19 Μαΐ 2014

Pan and His Self-Igniting Giants

Θυμάμαι ότι βιαζόμουν.
Από τότε που βιαζόμουν, εχουν περάσει δέκα χρόνια.
Ψέματα. Εχουν περάσει τρεις ημέρες.
Είχα φάει κάτι γίγαντες. Μαυρομάτηδες. Μονόφθαλμους. Κύκλωπες δηλαδή, βασιλιάδες στη χώρα των τυφλών και των πομπώδων πομπών με φάτσα πωπών εν είδει μπλογκ.
Οι γίγαντες μ' εκδικούνταν αυτοαναφλεγόμενοι στην κοιλιακή μου καθόλου έρημη χώρα.
Θυμάμαι λίγο πριν μιλούσαμε για εταιρίες. Για επιχειρείν. Να γίνω επώνυμος συνεταίρος.
Να γινόμουν ανώνυμος επενδυτής.
Ψέματα. Να γινόμουν αγιογδύτης.
Πάλαι ποτέ μπασίστας κρατούσα άτσαλα ρυθμό ομόρρυθμης εταιρίας, περιορισμένης ευθύνης.
Ανέκαθεν ανεύθυνος ων.
Θυμάμαι βιαζόμουν και μασουλούσα καραμέλες.
Αργότερα, πίνοντας μπίρες, κερνούσα τον κόσμο.
Καραμέλες. Οχι μπίρες.
Πού τις θυμήθηκες ρε; Πράσινες με γεύση μεντα.
Νωρίτερα, πριν καν τις αγοράσω, εγώ κι οι αυτοαναφλεγόμενοι γίγαντές μου, είδαμε φαντάσματα.
Ωραίο όνομα για μπάντα: Πάνος κι οι Αυτοαναφλεγόμενοι Γίγαντές του.
Και στα εγγλέζικα: Pan and His Self-Igniting Giants.
Φαντάσματα.
Για την ακρίβεια ένα.
Για την ακρίβεια μόνον εγώ.
Θυμάμαι φορούσα κάτι παπούτσια που γλιστρούσαν. Μαζί τους γλιστρούσα κι εγώ.
Επεφτα, έδιωχνα τη σκόνη του χρόνου από πάνω μου και συνέχιζα. Μέχρι να ξαναπέσω.
Παπούτσια καφέ. Σκέτα, χωρίς ζάχαρη. Αχτύπητα. Κλεμμένα.
Με την άκρη του ματιού μου μόνον εγώ, κι όχι οι μονόφθαλμοι μαυρομάτηδες γίγαντες που εκρήγνυνταν, τον είδα.
Πρέπει να ήταν αυτός.
Είχαν περάσει δέκα χρόνια.
Είχαν περάσει τρεις ημέρες.
Καπέλο μέχρι τα μάτια. Η ίδια κιθάρα; Τα ίδια παιξίματα;
Δεν στάθηκα να ακούσω.
Βιαζόμουν, γλιστρούσα, έπεφτα, ξανάπεφτα, μα δεν είχα χρόνο να σταθώ.
Είχα ραντεβού.
Με τη δική μου αποτυχία.
Πού καιρός για των άλλων;

Δεν υπάρχουν σχόλια: