30 Σεπ 2014

Επάγγελμα, τι επάγγελμα; Λειτούργημα!

Τού είχε ανατεθεί το τιμητικό καθήκον να καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια, ανατριχιαστική ή και βαρετή, δεν είχε σημασία, τις ζωές των ανθρώπων. Καθισμένος στην καινούργια, υπερ-αναπαυτική καρέκλα γραφείου μισοκοιμόταν παρακολουθώντας στην οθόνη τις ζωές των άλλων. Στον ύπνο του άκουγε δυνατά κράουτ ροκ. Είχε κάποτε, στα νιάτα του, πρωταγωνιστήσει σε μια βιντεοκασέτα και ντρεπόταν γι' αυτό. Δεν ήταν καν πορνό, ώστε να μπορεί να περηφανεύεται γι' αυτό. Ηταν παραφραστής και παραποιητής. Βαριόταν ν' ακούει και να παρατηρεί τους άλλους. Οι σκέψεις τους εντέλει τον απογοήτευαν. Οι ζωές τους επίσης. Για κάθε τους λόγο, έβρισκε ότι κατι καλύτερο θα μπορούσαν να είχαν πει. Για κάθε τους πράξη, ότι κάτι καλύτερο θα μπορούσαν να είχαν πράξει. Καταγράφοντας λεπτομερώς τις ζωές όλων των ανθρώπων, του κόσμου όλου, για να μη βαριέται, πήρε να τις παραλλάσσει, να επινοεί πράγματα και καταστάσεις. Να παραφράζει όσα είπαν. Να παραποιεί τις πράξεις. Να προσποιείται ότι ξέρει καλύτερα. Η δική του εκδοχή των πραγμάτων ήταν πιο ενδιαφέρουσα, πιο συναρπαστική και απολύτως εμπορική ως προϊόν. Έστελνε το δείγμα στον κάθε έναν ξεχωριστά, να, φίλε, ποια θα μπορούσε να είναι η ζωή σου, αν θες και την υπόλοιπη έτσι όπως θα έπρεπε να είναι, χρεώνω δέκα ευρώ την κάθε παράφραση και εικοσιπέντε την κάθε παραποίηση. Για κάθε προσποίηση, καλάθι και φάουλ, μια τελευταία, χαριστική βολή, παράδοση κατ' οίκον, αποτελεσματικότητα και εχεμύθεια γκαραντί. 

28 Σεπ 2014

Κεφαλαιοποιώντας ένα ρεζιλίκι

Πρώτη φορά σκίστηκε το παντελόνι του, κάθετα, στο πίσω αριστερό μπατζάκι, από το κωλομέρι ίσαμε την κλείδωση του γονάτου, στην οδό Δροσοπούλου της Αθήνας, ξημερώματα, έχοντας καταναλώσει αναρίθμητα ποτά σε ισάριθμα μπαρ της πρωτευούσης.
Ή μπορεί να μη σκίστηκε εκεί, αλλά σε κάποιο απ' τα μπαρ που είχε επισκεφτεί νωρίτερα.
Αλλά δεν το είχε καταλάβει.
Ούτε θα το καταλάβαινε, αν δεν το έβλεπε ο φίλος του ο Χ, που -παρότι τύφλα κι ο ίδιος- σάστισε “ωχ τι τρύπα είναι αυτή στο παντελόνι σου ρε;”.

Ποτέ δεν συμπάθησε τα παντελόνια. Οντας χοντρός, προτιμούσε τις φόρμες, παρότι μισούσε τα σπορ και τη γυμναστική. Αλλωστε ουδείς τραυματίστηκε μη γυμναζόμενος, κάθε άλλο: μόνον οι αθλητές υπέφεραν από συχνούς τραυματισμούς.

