13 Δεκ 2015

Ο Έλβις στα χρόνια της λιτότητας

Κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας και πίνανε καφέ, αυτή του έλεγε ότι πάλι τα μαλλιά του είναι σαν του Πρέκα και να πάει να κουρευτεί κι αυτός της έλεγε για τον πολύ βαρετό εφιάλτη που 'χε δει τη νύχτα και μετά του διηγήθηκε αυτή το δικό της όνειρο, ότι στεκόταν στην ουρά του ΑΤΜ, περιμένοντας να έρθει η σειρά της, κι όσο περίμενε τη συντρόφευε το ανυπόμονο χτύπημα ενός παπουτσιού με τακούνι από πίσω της, τακ τακ τακ, γύρισε να δει τον ανυπόμονο, βρε για δες, είν' ο Ελβις αυτοπροσώπως, αλλά της ύστερης περιόδου, χοντρός και ιδρωμένος με την μπέρτα που φορούσε στο Λας Βέγκας, μαλλί τίγκα στην μπριγιαντίνη και να γυαλίζει ή μάλλον καλύτερα να λάμπει σαν να είχε κάποιου είδους ενσωματωμένο κρυφό φωτισμό στο κοκκοράκι και τις φαβορίτες, και ήρθε λίγο μετά η σειρά της αλλά από τη συγκίνηση που είχε μόλις πριν λίγο δει τον Έλβις καθώς και από το συνεχές αγενές και ανυπόμονο τακτακτακ του παπουτσιού του είχε αγχωθεί και ξέχασε τον κωδικό πιν του λογαριασμού της κι όσο καθυστερούσε τόσο πιο ανυπομονο γινότανε το τακτακτακ του τακουνιού του βασιλιά και πράγματι δεν ήταν σωστό να 'χει κοτζάμ Έλβις να την περιμένει και έκανε στην άκρη χωρίς να βγάλει χρήματα και ήρθε η σειρά του τύπου με τα σουφρωμένα χείλια και το λαδωμένο κοκκοράκι και την μπέρτα με τα λαχούρια μέσα από την οποία έβγαλε ένα καρεκλάκι απ' αυτό που οι αγρότες στην Αλαμπάμα το 'χουν για να αρμέγουνε τις αγελάδες και έκατσε εκεί με πλάτη στο ΑΤΜ και φάτσα στο κοινό και πήρε να τραγουδα το Λαβ Μι Τέντερ και ο κόσμος που περιμένε στην ουρα χωρίστηκε σε ζευγάρια και χόρεψε παθιασμένα και μετά ο Ελβις, που προφανώς δεν είχε τραπεζικό λογαριασμό, έβγαλε δίσκο όχι μουσικής αλλά εκκλησίας και ρίχναν οι πιστοί μέσα τα λεφτά τους και σαν έφτασε μπροστά της ντράπηκε η καημένη δεν είχε δεκάρα τσακιστή αφού εξαιτίας του τακτακτακ του βασιλιά είχε ξεχάσει το πιν της και δεν έβγαλε λεφτά και αυτός σούφρωσε ακόμη περισσότερο το χείλος του και φφφφφφσσστ, έκανε μια περιστροφή ανεμίζοντας την μπέρτα του κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης για κάποιο σύμπαν όχι χωρίς κεφαλαιακό έλεγχο αλλά χωρίς κεφάλαια καθόλου και μετά το πλήθος τη λυντσάρισε γιατί πρόσβαλε τον βασιλιά και αποφάσισε να εξαφανιστεί ξανά, και μετά αυτή ξύπνησε, κι αυτός της είπε πολύ γαμάτο, θα στο κλέψω για το μπλογκ, ελπίζω να μη σε πειράζει, κι αυτή δεν είπε τίποτε, κι αυτός συνέχισε να την καλοπιάνει, τα πρώτα μου διηγήματα θα τα ονομάσω Τα Ανέκδοτα Όνειρα της Κ., και είναι λίγο ανήθικο που χρησιμοποιώ τα όνειρά σου για να κάνω καριέρα, δεν νομίζεις; κι αυτή πάλι δεν απάντησε, κι είπε αυτός, είμαι σαν κλέφτης ονείρων, περίπου σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, άραγε τα όνειρα εκδικούνται, άραγε τα όνειρα έχουν πνευματικά δικαιώματα; 

