οκτ 2014

H Αποπάνω

Η Αποπάνω, συμπληρώσασα (να κι αν είν' σωστή η μετοχή, να κι αν δεν είναι...) χρόνους πολλούς σκληρής και αφοσιωμένης εργασίας, θέλοντας και μη αναγκασθείσα να συνταξιοδοτηθεί, ξυπνούσε κάθε πρωί, έρημη, μοναχή, στο ρετιρέ της, τη θέα από το οποίο αδυνατούσε ν' απολαύσει, πόσο κανείς τα πουλιά και τον ουρανό πια να κοιτάξει; βαριότανε βλέπεις, γραία και συνταξιοδοτημένη, ευρισκόμενη τόσο ψηλά, δίχως ένα απέναντι μπαλκόνι σαν κι αυτά που είχε ακούσει ότι παλαιόθεν είθισται να βγαίνουν και να κάθονται άλλοι συνταξιοδοτημένοι, είτε δυο-δυο, είτε τρεις-τρεις, είτε και μοναχοί και να πίνουνε καφέ τούρκικον βαρύν γλυκόν κοιτώντας κατασκοπευτικά τους απέναντι συνταξιοδοτημένους, που κι αυτοί είτε δυο-δυο, είτε τρεις-τρεις, είτε και μοναχοί πίνουν καφέ τούρκικον βαρύν γλυκόν και αντικοιτούν αντικατασκοπευτικά τους απέναντι συνταξιοδοτημένους, τέλος πάντων θέλω πω πως η Αποπάνω δεν είχε κανέναν απέναντι από το ρετιρέ της να κοιτάζει αλλά και να την κοιτάζει, μόνη της χαρά και ενδιαφέρον και περηφάνεια ο απέραντος χώρος της οικίας της, του ρετιρέ της, τόσα τετραγωνικά, τόσος ΕΝΦΙΑ πάντα στην ώρα του πληρωμένος και έπιπλα από τα καλά, που πάνω τους, στις καλές εποχές, κάθισαν τα παχουλά πλειστάκις κρυφίως αεριζόμενα εξέχοντα οπίσθια όλης της καλής κοινωνίας, τώρα όμως που εσυνταξιοδοτήθη ουδείς την ενθυμείται, ουδείς εχει ανάγκη τις επαγγελματικές της υπηρεσίες, κι έτσι η Αποπάνω άλλο τι να κάμει καθημερινώς δεν έχει πέρα από το να σηκώνεται κάθε πρωί και να καθαρίζει το σπίτι, να μετακινεί τα έπιπλα, να χτυπάει τα χαλιά, φορώντας πάντα παπούτσια με τακούνι, και αφού τελειώσει το συγύρισμα, ξαναμετακινεί τα έπιπλα, άλλωστε τόσο χώρο έχει, κρίμα να πηγαίνει χαμένος, μέχρι που μια μέρα, Κυριακή ήτο, θυμούμαι, 19 του Οκτώβρη, Ιωήλ Προφήτου, Ουάρου μάρτυρος, Μνάσωνος επισκόπου Ταμασού Κύπρου, που έχει γενέθλια και μια παλιόφιλη και συμμαθήτρια του γράφοντος, χτύπησε το κουδούνι κι η Αποπάνω εχάρη, εις επισκέπτης την ενεθυμήθη, αν και απροειδοποίητα, αααα, μα δεν θα παραλείψει να τον επιπλήξει, έσιαξε την ούτως ή άλλως άψογη κουπ της βιαστικώς εις τον καθρέφτη του πορτμαντό εις το χολ κι άνοιξε παραλείποντας να κοιτάξει από τον οφθαλμίσκο της πόρτας, μέγιστο ολίσθημα, αν το είχε πράξει σίγουρα θα είχε επιζήσει, διότι θα είχε δει η Αποπάνω τον Αποκάτω που τον λέγαν Πάνο και που μην αντέχοντας άλλο τα τακούνια και το συγύρισμα και την καθημερινή μετακίνηση και το σούρσιμο των επίπλων είχε πάρει απόφαση να τη δολοφονήσει.
Κι έτσι πήγε η γραία Αποπάνω, ούτε από πέσιμο ούτε από χέσιμο, αλλά από Πάνο.