Φορούσε φόρμες. Και θα συνέχιζε να φοράει. Στο σπίτι, στο δρόμο, στα μπαρ και στη δουλειά. Η φάση άλλαξε και άρχισε να πηγαίνει κατά διαόλου τη μέρα που εκείνος ο κρετίνος ο προϊστάμενός του τον ρώτησε “μήπως είσαι αθλητής;” - “όχι, κυριε προϊστάμενε, αθλητής εγώ; θεός φυλάξοι!” - “τότε γιατί σε βλέπω πάντα με φόρμες;”, στο βάθος κάποιο ραδιοφωνάκι έπαιζε την Γκλεντόρα στην εκτέλεση του Πέρι Κόμο και την επομενη κιόλας μέρα αγόρασε παντελόνια, τζιν και κοτλέ, μαύρα, μπλε και μπλουμπλάκ.

Τελευταία φορά σκίστηκε το παντελόνι του, το ίδιο ή κάποιο άλλο που είχε σκιστεί και στο παρελθόν και το είχε μπαλώσει, χθες βράδυ, κάθετα, στο πίσω αριστερό μπατζάκι, από το κωλομέρι ίσαμε την κλείδωση του γονάτου, στην οδό Παρασκευοπούλου της Θεσσαλονίκης, μέσα σ' ένα παλαιοπωλείο χαζεύοντας βινύλια του Χάρρυ Κλυνν και της Σωτηρίας Μπέλλου και κάνοντας χάζι το κορίτσι που διάλεγε κόμιξ ενώ το αγόρι της ο φλώρος είχε στηθεί απ' έξω από την πόρτα και της έλεγε άντε Κική βαρέθηκα και την απειλούσε ότι θα φύγει αλλά δεν έφευγε ο λελές.
Ή μπορεί και να μη σκίστηκε εκεί. Μπορεί σε κάποιαν άλλη οδό. Σε κάποιο άλλο μαγαζί, παγκάκι, πεζοδρόμιο, δρομάκι όπου χάζευε τους άλλους να ζουν και να τον προσπερνούν.
Πάντως σίγουρα δεν σκίστηκε σε μπαρ.
Δεν είχε επισκεφτεί κανένα μπαρ της συμπρωτευούσης.
Ήταν παντελώς νηφάλιος.
Νωρίτερα, στην παραλία, ένιωσε μια κάποια δροσιά, στο πίσω μέρος του ποδιού του, αλλά δεν θα το καταλάβαινε, αν δεν το έβλεπε, σκασμένος στα γέλια, ο φίλος του ο Σ.
Ντροπιασμένος πήρε ταξί και γύρισε σπίτι.

Από κείνο το πρώτο σκίσιμο μέχρι το χθεσινό το τελευταίο ξεμέθυσε τελείως.
Δεν είχε κρετίνο προϊστάμενο. Η Γκλεντόρα δεν ακουγόταν πουθενά από κανέναν.
Κι η κατάσταση είχε γαμηθεί τελείως.

ΥΓ Για τον Στ., που φεύγει. 