8 Δεκ 2015

Τρία μικρά για τη σύνταξη

ΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΡΑΒΗΓΜΕΝΟ
Μια μέρα πήγε για δουλειά στην οικοδομή κι έκανε πουτσόκρυο, ο αέρας ξύριζε και παντού είχε λασπόνερα. Βρε δεν γαμιέστε, σκέφτηκε και την έκανε κατσίκα.
Την ίδια μέρα κατέθεσε τα χαρτιά του για σύνταξη, είχε προ πολλού πιάσει το όριο ηλικίας.
Την έκανε κατσίκα, σαν να λέμε «βγήκε στη σύνταξη»; Οχι, την έκανε κατσίκα, σαν να λέμε ψυλλιάστηκε πως η φάση δεν άξιζε τον κόπο πια και σκέφτηκε φύγε τώρα που μπορείς με ελαφρά πηδηματάκια αφήνοντας άλλους να πληρώσουν τα γαμησιάτικα.
Εχει κάτι απολύτως κινηματογραφικό η απόδρασή του, άλλωστε υπάρχει ένα κινηματογραφικό υποείδος, το caper (από το capra=κατσίκα) film, που θα μπορούσαμε να το πούμε κατσικο-σινεμά, και αφορά την οργάνωση μια εγκληματικής ενέργειας, συνήθως κάποια ληστείας, από μια συμμορία.
Στα λεξικά του μέλλοντος λοιπόν οι φράσεις -αλλά κι οι ενέργειες καθαυτές- «βγαίνω στη σύνταξη» και «την κάνω κατσίκα» θα είναι συνώνυμες, παράνομες, επονείδιστες, και θα διώκονται ποινικά. 

*****
ΤΟ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΒΓΑΛΜΕΝΟ
Μπήκε φουριόζα στο λεωφορείο, αταίριαστη τέτοια ταχύτητα κι ευκινησία για την ηλικία της, 70 χρονών πια, δεν το ήξερα, το άκουσα που το είπε σε μια γνωστή της λίγο μετά, ναι στον Αγιο Ελευθέριο πηγαίνει, στην εκκλησία ν' ανάψει ένα κεράκι, κάθε μέρα το κάνει, ευτυχώς έχει μηνιαία κάρτα απεριορίστων διαδρομών με έκπτωση, όχι τζάμπα, όχι τζάμπα, ΟΧΙ ΤΖΑΜΠΑ ΛΕΜΕ, αυτή ποτέ στη ζωή της δεν πήρε τίποτε τζάμπα, όλα στη ζωή της τα 'χει πληρωμένα κι ας της κόβουνε τη σύνταξη, πού θα πάει αυτή η κατάσταση, το κράτος είναι ο μεγαλύτερος τρομοκράτης, δεν υπάρχει κράτος, να σου πει αυτή από πότε χάλασε το κράτος στην Ελλάδα, από τότε που ήρθε η δημοκρατία, μόνο του δημοσίου τις συντάξεις δεν κόψανε ακόμα, κόβουν από μας για να παίρνουνε αυτοί, και το μίσος ξεχείλισε μαζί με τη λέξη αυτοί, αλλά δεν τη νοιάζει, ας κάνουν ό,τι θέλουν, έχει μάθει αυτή στη ζωή της να ζει με τον ιδρώτα της, μια ζωή στη βιοτεχνία από τον ιδρώτα στο στόμα κι όλα πληρωμένα, τίποτε τζάμπα, και τόσες συντάξεις μαϊμού παίρνουνε αυτοί, κι άλλο  μίσος ανάβλυσε λέγοντας αυτοί, κι είχε αυτή συγγενικό της πρόσωπο που έπαιρνε ψεύτικη αναπηρική και την τιμώρησε ο θεός, το παιδί που γέννησε μετά βγήκε ανάπηρο, καλά να πάθει, να μάθει να μη λέει ψέματα, γιατί την αλήθεια θέλει ο θεός, την αλήθεια και την αγάπη, κατέβηκε στη στάση, και το μίσος της που έσταζε όσο μιλούσε είχε κάνει μια λίμνη σαν βούρκο καταμεσής του λεωφορείου.
*****
ΤΟ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ ΚΡΑΤΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΛΑΦΡΩΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΜΕΝΟ
Από τότε που βγήκε στη σύνταξη, πήγαινε πότε-πότε στο μαρμαράδικο, για να πει ένα γεια στους συναδέλφους και στ' αφεντικά, στην αρχή πιο συχνά, μετά κάπως λιγότερο, καθώς περνούσαν τα χρόνια και βγαίνανε στη σύνταξη οι παλιοί συνάδελφοι, που κανείς δεν τους αντικαθιστούσε γιατί είχαν πέσει κάπως οι δουλειές, και τώρα τελευταία πήγαινε όλο και πιο σπάνια γιατί δεν είχε μείνει σχεδόν κανείς στο εργοστάσιο που δούλεψε 35 χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, οι παλιοί συνάδελφοι είχαν αρρωστήσει ή και πεθάνει, δεν πρόλαβαν να χαρούν τη σύνταξη, και το εργοστάσιο κόντευε να κλείσει, και το παλιό αφεντικό ήταν όλο και πιο σπάνια εκεί, την τελευταία φορά που τα είπαν τού γκρίνιαζε ότι δεν τα βγάζει πέρα πια, κι αυτός απόρησε, μα είναι ποτέ δυνατόν ο Τάδε που ήταν μεγάλος και τρανός κι είχε χτίσει τα μισά Βαλκάνια να ξεπέσει έτσι και μια μέρα έμαθε το νέο πως τον παρέσυρε ένα μηχανάκι στην παραλιακή τον παλιό εργοστασιαρχη και πως έμεινε στον τόπο, θα 'ναι τρεις μήνες τώρα, και ξεφύσηξε, έμεινε κάμποση ώρα σιωπηλός, ξαναξεφύσηξε, "βρε το αφεντικό μας να πάει έτσι άδοξα", κι εγώ που τον άκουσα δεν μπόρεσα να καταλάβω αν το εννοούσε και αν στεναχωρέθηκε ή αν το έλεγε ειρωνικά.