11 Οκτ 2014

Lost in the supermarket

Πήρε να γράφει πάνω σε ένα δελτίο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης για τις αυξήσεις στα εισιτήρια του ΟΑΣΘ:
“Καμιά φορά, φαντάζομαι οδοφράγματα στα σουπερμάρκετ. Κι εγώ ψυχοπαθής δολοφόνος. Σαν βιντεογκέιμ. Αλλά ψηλός, σωματαράς, ξανθομάτης, γαλανομάλλης. Ζωσμένος με απορρυπαντικά προχωρώ σε μαζικές εκκαθαρίσεις καταναλωτών που δεν ξέρουν τι θέλουν, αλλά τα θέλουν όλα, τη στιγμή που εγώ ξέρω τι θέλω και πώς να το πάρω επίσης. Πίσω από τα αλλαντικά εκτοξεύω σαλάμια σκόρδου, παστουρμάδες και ροκφόρ, παρακεί στα μπαχαρικά πέφτουν δακρυγόνα και σπρέι πιπεριού, λίγο πιο κει αέρια μουστάρδας, τρέχουν στους διαδρόμους αίματα απο το κέτσαπ. Φτιάχνω ναρκοπέδια με μπανανόφλουδες. Εκτοξεύω γιαούρτια, ντομάτες. Παίρνω μπόμπες από την κάβα, κάποιες τις πίνω, άλλες τις χρησιμοποιώ για να ξεκάνω άμαχο πληθυσμό. Στα χαρτιά υγείας, κρύβομαι και καθαρίζω τις πληγές μου, γεμίζω υγεία, επουλώνονται τα τραύματά μου. Κλάματα, οδυρμοί, παρακάλια. Πετώ στα θύματά μου χαρτομάντιλα έξτρα απαλά και σαμπουάν μπέημπι σαμπού ουρλιάζοντας “όχι πια δάκρυα, καθάρματα”. Τίποτε δεν με κάνει να αναθεωρώ. Ελεος κανένα για κανέναν. Προστατευμένος στο -ουάν νάητ- σταντ με τα προφυλακτικά, ετοιμάζομαι να τελειώσω: Θα τους ξεκάνω όλους. Ενας απ' όλους αυτούς -μπορεί και όλοι- μού έκλεψε τη σειρά. Δεν είναι ότι βιαζόμουν κυριε Πτώμα μου και κυρά-Πληγωμένη μου, όχι, τι να βιαστώ, δεν έχω κάτι να κάνω. Αλλά να, πέρα από το αίσθημα περί δικαίου που με διακατέχει και που ευτυχώς δεν πνίγει εμένα αλλά εσένα, γουστάρω να τα κάνω όλα λίμπα”.
Εβαλε τελεία, έβγαλε αναστεναγμό και πόνο, έβαλε να δει παλιά επεισόδια Κάντυ-Κάντυ.


8 Οκτ 2014

O σεκιουριτάς τι σχέση έχει;

Εκείνον τον καιρό δούλευε σεκιουριτάς σε ένα πολυκατάστημα, ναι, φυσικά, τον κύριο Πάνο, τον φονιά, τον είχε προσέξει, δουλειά του ήταν άλλωστε, που πήγαινε καθημερινά και ξεφύλλιζε βιβλία, λίγη ώρα το καθένα, πολλά μαζί κάθε φορά, τα έπιανε με τη σειρά στο ράφι, ένα-ένα τα έβγαζε και τα έβαζε πάλι πίσω, μα δεν αγόραζε ποτέ κανένα, γελούσαν όλοι στο μαγαζί, πωλητές και σεκιουριτάδες, με τον κύριο Πάνο, βλαμμένος αλλά άκακος λέγανε, πού να ξέρανε, όχι μόνο ότι ήξερε τι λέγαν γι' αυτόν πίσω από την πλάτη του, πού να ξέρανε ότι ήτανε φονιάς, και μάλιστα κατά συρροήν, όχι μανιακός ωστόσο, ανιαρός περισσότερο, εξ ανάγκης και ουχί καθ' έξιν και κατ' επάγγελμα, ανιαρός δολοφόνος κατά συρροή, που άλλο τίποτε της προκοπής δεν είχε να κάνει στη ζωή πέρα από το να ξεφυλλίζει βιβλία, αγαπημένο του είδος η βιογραφία κι επειδη τις είχε διαβάσει όλες όλων των σημαντικών προσωπικοτήτων, άρχισε να διαβάζει βίους αγίων, βιογραφικά συγγραφέων γραμμένα στ' αυτάκια των βιβλίων και βιογραφικά αιτήσεων για εργασία που έβρισκε πεταμένα στα σκουπίδια, διότι δεν είχε δική του ζωή, σημαντική, ξεχωριστή, εντούτοις ήθελε διακαώς να αυτοβιογραφηθεί και σκεφτόταν να κλέψει από τα βιογραφικά των άλλων που τα διάβαζε καθώς σκότωνε το χρόνο και την ώρα του στους δρόμους, στα βιβλιοπωλεία και στα πολυκαταστήματα, θα την ονόμαζε "Αναζητώντας τον σκοτωμένο χρόνο" ή "Βίος και πολιτεία μιας δολοφονημένης ώρας".  