24 Σεπ 2014

Μια βλακεία και πώς έφτασε σε αυτήν

Ήταν εθισμένος, το ήξερε καλά. Εθισμένος στο στοματικό διάλυμα. Οταν δοκίμασε πρώτη φορά, ξετρελάθηκε. Η εμπειρία ήταν μοναδική. Το κάψιμο στο στόμα, πρωτόγνωρη εμπειρία. Και η αναπνόη του μετά, που μέχρι πρότινος βρωμούσε θάνατο, σαν κάτι να είχε ψοφήσει και σαπίσει στο στομάχι του, πεντακάθαρη και ευωδιαστή.
Αρχισε να κάνει γαργάρες όλο και συχνότερα. Στην αρχή, μια-δυο φορές την ημέρα. Μετά, σχεδόν κάθε μία ώρα. Πολύ γρήγορα, τόσο εθιστικό ήταν το στοματικό διάλυμα, άρχισε να κυκλοφορεί με ένα φλασκί στοματικού διαλύματος στην τσέπη και έκανε γαργάρα κάθε φορά προτού μιλήσει. Ευτυχώς δεν ήταν φλύαρος και δεν ξόδευε πολύ στοματικό διάλυμα. Ομως, του άρεσε τόσο πολύ η καθαρή αναπνοή του, που άρχισε να μιλά όλο και περισσότερο. Οι φίλοι του προσέξαν την αλλαγή στη συμπεριφορά του. Πάνο, του είπαν, μιλάς πολύ τελευταία. Συμβαίνει κάτι; Είσαι καλά; Οχι, το φλασκί με το στοματικό διάλυμα και τον εθισμό του σε αυτό δεν τα πρόσεξαν. Ηταν πολύ απασχολημένοι με τις μπατονέτες στ' αυτιά του. Τώρα τελευταία κυκλοφορούσε έχοντας διαρκώς μία σε κάθε αυτί. Γιατί, τον εθισμό στο στοματικό διάλυμα, ακολούθησε ο εθισμός στην μπατονέτα. Καθάριζε σχολαστικά τ' αυτιά του, έτριβε με μανία το εσωτερικό τους, έφτανε βαθιά μέσα, κοιτούσε με ικανοποίηση το κερί, τον κίτρινο λεκέ πάνω στο βαμβάκι. Καθάριζε τ' αυτιά του όλο και συχνότερα, εγλειφε την μπατονέτα και την έχωνε στ' αυτί του. Κανά δυο φορές, έβρεξε την μπατονέτα με στοματικό διάλυμα, αλλά το θεώρησε σπατάλη. Αλλά πάντα φρόντιζε να έχει κάνει γαργάρα προτού γλείψει την μπατονέτα και τη βάλει στ' αυτί του.
Η κατάστασή του χειροτέρευε διαρκώς. Πήγαινε στα σπίτια φίλων του και ζητούσε τάχαμου να πάει να κατουρήσει, αυτή η ρημάδα η συχνουρία, όλο μπίρες και καφές, σόρυ ρε παιδιά, κι αρχικά χρησιμοποιούσε το στοματικό τους διάλυμα και τις μπατονέτες τους. Εκλεβε τις προμήθειές τους, γέμιζε τις τσέπες του με τις μπατονέτες τους και πλαστικά μπουκάλια του νερού με στοματικό διάλυμα. Κάποιοι τον έδιωξαν με τις κλωτσιές, άλλοι τον απείλησαν ότι θα φωνάξουν την αστυνομία, οι κυνικοί του δώσανε λίγα χρήματα και του είπαν ουστ απ' εδώ παλιο-πρωην-βρωμιάρη, μην ξανάρθεις απ' εδώ με καθαρό το στόμα και τ' αυτιά, κοίτα να βρωμίσεις λίγο κι ύστερα να 'ρθεις ξανά, κάποιοι πιο συμπονετικοί τού μίλησαν για προγράμματα δημιουργικής απεξάρτησης, με κάντυκρας και φάρμβιλ.
Αυτός το χαβά του.
Σύντομα, έπεσε και στις σταγόνες για τα μάτια. Και στ' αποσυμφορητικά μύτης. Γαργάρα με το λίστεριν, καθαρισμός αυτιού με την μπατονέτα, σταγόνες για την ξηροφθαλμία, σνιφάρισμα του ρονάλ.
Μια μέρα αποφάσισε να γράψει για όλα αυτά.
Εκανε γαργάρα για να πει καθαρές κουβέντες.
Καθάρισε τ' αυτιά του με την μπατονέτα για να ακούει καλύτερα τη συνείδησή του.
Εριξε σταγόνες στα μάτια για να δει καλύτερα την κατάστασή του.
Σνιφάρισε και αποσυμφορητικό μύτης, πήρε μια βαθιά ανάσα.
Και πήρε να γράφει.
Οταν τελείωσε, χαζός δεν ήταν, το κατάλαβε, είχε γράψει μια βλακεία. 