30 Νοε 2015

Μισέλ Φουκώ, εν δυνάμει μετρ της λογοτεχνίας τρόμου

Μέχρι πολύ πρόσφατα νόμιζα πως δεν είχα διαβάσει πιο τρομακτική - φρικιαστική εναρκτήρια σκηνή απ' αυτήν του "Αρχοντα του Ψεύδους" γραμμένη από τον Γκράχαμ Μάστερτον.
Μέχρι που διάβασα τις πρώτες γραμμές από το «Επιτήρηση και Τιμωρία» του Μισέλ Φουκώ: «Στίς 2 Μαρτίου τοϋ 1757, ό Damiens καταδικάστηκε νά όμολογήσει δημοσία τά σφάλματά του μπροστά στήν κύρια πύλη της Εκκλησίας τών Παρισίων, όπου θά όδηγοϋνταν μ' ενα κάρρο, γυμνός, μονάχα μ' ενα πουκάμισο, βαστώντας στό χέρι εναν αναμμένο κέρινο δαυλό πού ζύγιζε δυό λίβρες· κατόπιν, νά όδηγηθεί μέ τό ϊδιο κάρρο, στην Πλατεία της Grève, όπου, σ' ενα ικρίωμα πού θά στηνόταν έκεϊ, νά βασανιστεί μέ πυρακτωμένες λαβίδες στούς μαστούς, στά χέρια, στούς μηρούς, στίς κνήμες, κρατώντας στό δεξί του χέρι τό μαχαίρι μέ τό όποϊο ειχε έκτελέσει (σ.σ. το έγκλημά του), τό χέρι αυτό νά καεί μέ άναμμένο θειάφι, καί πάνω στίς πληγές από τίς λαβίδες νά χυθεί λιωμένο μολύβι, βραστό λάδι, καυτό ρετσίνι, κερί και θειάφι λιωμένα καί ανακατεμένα, καί υστέρα, τό σώμα του νά εξαρθρωθεί καί νά διαμελιστεί από τέσσερα άλογα, τά μέλη του καθώςκαί τό κορμί του νά γίνουν παρανάλωμα τοϋ πυρός, νά άποτεφρωθοϋν, καί ή στάχτη νά σκορπιστεί στόν άέρα [...] Ή τελευταία αυτή πράξη παρατάθηκε γιά πολλήν ώρα, γιατί τά άλογα πού χρησιμοποιήθηκαν δέν ήταν εξασκημένα γι' αύτη τή δουλειά, ετσι, άντί τέσσερα, χρειάστηκαν εξι· άλλά κι αυτά άκόμα δέν στάθηκαν αρκετά, κι ετσι άναγκάστηκαν, γιά νά διαμελίσουν τούς μηρούς τοϋ άμοιρου ανθρώπου, νά τοΰ κόψουν τά νεύρα καί νά τού πελεκήσουν τίς κλειδώσεις... [...] 