6 Οκτ 2014

Μούσα, σας βαρέθηκα

Καθισμένος στο γραφείο μου βαριόμουν. Το βιβλίο που διάβαζα, πάνω από χίλιες τόσες σελίδες, μου 'χε πέσει κομματάκι βαρύ. Βαριέμαι τον αθλητισμό, το ξέρεις, και κυρίως την άρση βαρών και την άρση βαριών βιβλίων, τούβλων δηλαδή, που κάνουν και για την οικοδομή, αλλά και βαρέων νοημάτων, όσο από ένσημα ούτε ένα βαρέο και ανθυγιεινό δεν κόλλησα ποτέ μου, τα τελευταία χρόνια μάλιστα ούτε καν από τα ελαφριά σαν πούπουλο δεν έτυχε να κολλήσω -περίεργο που τις αρρώστιες και τα ένσημα αμφότερα τα κολλάμε- κι όχι, δεν ήταν από βαρεμάρα. Εσχάτως μέχρι και την άρση μπιρών βαρέθηκα, γέρασα, δεν το σηκώνω πια το πολυ το αλκοόλ. Καθισμένος στο γραφείο μου, ηθελα εδώ και ώρα αλλά βαριόμουν να κινηθώ προς τα δεξιά, άλλωστε το έκανε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ καλύτερα από μένα. Κι όπως ήταν αναπόδραστη αναγκαιότητα για το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως να κινηθεί προς τα δεξιά, προκειμένου να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή, έτσι ήταν ζωτικής σημασίας για την ψυχική μου ευφορία να κυλήσω ελαχίστως την τροχήλατη καρέκλα μου προς τα δεξιά, τόση δα μικρούλικη κίνηση να κάμουν τα ροδάκια, σαν να λέμε από τα έξω δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τα έξω αριστερά της ΔΗΜΑΡ, προκειμένουν να υπάρξει μουσική αλλαγή, διότι είχα βάλει από το πρωί να παίζει στο repeat ένα σιντί των Μιουζ -που, τι παράξενο, σημαίνει Μούσα, είναι δυνατόν να βαρεθεί κανείς τη Μούσα και τα μούσια (του); τριχες δηλαδή- κι είναι αλήθεια πως μετά από τόσες ακροάσεις, δεν θέλει και πολύ να γίνει η στραβή, είχα βαρεθεί τη ζωή μου, σε σημείο τέτοιο που να λέω πού το 'χω το πιστόλι, κάπου σ' εκείνο το ντουλάπι στ' αριστερά μου, αλλά δεν βαριέσαι, πού να ξεσηκώνεσαι τώρα και να παίρνεις τα όπλα, κάνε λίγο τη ρόδα δεξιά και άλλαξε cd, να ομορφύνει η ζωή, και για δες που ξεκίνησα να γράφω, κυριολεκτικά, από βαρεμάρα, και κατέληξα να γράφω αλληγορικά και τάχαμου πολιτικά...

ΥΓ. Ναι, σωστά κατάλαβες, τελείωσαν οι μπαταρίες του τηλεκοντρόλ του στερεοφωνικού, νομίζω επί κυβέρνησης Κωστάκη, και βαριέμαι να τις αλλάξω...