20 Σεπ 2014

Θέατρο

H οδηγία από τα κεντρικά της υπηρεσίας, λιτή και ξεκάθαρη: “Απόψε όλοι θέατρο”. Είχαν μάλιστα στείλει και φάκελο με το πρόγραμμα των θεατρικών παραστάσεων. Αυτός τσατίστηκε. Πφ, ακούς εκεί θέατρο! Αυτά είναι για τους φλώρους, τους λιμοκοντόρους. Χάθηκε ο κόσμος να του αναθέσουν μια διαφορετική αποστολή; Μια παρακολούθηση, έναν ξυλοδαρμό, έναν εμπρησμό, μια προβοκάτσια;

Ανόρεχτα ξεφύλλισε το πρόγραμμα. Πάλι καλά, τουλάχιστον είχε το ελεύθερο της επιλογής. Πέρασε αδιάφορα διάφορους Σαίξπηρ, Ιψεν, αρχαίες τραγωδίες, αρχαίες κωμωδίες, σύγχρονες επιθεωρήσεις σκέτες τραγωδίες, τι σκατά να δει;

“Θα σας μεθύσουμε απόψε, σίγουρα ναι”, ο τίτλος της παράστασης που εντέλει του τράβηξε το ενδιαφέρον. Ανευ λοιπών πληροφοριών. Μόνο διεύθυνση, ώρα έναρξης και η σημείωση “Σερβίρεται και αλκοόλ”.

Πλήρωσε εισιτήριο, μπήκε μέσα. Δεν ήταν θέατρο. Πουθενά η σκηνή. Πουθενά οι θέσεις για το κοινό. Τίποτε. Μόνο σκοτάδι και στο κέντρο, υπό το φως το προβολέα, ένα τραπέζι με δύο καρέκλες. Πάνω στο τραπέζι, ένα μπουκάλι και δύο ποτήρια.

“Επιτέλους, ήρθες. Κάτσε, μη στέκεσαι σαν χάνος”.

Ενας κοντόχοντρος τύπος, που του έμοιαζε κάπως, πιο κοντός και πιο χοντρός απ' αυτόν, εμφανίστηκε μέσα από τα σκοτάδια, κι έκατσε σε μια από τις δυο καρέκλες. Από την τσέπη του σακακιού του έβγαλε δυο παγάκια και τα έβαλε στο ποτήρι του.

“Πάγο; Θες;”.

Δεν απάντησε, ούτε και κουνήθηκε.

“Καλέ τι έπαθες, μη φοβάσαι, κάτσε να πιούμε. Καπνίζεις; Εγώ το 'χω κόψει. Γι' αυτό πήρα κιλά. Αλλά κάνε μου μια χάρη σε παρακαλώ: μπορείς να φυσάς τον καπνό προς τα απάνω μου; Να παίρνω κι εγώ καμιά τζούρα έτσι; Κάτσε ντε, μη μου σπας τα νεύρα”.

Εκατσε. Ο πιο κοντός και πιο χοντρός κοντόχοντρος του έβαλε πάγο. Του έβαλε να πιει. Ηπιαν. Στην αρχή σιωπηλοί. Ο λιγότερο κοντός και λιγότερο χοντρός κοντόχοντρος κάπνιζε φυσώντας τον καπνό στη μούρη του πιο κοντού και πιο χοντρού κοντόχοντρου.