Πιο αναλυτικά: «Αναψαν τό θειάφι, αλλά η φωτιά δέν ήταν δυνατή κι ετσι μόνον ή έπιδερμίδα τοϋ επάνω μέρους τού χεριού καψαλίστηκε λιγάκι. Τότε, ενας από τους δήμιους, μέ τά μανίκια σηκωμένα πάνω άπό τούς αγκώνες, πήρε στά χέρια του κάτι άτσάλινες λαβίδες, επίτηδες φτιαγμένες γι' αυτόν τό σκοπό, ενάμισι πόδι μάκρος, τού τίς εχωσε βαθιά πρώτα στήν κνήμη τού δεξιού ποδιού, ύστερα στό μηρό, στό δεξιό βραχίονα καί τέλος στους μαστούς. Ό δήμιος αύτός, μ' όλο πού ήταν δυνατός καί εύρωστος, μέ μεγάλο κόπο κατόρθωνε νά αποσπά κομμάτια σάρκας, συστρέφοντας τίς λαβίδες δυό τρεις φορές στήν κάθε μεριά τού σώματος, προξενώντας στόν κατάδικο πληγές σάν ενα νόμισμα τών εξι τάληρων. Ύστερα άπό αυτά τά βασανιστήρια, ο Damiens, πού φώναζε γοερά, χωρίς μολαταύτα νά βλάστημάει, σήκωνε τό κεφάλι καί κοίταζε τό σώμα του· ο ίδιος δήμιος εβγαζε μέ μιά σιδερένια κουτάλα τό βραστό ύγρό μέσ' οιπό τό καζάνι καί τό εχυνε απανωτά στήν κάθε πληγή. Ύστερα, εδεσαν μ' ενα λεπτό σκοινί τά λουριά πού προορίζονταν γιά τό ζέψιμο τών άλόγων, κι εζεψαν τά άλογα στό κάθε μέλος τού άνθρώπου, στους μηρούς, στά πόδια καί στούς βραχίονες.».

Δεν έχει νόημα να συνεχίσω, φαντάζομαι, το κόπυ πέηστ, παρότι η σκηνή του βασανιστικού θανάτου συνεχίζεται για κάμποσο ακόμη: πήρατε μια πολύ γλαφυρή περιγραφή της όλης ιστορίας. Ποιο ήταν το έγκλημα του Ροβέρτου Φρανσουά Νταμιέν, του επονομαζόμενου και "Διαβόλου", κοντοχωριανού και σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες θείου του Ροβεσπιέρου; Σύμφωνα με τη γουικιπίντια, είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον γάλλο βασιλέα Λουδοβίκο τον Δέκατο Πέμπτο, αλλά δεν τα πολυκατάφερε, γιατί -σύμφωνα με τη βλακεία που με δέρνει- έκανε λίγο κρυουλάκι εκείνη την ημέρα και ο Λουδοβίκος φοβόταν μην αρπάξει καμιά πούντα και ήταν ντυμένος με πολλά και πολύ χοντρά ρούχα, οπότε το μαχαίρι του Ροβέρτου δεν έφτασε και πάρα πολύ βαθιά, ωστόσο ο χέστης βασιλέας είδε το αίμα του να κυλάει, κι απ' το σοκ που ήτο κόκκινο και όχι γαλάζιο, τού 'ρθε λιγοθυμιά, νόμισε πως θα ποθάνει ατάκα κι επιτόπου και ζήτησε και του φέρανε παπά (αλλά όχι και κουμπάρο) για να ξομολογηθεί και να λάβει όχι τον τελευταίο ασπασμό αλλά την τελευταία θεία κοινωνία. Εντέλει επέζησε κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα και σήμερα θυμούμαστε την ιστορία του με αφορμή στην πραγματικότητα την οξεία βαρεμάρα μου, αλλά, τύποις, ας πούμε πως η αναρτηση αυτή έχει να κάνει με την πρώτη κατάργηση της θανατικής ποινής που επιβλήθηκε σαν σήμερα το χιλιαεπτακόσιακάτι κάπου στον πλανήτη Γη (εντάξει, το 1786, στην Τοσκάνη).