5 Οκτ 2014

Δυο τύποι σ' ένα μπαρ

Δύο τύποι κάθονται σ' ένα μπαρ, ψέματα, στην πραγματικότητα στέκονται, παρκαρισμένοι θαρρείς έξω από το μπαρ, κοιτούνε μέσα, κόσμος μπαίνει βγαίνει, αυτοί ασάλευτοι, φαντάζονται πως κάθονται στο μπαρ και πίνουν το ποτό τους, πίνουν, καπνίζουν, συγγνώμη, λέει ο ένας, μήπως σας ξέρω από κάπου; από πού; αναρωτιέται ο άλλος, αλλά, ναι, οπωσδήποτε, μού είστε γνωστή φυσιογνωμία, πού υπηρετήσατε στο στρατό; δεν ήταν στο στρατό, όχι, συζητώντας και ρωτώντας τα εξαντλήσανε όλα, πιθανά και απίθανα, πού μπορεί να είχαν γνωριστεί και δεν το βρίσκανε, εντέλει μήπως σας ονειρεύτηκα προχθές; πέταξε σχεδόν απελπισμένα ο ένας, δεν ξέρω, δεν συνηθίζω να συχνάζω στα όνειρα των άλλων, απάντησε ο άλλος, μα πώς, επέμεινε ο ένας, σας είδα, εκεί σας είδα στο όνειρό μου, ξεφλουδίζαμε και στρίβαμε μαζί κάτι... - κάτι φυστίκια; τον διέκοψε φωνάζοντας ο άλλος, ναι-ναι, τώρα σας ενθυμούμαι, βεβαίως, φυστίκια στρίβαμε, μα δεν ήταν δικό σας όνειρο αυτό, ήταν δικό μου, από κει σας ξέρω, σας είδα στο όνειρό μου να ξεφλουδίζουμε και να στρίβουμε μαζί τα τσόφλια από τα φυστίκια, και να τα καπνίζουμε ναι! Ω μα ήταν το ωραιότερο φτιάξιμο της ζωής μου, και δεν μπορούσες πια να ξεχωρίσεις τον έναν από τον άλλο που είχαν δει κι οι δυο το ίδιο όνειρο ακριβώς, και στο κοινό τους όνειρο είχαν γνωρίσει ο ένας τον άλλον και το πήραν πρέφα μέσα στο μπαρ όπου φαντάζονταν ότι πίνανε ποτά καθώς στέκονταν στην πραγματικότητα κι οι δυο έξω απ' αυτό, ακίνητοι, παρκαρισμένοι, ανέλπιδοι, έχοντας άγνοια ο ένας για την ύπαρξη του άλλου αλλα και για το γεγονός ότι αμφότεροι ζούσαν τον ίδιον εφιάλτη.


1 Οκτ 2014

Το λειτούργημα και η μετεξέλιξή του σε καιρό πολέμου (τυχαία συνέχεια εκ του προηγουμένου)

Σύντομα, ξέσπασε πόλεμος. Στον πόλεμο αυτόν κατέρρευσαν όλοι οι επαγγελματικοί κλάδοι. Από τα παλιά επαγγέλματα τα μόνα που επιβίωσαν ήταν αυτά του μπάτσου, του ρουφιάνου, του λιβελογράφου και του χειροκροτητή. Επίσης άντεξαν οι σε προηγούμενη ανάρτηση αναφερθέντες παραποιητές – παραφραστές, όχι μόνο άντεξαν δηλαδή, αλλά γνώρισε τέτοια άνθηση ο κλάδος που σύντομα δημιουργήθηκε ανάγκη για όλο και περισσότερους από δαύτους, αλλά και για τη μετεξέλιξή τους σε παρερμηνευτές - αποψάκηδες επιπαντοσεπιστητοιούτους. Κάποιοι απ' αυτούς ήσαν παλιοϊδεολόγοι, άλλοι ιδεοκώλοι, κάποιοι κωλολόγιοι και πολλοί εξ αυτών φραγκοφονιάδες, οι οποίοι ρίχνονταν με τα μούτρα, με περίσσειο θάρρος και θράσος, στον πόλεμο χαρακωμάτων που είχε ξεσπάσει, ο καθείς από το δικό του μετερίζι, γραφείο, οθόνη, και ερμήνευε την πραγματικότητα κατά το δοκούν ή κατά παραγγελία. Η δόλια η πραγματικότητα στη μέση, παρερμηνευμένη, παραβιασμένη όσο και η λογική, γινόταν στόχος κάθε είδους βόμβας, πότε τύπου hot bomb από τη μια και πότε τύπου protabomb από την άλλη, η κάθε πλευρά είχε την τεχνολογία της βλέπεις, το διόλου μυστικό συστατικό της οποίας ήταν τα σκατά, τα οποία εντέλει, καθώς οι βόμβες πέφταν βροχή πότε απ' εδώ και πότε απ' εκεί, γίναν βασικό συστατικό της πραγματικότητας όλων. Και το χειρότερο; Σύντομα, με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, θα παρουσιαζόταν έλλειψη σε κωλόχαρτο, θα στερεύανε τα καζανάκια και το σκατό μας θα γινόταν παξιμάδι.