Ξέρεις, είπε ο πιο κοντός και πιο χοντρός κοντόχοντρος, καμιά φορά τριγυρνάω στους δρόμους, κι όλοι οι άνθρωποι μου φαίνονται τέρατα πραγματικά. Δεν σου κάνω πλάκα φιλαράκι, τέρατα σε λέω. Εχεις δει στα ντοκιμαντέρ του Κουστώ κάτι πλάσματα που ζουν στα πολύ βαθιά του ωκεανού; Τα πιο άσχημα ψάρια του κόσμου; Ε τέτοιοι μού φαίνονται οι άνθρωποι. Άλλες φορές μου μοιάζουν με σαύρες, με ερπετά κάθε λογής, με φίδια ή με κροκόδειλους. Εχεις δει κροκόδειλο να περπατάει στα δύο πόδια; Είδα τις προάλλες έναν, με κοστούμι και γραβάτα και μπλουτούθ, στην Αριστοτέλους. Μα πιες, γιατί δεν πίνεις;

Γέμισε τα ποτήρια, ήπιανε.

Αλλες φορές, φιλαράκι, νομίζω πως όλοι είναι τρελοί. Για δέσιμο, σου λέω. Περνάω κάθε μέρα από τα καφέ με τα τραπεζάκια έξω, πάνω στο πεζοδρόμιο που τάχαμουδήθεν ο δήμος θα τα περιορίσει, άλλη κουβέντα κι αυτή, θα τα πούμε αργότερα για τον δήμαρχο, εκει που μαζεύονται οι άνθρωποι πολλοί μαζί, σε δυάδες, τριάδες και τετράδες, καμιά φορά και περισσότεροι, και ανεξήγητα πίνουν αυτό το καφετί ζουμί που το χρυσοπληρώνουν, αντί να πιουν αλκοόλ, και ακούω σκόρπιες λέξεις, σαν κομμάτια από παζλ, από τραπέζι σε τραπέζι, από καφέ σε καφέ, τι μαλακίες συζητάνε οι άνθρωποι ρε φίλε, “ενα σέλφι, θέλω ένα σέλφι... κι εκείνες οι μουνάρες με τα τζιν τα κολλητά, τις είδες ρε μαλάκα, ε αδερφές είναι... και τον λέω να με πάρει τηλέφωνο και δεν με πήρε ρε συ, να δεις που θα βγήκε με τη λεγάμενη... η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της καρδιάς μας εν Χριστώ αδερφέ, αν έβρισκα εργασία εδώ δεν θα έφευγα ποτέ” - αυτόν τον τελευταίο, να σου πω την αλήθεια, που ήταν ένας φιδόμορφος, μια ποντικομαμή με ζακέτα, με ζιλεδάκι και υπαλληλικό πουκαμισάκι και χωρίστρα Χατζηνικολάου στα 90ς και χοντρά κοκκάλινα γυαλιά δεν άντεξα τον έλουσα με τον καφέ του ουρλιάζοντας “εσπρέσο λούγκρο μού ήθελες ε;”, ναι το ξέρω, αυτό το σχόλιο με κάνει να μοιάζω ομοφοβικός, αλλά τρελάθηκα ρε φίλε, ακούς εκεί της καρδιάς μας, ξέρει πόσο σκατά είναι τα πράγματα εδώ; μετά πέσανε κάτι ψιλές, κάτι μηνύσεις, πάλι στα κρατητήρια την έβγαλα χθες βράδυ. Δεν είμαι μισάνθρωπος όμως, άντε γεια μας, πιες λέμε, δεν είμαι εγώ μισάνθρωπος σου λέω. Αυτοί είναι μισοί άνθρωποι, μισά τέρατα.

Ο λιγότερος κοντός και λιγότερο χοντρός κοντόχοντρος θεατής έπινε αργά και σταθερά. Οταν τελείωνε το μπουκάλι, θα τελείωνε και η παράσταση και ο βαρετός μονόλογος του μαλάκα. Που έλεγε πράγματα που είχε σκεφτεί κι ο ίδιος. Και που δεν είχε κανέναν να τα πει, γιατί όλοι, ακόμη και στην υπηρεσία, ειδικά στην υπηρεσία, τον θεωρούσαν έναν βαρετό μαλάκα. Χώρια που σε ποιον να τα πει; Αφού όλοι βαρετοί μαλάκες και ερπετά ήταν. Σκατάνθρωποι. Ακόμη και στην υπηρεσία, ειδικά στην υπηρεσία.