20 Νοε 2015

O ψυχαναγκασμός της τέχνης

Υπάρχει ο ψυχαναγκασμός της τέχνης αλλά κι ο ψυχαναγκασμός στην τέχνη, που είναι άλλο πράγμα, πώς δηλαδή η τέχνη πραγματεύεται τους κάθε λογής ψυχαναγκασμούς, αλλά η παρούσα ανάρτηση δεν πραγματεύεται αυτό, αν και νομίζω πως στο μέλλον θα το κάνω, διότι θα με έχει αναγκάσει η τέχνη.

Γεμίζει όμορφα ο στόμας όταν λες τέχνη, λες και μιλάς για κάτι υψηλό βραδερφέ, αλλά εν προκειμένω θα αναφερθώ σε φόνους, που κι αυτοί τρόπον τινά τέχνη είναι, τραγούδια και βιβλία, που, ρε παιδί μου, το 'χουμε ξαναπεί, δεν είναι και τόσο πολύ σημαντικά, είναι απλώς χρήσιμα πράγματα για να κάνεις εντύπωση όταν δεν κάνεις εντύπωση με το παρουσιαστικό σου και για να συζητάς στο μπαρ και για να ασχολείσαι όταν δεν έχει κάτι πραγματικά δικό σου ν' ασχοληθείς, για παράδειγμα ένα δικό σου έργο τέχνης το οποίο θα απασχολήσει τρίτους για να κάνουν εντύπωση επειδή δεν κάνουν εντύπωση με το παρουσιαστικό τους, για να συζητήσουν σ' ένα μπαρ, για να έχουν κάτι να ασχοληθούν τέλος πάντων, επειδή είναι τόσο μίζεροι και αποτυχημένοι και χάλιες στη ζωή τους, που δεν έχουν με τι δικό τους να ασχοληθούν και ασχολούνται με τις δημιουργίες των άλλων, σαν να λέμε η τέχνη είναι ένας είδος εκλεπτυσμένου κουτσομπολιού, δηλαδή αντί να ασχολείσαι με το τι φόρεσε στην πρεμιέρα ο τάδε σελέμπριτι και με ποιος τα 'χει με ποιον και ποια χώρισε με ποιον, ασχολείσαι με τις υψηλές δημιουργίες κάποιων ανθρώπων που κι αυτοί χέζουν και κλάνουν όπως όλοι οι ανθρώποι.

Κι αυτό ακριβώς προτίθεμαι να κάνω εδώ και πολλή ώρα, όχι να χέσω και να κλάσω, αλλά να ασχοληθώ με τις δημιουργίες άλλων ανθρώπων, αλλά δεν το κάνω γιατί βαριέμαι λιγάκι.