Εγώ; Όπως τα λέει ο διάσημος σαϊεντολόγος στο βίντεο


30 Σεπ 2014

Επάγγελμα, τι επάγγελμα; Λειτούργημα!

Τού είχε ανατεθεί το τιμητικό καθήκον να καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια, ανατριχιαστική ή και βαρετή, δεν είχε σημασία, τις ζωές των ανθρώπων. Καθισμένος στην καινούργια, υπερ-αναπαυτική καρέκλα γραφείου μισοκοιμόταν παρακολουθώντας στην οθόνη τις ζωές των άλλων. Στον ύπνο του άκουγε δυνατά κράουτ ροκ. Είχε κάποτε, στα νιάτα του, πρωταγωνιστήσει σε μια βιντεοκασέτα και ντρεπόταν γι' αυτό. Δεν ήταν καν πορνό, ώστε να μπορεί να περηφανεύεται γι' αυτό. Ηταν παραφραστής και παραποιητής. Βαριόταν ν' ακούει και να παρατηρεί τους άλλους. Οι σκέψεις τους εντέλει τον απογοήτευαν. Οι ζωές τους επίσης. Για κάθε τους λόγο, έβρισκε ότι κατι καλύτερο θα μπορούσαν να είχαν πει. Για κάθε τους πράξη, ότι κάτι καλύτερο θα μπορούσαν να είχαν πράξει. Καταγράφοντας λεπτομερώς τις ζωές όλων των ανθρώπων, του κόσμου όλου, για να μη βαριέται, πήρε να τις παραλλάσσει, να επινοεί πράγματα και καταστάσεις. Να παραφράζει όσα είπαν. Να παραποιεί τις πράξεις. Να προσποιείται ότι ξέρει καλύτερα. Η δική του εκδοχή των πραγμάτων ήταν πιο ενδιαφέρουσα, πιο συναρπαστική και απολύτως εμπορική ως προϊόν. Έστελνε το δείγμα στον κάθε έναν ξεχωριστά, να, φίλε, ποια θα μπορούσε να είναι η ζωή σου, αν θες και την υπόλοιπη έτσι όπως θα έπρεπε να είναι, χρεώνω δέκα ευρώ την κάθε παράφραση και εικοσιπέντε την κάθε παραποίηση. Για κάθε προσποίηση, καλάθι και φάουλ, μια τελευταία, χαριστική βολή, παράδοση κατ' οίκον, αποτελεσματικότητα και εχεμύθεια γκαραντί. 

28 Σεπ 2014

Κεφαλαιοποιώντας ένα ρεζιλίκι

Πρώτη φορά σκίστηκε το παντελόνι του, κάθετα, στο πίσω αριστερό μπατζάκι, από το κωλομέρι ίσαμε την κλείδωση του γονάτου, στην οδό Δροσοπούλου της Αθήνας, ξημερώματα, έχοντας καταναλώσει αναρίθμητα ποτά σε ισάριθμα μπαρ της πρωτευούσης.
Ή μπορεί να μη σκίστηκε εκεί, αλλά σε κάποιο απ' τα μπαρ που είχε επισκεφτεί νωρίτερα.
Αλλά δεν το είχε καταλάβει.
Ούτε θα το καταλάβαινε, αν δεν το έβλεπε ο φίλος του ο Χ, που -παρότι τύφλα κι ο ίδιος- σάστισε “ωχ τι τρύπα είναι αυτή στο παντελόνι σου ρε;”.