Ηπιε μονορούφι το τελευταίο ποτήρι, το μπουκάλι είχε αδειάσει. Σηκώθηκε να φύγει. “Φεύγεις; στάσου, πού πας. Εχω κι άλλα για να πιούμε, κι άλλα να πούμε”.

Θα έρθω ξανά αύριο, είπε. Να πούμε και να πιούμε κι άλλο. Στο εξής η παράσταση θα έχει δύο αλκοολικούς.

14 Σεπ 2014

Ενα στα γρηγορα στο λεωφορειο για να περναει η ωρα

Η πρώτη επαφή εγινε τυχαια μα αποδειχθηκε μοιραια. Το καλώδιό της ήρθε σε επαφή με το δικό μου. Διστακτικά πλέχτηκε γύρω απο το δικό μου, για μια απειροελάχιστη νότα τα δυο καλώδιά μας γίναν ένα. Θορυβημένος, φοβούμενος μη θεωρηθώ εφαψίας, ανώμαλος, γεριμπισμπικης τραβηχτηα πιο κει με το καλώδιό μου. Με ακολούθησε στο χώρο, κολλησε το καλώδιό της πάνω μου σαν βδέλλα. Ενωμένα τα δυο καλώδια, χορδές ενός εν εκστάσει οργάνου, παίζαν τη δική τους μουσική. Συντομα το καλώδιό της με ειχε τυλιξει. Εις μάτην θέλησα να απελευθερωθώ. Τα καλώδιά μας σχημάτισαν αγχόνη, μπατσοι γουρουνια δολοφονοι.

11 Σεπ 2014

Νύχτα

Κοιμήθηκε απότομα μ' ένα ουρλιαχτό, έντρομος από την πραγματική ζωή που μάταια προσπάθησε να ξεχάσει στο όνειρό του για κάποιο ταχυδρομείο εξόριστων, εξοστρακισμένων και λεπρών σε εξωτικό θέρετρο στα ράφια του οποίου παρέμενε αζήτητη η επανάσταση, δίχως παραλήπτη και με άγνωστο αποστολέα.
Τις περισσότερες φορές περιαυτολογούσε μονολογώντας στο τρίτο ενικό πρόσωπο, άλλες φορές άνοιγε τρύπες στο χώμα και ούρλιαζε ακατάληπτα και μόλις πριν από λίγο έκατσε σε ένα φαστφουντάδικο, τα ηχεία του οποίου είχαν θυμηθεί και παίζανε το Alive and Kicking των Simple Minds, κοροϊδεύοντας θαρρείς τον κοιμισμένο σε μια γωνία γέρο, απ' αυτούς τους πρώην σκληροτράχηλους, νυν ζαρωμένους, με την τραγιάσκα και τη μάλλινη φανέλα χειμώνα-καλοκαίρι.
Δίπλα στον κοιμισμένο γέρο τρώγοντας παγωτό ξυλάκι κάθισε και του 'λεγε για τα σόσιαλ μίντια και για την αποξένωση και για την απογοήτευση που προκαλούν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλον που θέλουν να σώσουν τον κόσμο αλλά δεν νοιάζονται για κανέναν πέραν της πάρτης τους και δεν κοιτούνε ούτε τον διπλανό τους κι αν τυχόν τον δούνε τον θέλουν μόνο για ακροατή, για χειροκροτητή, για δέκτη.
Τέλειωσε το παγωτό ξυλάκι, το 'γλειψε καλά-καλά, καληνύχτισε και πήγε σπίτι του μπας και ξυπνήσει.
Τον γέρο το πρωί τον πήρε η νεκροφόρα και περιέργως δεν τον ξαναείδε κανείς. 