Ο ψυχαναγκασμός της τέχνης λοιπόν είναι αυτή η ανάγκη που νιώθεις να κάνεις όλη τη διαδρομή από ένα τραγούδι που έχεις ακούσει και σε αρέσει, ας πούμε το exit των u2, το οποίο χρησιμοποιήσε για την υπεράσπισή του, παίζοντάς το μέσα στη δικαστική αίθουσα ως αποδεικτικό στοιχείο, ενώπιον των ενόρκων, ένας δολοφόνος, που διέπραξε το φόνο έχοντας στην τσέπη του ένα αντίτυπο του Φύλακα στη Σίκαλη του Σάλιντζερ, όπως είχε κάνει κι ο φονιάς του Τζον Λένον, και τον οποίον φυσικά έχεις διαβάσει αλλά κάποιος αρχίδας στον απαλλοτρίωσε πριν από χρόνια, μέχρι το μυθιστόρημα του Νόρμαν Μέιλερ the executioner's song, που δεν το 'χεις διαβάσει και που επηρέασε τους στίχους του exit και που με τη σειρά του είχε βασιστεί στην ιστορία ενός άλλου δολοφόνου, ο οποίος ενώ μπορούσε δεν ζήτησε να του αποδοθεί χάρη, αντιθέτως απαίτησε να επισπευστεί η εσχάτη των ποινών, επιλέγοντας μάλιστα να θανατωθεί με τουφεκισμό.

Αυτός είναι ο ψυχαναγκασμός της τέχνης: ένας πακτωλός, ένας βόθρος, άχρηστων πληροφοριών, που δεν έχεις τι να τις κάνεις και ψάχνεις κάπου να τις ξεφορτωθείς, σε ένα μπλογκ για παράδειγμα, έτσι, για φτηνό εντυπωσιασμό. 

(ακολουθώντας τα λινκ της προτελευταίας παραγράφου, μπορείς να δεις ξεκάθαρα ποιος επηρέασε ποιον, πώς συνδέονται τραγούδια, βιβλία και φονικά και να μάθεις κάμποσες φοβερά συναρπαστικές και παντελώς άχρηστες λεπτομέρειες για παντελώς αδιάφορα πράγματα)



19 Νοε 2015

Ο δρόμος για τη Λα Παζ*

(Εμένα που με βλέπεις μια μέρα θα ταξιδέψω στη Λατινική Αμερική.
Πάντα το έλεγα αυτό.
Χθες αποφάσισα να το κάνω).

Βγαίνω λοιπόν στο πηγαιμό για τη Λα Παζ.
Δεν έχω ούτε λεφτά ούτε διαβατήριο.
Μπαίνω στο πρώτο ταξί που βρίσκω μπροστά μου.
Ο ταξιτζής τρώει τυρόπιτα.
«Πού πάει ο κύριος;»
«Λα Παζ - και γρήγορα», του λέω.
Γυρίζει, με κοιτά και, φτύνοντας ψίχουλα τυρόπιτας στη μούρη μου, λέει: «Καλά, θα σε πάω στους μπάτσους πρώτα, γιατί λίγο πριν έγραψες ότι δεν έχεις διαβατήριο. Πού πας χωρίς διαβατήριο κακομοίρη;».
«Δεν έχω ούτε λεφτά», του λέω, «μήπως να με πας κάπου που να τα δίνουν τζάμπα;»
Μ' αγνοεί, βάζει μπρος, συνεχίζει να τρώει τυρόπιτα, τα ψίχουλα πέφτουνε παντού μέσα στο ταξί, με πιάνει λιγούρα, σαλιώνω το δάχτυλο και μαζεύω ένα-ένα τα τρίμματα από το κάθισμα, από την μπλούζα μου, από την μπλούζα του, από τα μούσια μου, από τα μούσια του.

(Λίγο μετά συνέβη το ατύχημα. Δεν ήταν κάτι φοβερό, μην ανησυχείτε, είμαι καλά στην υγεία μου και ακέραιος, όχι σαν χαρακτήρας βεβαίως). 

Ενα γιωταχί παραβιάζει το στοπ και πέφτει πάνω στην πόρτα του συνοδηγού, όπου κάθομαι τρώγοντας ψίχουλα τυρόπιτας. Βγαίνουμε έξω, εγώ με τα ψίχουλα κι ο ταξιτζής με την τυρόπιτα, ο γιωταχής με νεύρα και μια γκόμενα με ξανθά μαλλιά και τακούνια. Τα συνηθισμένα: ποιος φταίει, εγώ, εσύ, μην μπλέξουμε την τροχαία, τα στοιχεία σου, τα στοιχεία μου, η τυρόπιτα του ταξιτζή τελειώνει, μαζεύω τα τελευταία ψίχουλα, η κατάσταση τραβάει εις μάκρος κι εγώ βιάζομαι να φτάσω στη Λα Παζ.