Ποτέ δεν συμπάθησε τα παντελόνια. Οντας χοντρός, προτιμούσε τις φόρμες, παρότι μισούσε τα σπορ και τη γυμναστική. Αλλωστε ουδείς τραυματίστηκε μη γυμναζόμενος, κάθε άλλο: μόνον οι αθλητές υπέφεραν από συχνούς τραυματισμούς.

Φορούσε φόρμες. Και θα συνέχιζε να φοράει. Στο σπίτι, στο δρόμο, στα μπαρ και στη δουλειά. Η φάση άλλαξε και άρχισε να πηγαίνει κατά διαόλου τη μέρα που εκείνος ο κρετίνος ο προϊστάμενός του τον ρώτησε “μήπως είσαι αθλητής;” - “όχι, κυριε προϊστάμενε, αθλητής εγώ; θεός φυλάξοι!” - “τότε γιατί σε βλέπω πάντα με φόρμες;”, στο βάθος κάποιο ραδιοφωνάκι έπαιζε την Γκλεντόρα στην εκτέλεση του Πέρι Κόμο και την επομενη κιόλας μέρα αγόρασε παντελόνια, τζιν και κοτλέ, μαύρα, μπλε και μπλουμπλάκ.

Τελευταία φορά σκίστηκε το παντελόνι του, το ίδιο ή κάποιο άλλο που είχε σκιστεί και στο παρελθόν και το είχε μπαλώσει, χθες βράδυ, κάθετα, στο πίσω αριστερό μπατζάκι, από το κωλομέρι ίσαμε την κλείδωση του γονάτου, στην οδό Παρασκευοπούλου της Θεσσαλονίκης, μέσα σ' ένα παλαιοπωλείο χαζεύοντας βινύλια του Χάρρυ Κλυνν και της Σωτηρίας Μπέλλου και κάνοντας χάζι το κορίτσι που διάλεγε κόμιξ ενώ το αγόρι της ο φλώρος είχε στηθεί απ' έξω από την πόρτα και της έλεγε άντε Κική βαρέθηκα και την απειλούσε ότι θα φύγει αλλά δεν έφευγε ο λελές.
Ή μπορεί και να μη σκίστηκε εκεί. Μπορεί σε κάποιαν άλλη οδό. Σε κάποιο άλλο μαγαζί, παγκάκι, πεζοδρόμιο, δρομάκι όπου χάζευε τους άλλους να ζουν και να τον προσπερνούν.
Πάντως σίγουρα δεν σκίστηκε σε μπαρ.
Δεν είχε επισκεφτεί κανένα μπαρ της συμπρωτευούσης.
Ήταν παντελώς νηφάλιος.
Νωρίτερα, στην παραλία, ένιωσε μια κάποια δροσιά, στο πίσω μέρος του ποδιού του, αλλά δεν θα το καταλάβαινε, αν δεν το έβλεπε, σκασμένος στα γέλια, ο φίλος του ο Σ.
Ντροπιασμένος πήρε ταξί και γύρισε σπίτι.

Από κείνο το πρώτο σκίσιμο μέχρι το χθεσινό το τελευταίο ξεμέθυσε τελείως.
Δεν είχε κρετίνο προϊστάμενο. Η Γκλεντόρα δεν ακουγόταν πουθενά από κανέναν.
Κι η κατάσταση είχε γαμηθεί τελείως.

ΥΓ Για τον Στ., που φεύγει. 