 

10 Σεπ 2014

μια μέρα

Τον ξύπνησε η σκέψη ότι όσοι αναβάλλουν οτιδήποτε για την επόμενη μέρα είναι πολύ αισιόδοξοι άνθρωποι, έψαξε το μπουκάλι με τη μία σταγόνα αλκοόλ που σε όλες τις ταινίες βρίσκεται πεταμένο κάπου κοντά σε αυτόν που ξυπνάει, μα δεν το βρήκε πουθενά, γέμισε ένα ποτήρι μουσική, αλλά δεν ξεδίψασε, κοίταξε προϊόντα που δεν θα αγοράσει ποτέ σε ηλεκτρονικές βιτρίνες που δεν θα σπάσει ποτέ, άκουσε ρέντιοχεντ σε ριμίξ απορροφητήρα πάνω από την κατσαρόλα που άχνιζε, κάπου στον πάτο μια γυναίκα φώναζε “δεν έχω τηλεόραση, δεν έχω τηλεόραση”, βλαστήμησε τους ενθουσιώδεις, καταράστηκε τους αισιόδοξους, φθόνησε τους ευτυχείς, έγραψε κάμποσα αποχαιρετιστήρια γράμματα, μα δεν είχε σε κανέναν να τα στείλει, κανά δυο απολογίες, μα δεν είχε διαπράξει κανένα έγκλημα, μια επιστολή παραίτησης, μα δεν είχε πού να την υποβάλει, ένα σημείωμα αυτοκτονίας, μα δεν είχε ζωή για να τη χάσει, τ' απομνημονεύματά του, μα δεν είχε τίποτε αξιομνημόνευτο να γράψει, βαρέθηκε, ούτε τελεία δεν έβαλε, σηκώθηκε, έκατσε, ξανασηκώθηκε, περπάτησε λίγο, κοίταξε από το παράθυρο έξω, κοίταξε τους τοίχους, το ταβάνι, ξάπλωσε, κοιμήθηκε, είδε όνειρα ξύπνησε, ε αυτα, βαρέθηκε κι αυτός κι εγώ κι εσύ

3 Σεπ 2014

Οταν ο κόσμος μίκρυνε απότομα*

Εμπαινε, έβγαινε κόσμος. Μπαινόβγανε δηλαδή. Κάποιον ψάχνανε. Οχι έναν, πολλούς. Κάποιους δηλαδή. Εμοιαζε με προσκλητήριο. Κι η ερώτηση για τους αδικαιολογήτως απόντες πάντα κάπως μακάβρια: “Καιρό έχω να δω τον Γιώργη, μήπως πνίγηκε;” - “Ρε πού είναι ο Γρηγόρης, λες να χάθηκε;” - “Κι ο Σάκης πριν δυο μέρες είπε πως πάει μια βόλτα και δεν ξαναφάνηκε, μήπως τον χτύπησε κάνα αυτοκίνητο;”.
Πες τους όπως θες. Γέρους. Ηλικιωμένους. Σεβάσμιους γέροντες. Νέστορες. Απόμαχους. Ραμολιμέντα, ομολόγους του κυρίου Νίκου Δήμου χωρίς στήλη στο πρόταγκον αλλά με κάθισμα στο μπαρμπέρικο της γειτονιάς.
Στην ανοιχτή τηλεόραση, ένα σίλβερ αλέρτ. Σιωπή ξαφνικά. Ολοι γυρίσαν να κοιτάξουν. Μπορεί να 'ναι κάνας γνωστός, κάνας απ' αυτούς που λείπουν.
Κι άλλος χάθηκε, είπε ένας απ' το βάθος.
Γιατί χάνονται οι άνθρωποι ρε Μπάμπη; τον ρώτησε ο διπλανός του.
Αμα έχεις Αλτζχάιμερ, χάνεσαι.
Κι αυτό το Αλτχάιμερ, πώς το παθαίνεις;
(το σκέφτεται λίγο, αναστενάζει) Απ' τα σεκλέτια. Σεκλέτια, πάει να πει βάσανα.
Κι αυτά τα σεκλέτια που λες τα παθαίνεις απ' την καρδιά, απ' το μυαλό, απ' τα λεφτά, από κάτι άλλο;
Απ' το μυαλό. Και μας ψεκάζει αυτός ο πούστης ο Ομπάμα.