24 Σεπ 2014

Μια βλακεία και πώς έφτασε σε αυτήν

Ήταν εθισμένος, το ήξερε καλά. Εθισμένος στο στοματικό διάλυμα. Οταν δοκίμασε πρώτη φορά, ξετρελάθηκε. Η εμπειρία ήταν μοναδική. Το κάψιμο στο στόμα, πρωτόγνωρη εμπειρία. Και η αναπνόη του μετά, που μέχρι πρότινος βρωμούσε θάνατο, σαν κάτι να είχε ψοφήσει και σαπίσει στο στομάχι του, πεντακάθαρη και ευωδιαστή.
Αρχισε να κάνει γαργάρες όλο και συχνότερα. Στην αρχή, μια-δυο φορές την ημέρα. Μετά, σχεδόν κάθε μία ώρα. Πολύ γρήγορα, τόσο εθιστικό ήταν το στοματικό διάλυμα, άρχισε να κυκλοφορεί με ένα φλασκί στοματικού διαλύματος στην τσέπη και έκανε γαργάρα κάθε φορά προτού μιλήσει. Ευτυχώς δεν ήταν φλύαρος και δεν ξόδευε πολύ στοματικό διάλυμα. Ομως, του άρεσε τόσο πολύ η καθαρή αναπνοή του, που άρχισε να μιλά όλο και περισσότερο. Οι φίλοι του προσέξαν την αλλαγή στη συμπεριφορά του. Πάνο, του είπαν, μιλάς πολύ τελευταία. Συμβαίνει κάτι; Είσαι καλά; Οχι, το φλασκί με το στοματικό διάλυμα και τον εθισμό του σε αυτό δεν τα πρόσεξαν. Ηταν πολύ απασχολημένοι με τις μπατονέτες στ' αυτιά του. Τώρα τελευταία κυκλοφορούσε έχοντας διαρκώς μία σε κάθε αυτί. Γιατί, τον εθισμό στο στοματικό διάλυμα, ακολούθησε ο εθισμός στην μπατονέτα. Καθάριζε σχολαστικά τ' αυτιά του, έτριβε με μανία το εσωτερικό τους, έφτανε βαθιά μέσα, κοιτούσε με ικανοποίηση το κερί, τον κίτρινο λεκέ πάνω στο βαμβάκι. Καθάριζε τ' αυτιά του όλο και συχνότερα, εγλειφε την μπατονέτα και την έχωνε στ' αυτί του. Κανά δυο φορές, έβρεξε την μπατονέτα με στοματικό διάλυμα, αλλά το θεώρησε σπατάλη. Αλλά πάντα φρόντιζε να έχει κάνει γαργάρα προτού γλείψει την μπατονέτα και τη βάλει στ' αυτί του.
Η κατάστασή του χειροτέρευε διαρκώς. Πήγαινε στα σπίτια φίλων του και ζητούσε τάχαμου να πάει να κατουρήσει, αυτή η ρημάδα η συχνουρία, όλο μπίρες και καφές, σόρυ ρε παιδιά, κι αρχικά χρησιμοποιούσε το στοματικό τους διάλυμα και τις μπατονέτες τους. Εκλεβε τις προμήθειές τους, γέμιζε τις τσέπες του με τις μπατονέτες τους και πλαστικά μπουκάλια του νερού με στοματικό διάλυμα. Κάποιοι τον έδιωξαν με τις κλωτσιές, άλλοι τον απείλησαν ότι θα φωνάξουν την αστυνομία, οι κυνικοί του δώσανε λίγα χρήματα και του είπαν ουστ απ' εδώ παλιο-πρωην-βρωμιάρη, μην ξανάρθεις απ' εδώ με καθαρό το στόμα και τ' αυτιά, κοίτα να βρωμίσεις λίγο κι ύστερα να 'ρθεις ξανά, κάποιοι πιο συμπονετικοί τού μίλησαν για προγράμματα δημιουργικής απεξάρτησης, με κάντυκρας και φάρμβιλ.
Αυτός το χαβά του.
Σύντομα, έπεσε και στις σταγόνες για τα μάτια. Και στ' αποσυμφορητικά μύτης. Γαργάρα με το λίστεριν, καθαρισμός αυτιού με την μπατονέτα, σταγόνες για την ξηροφθαλμία, σνιφάρισμα του ρονάλ.
Μια μέρα αποφάσισε να γράψει για όλα αυτά.
Εκανε γαργάρα για να πει καθαρές κουβέντες.
Καθάρισε τ' αυτιά του με την μπατονέτα για να ακούει καλύτερα τη συνείδησή του.
Εριξε σταγόνες στα μάτια για να δει καλύτερα την κατάστασή του.
Σνιφάρισε και αποσυμφορητικό μύτης, πήρε μια βαθιά ανάσα.
Και πήρε να γράφει.
Οταν τελείωσε, χαζός δεν ήταν, το κατάλαβε, είχε γράψει μια βλακεία.