Δεν ξέρω πού πάνε αυτοί που χάνονται. Πώς μπορείς να χαθείς σε μια τόσο μικρή πόλη; Μίκρυνε πολύ, τελειώσαν οι δρόμοι της κι οι άνθρωποί της. Χιλιοπαιγμένο σίριαλ σε θερινή επανάληψη το μεσημέρι μετά από δελτίο χωρίς αθλητικές ειδήσεις.
Αν είσαι σαν κι εμένα, στροφάρεις περίεργα καμιά φορά. Γίνεσαι, φαίνεσαι, νιώθεις, παρανοϊκός. Εβριζα τους μπάτσους, από μέσα μου, αλλά πολύ δυνατά. Αμέσως μετά χτύπησε το τηλέφωνο. Αγνωστος αριθμός. Δεν το σήκωσα. Σίγουρα θα ήταν απ' το τμήμα.
Έτρεξα σπίτι να κρυφτώ.
Χτύπησε η πόρτα.
Οι μπατσοι;
Ρώτησα:
Ποιος είναι;
Ευτυχώς.
Ανακούφιση.
Κάνανε λάθος διαμέρισμα.
Θέλανε την απο πάνω.
Της είχανε φέρει, λέει, τον πάγο.
Τρεις του Σεπτέμβρη σήμερα, λες να γιορτάζει τα γενέθλια του ΠΑΣΟΚ;

* Ο τίτλος αντιγραφή από τον τίτλο του πολύ ωραίου μυθιστορήματος του Κώστα Κοντοδήμου "Οταν ο κόσμος λιγόστεψε απότομα". 

1 Σεπ 2014

Κοιμήσης

Τις νύχτες, στον ύπνο του, το μυαλό του τρέχει με χίλια. Τις νύχτες, στον ύπνο του, το μυαλό του προετοιμάζεται να τρέξει μαραθώνιο. Τις νύχτες, στον ύπνο του, το μυαλό του χτίζει κορμί, ένα κομρί ξένο, που δεν είν' δικό του. Κάνει κάμψεις, κοιλιακούς, ραχιαίους, βάρη, αερόμπικ. Νύχτα ακόμη, πριν αυτός ξυπνήσει, το μυαλό του κάνει γρήγορα ντους, ντύνεται βιαστικά αλλά με άψογο κουστούμι και πάει στη δουλειά. Εργάζεται συστηματικά, αποτελεσματικά, παραγωγικά. Συμμετέχει σε συσκέψεις. Γοητεύει τους πελάτες. Παίρνει μπόνους απ' τα αφεντικά. Ακόμη δεν πήρε να χαράζει, και το μυαλό του, περιζήτητο γκόλντεν μπόη, φεύγει απ' το γραφείο, παίρνει λίγη δουλειά για το σπίτι, μπαίνει στο μπαρ, βρίσκει φίλους και τα λένε, γέλια βροντερά, πετυχημένα, αυτοϊκανοποιημένα, αργότερα βρίσκει ή τον βρίσκει μια γκόμενα, δεν λεν αλλά κάνουν πολλά, κι αργότερα, πολύ αργά πια, λίγο πριν το σώμα του ξυπνήσει, το μυαλό, μόνο στο σπίτι, με ενα ποτήρι πεπαλαιωμένο ουίσκι δουλεύει μέχρι αργά. Κι όταν αυτός ξυπνάει το πρωί, το μυαλό του αποκαμωμένο πέφτει και κοιμάται.