Μπαίνω σ' άλλο ταξί.
Ο οδηγός απορροφημένος στο κινητό του.
«Να σου δείξω κάτι;» ρωτάει.
«Λα Παζ», του λέω.
Και μού δείχνει ένα βίντεο: μια γκόμενα, μια πορνοστάρ, βάζει στο στόμα της ένα τεράστιο αγγούρι.
«Φοβερό ε;» μού λεει.
«Λα Παζ», του λέω.
Δεν μου δίνει σημασία: «Ενας φίλος μού τα στέλνει αυτά, συνταξιούχος του δημοσίου. Πρώτα τον πληρώναμε να κάθεται όλη μέρα και τώρα που συνταξιοδοτήθηκε με την πρόωρη τον πληρώνουμε να βλέπει πορνό».
«Λα Παζ!», ουρλιαζω και τον πιάνω από τον γιακά φτύνοντας στη μούρη του κάτι ψίχουλα τυρόπιτας που 'χαν κολλήσει στον ουρανίσκο μου και στην κουφάλα που εχω στα πίσω δόντια.
«Καλά, κάτσε να σε πάω πρώτα στους μπάτσους. Κι εγώ αναγνώστης σου είμαι».

Τμήμα διαβατηρίων.
Αδειο. Ψυχή ζώσα τριγύρω.
Πλησιάζω στο γκισέ, πίσω μια αστυνομικίνα με στολή, απ' αυτές που με αρέσουν. «Καλημέρ...»
«Νουμεράκι πήρατε κύριε;»
Στο χέρι της κρατάει μια μαχαίρα απ' αυτήν που έχει η κυρία στα ψυγεία του σουπερμάρκετ και το κραδαίνει απειλητικά όταν δεν μπορώ να αποφασίσω τι ζαμπονάκι θέλω, για το λόγο αυτό στο σουπερμάρκετ πηγαίνω πάντα καλά διαβασμένος και αποφασισμένος.
«Νουμεράκι; Μα δεν είναι κανείς άλλος εδώ».
«Δεν έχει σημασία κύριε. Είν' η διαδικασία. Πάρτε νουμεράκι και περιμένετε στη σειρά σας».
Παίρνω νουμεράκι και περίμενω τη σειρά μου, να εμφανιστεί ο αριθμός μου στην οθόνη μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι, παρότι δεν είν' κανείς άλλος εδώ.
Με τα πολλά, της δίνω τα χαρτιά μου.
«Αααα, κύριε, δεν είστε σε μας».
«Παρακαλω;»
«Μένετε στην οδό Τάδε;»
«Ναι, στο κέντρο».
«Από ποιαν πλευρά του δρόμου, την αριστερή ή τη δεξιά;»
Πάντα μπερδεύω το αριστερό με το δεξί, δεν είμαι ο μόνος άλλωστε, δεν είδες τι έπαθε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Σταυροκοπιέμαι λοιπόν και απαντώ με σιγουριά: «απ' τη δεξιά».
«Ε, να λοιπόν, βλέπετε; Δεν είστε σας μας, είστε στο άλλο αστυνομικό τμήμα, στην άλλη άκρη της πόλης».
Μπαίνω σε τρίτο ταξί. Πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, μού λέει ο ταξιτζής: «Άσε μη μου πεις, είσαι ο περίεργος που θέλει να πάει στη Λα Παζ. Ακόμη παιδεύεσαι καημένε;»
«Πολλή γραφειοκρατία», του λέω.
«Εμ, πρώτη φορά αριστερά», μου λέει. «Καλά να πάθουμε. Σοβιετία».

(Δεν τόλμησα να ρωτήσω τι σχέση έχει αυτό με τη Λα Παζ.
Χωρίς να με ρωτήσει, μ' έφερε στο σπίτι, με κέρασε και μια τυρόπιτα, μού είπε να κρατήσω και τα ψίχουλα).

Εμένα που με βλέπεις μια μέρα θα πάω στη Λα Παζ, δεν έχω διαβατήριο ούτε λεφτά.
Σήμερα, λέω να μπω σ' ένα ταξί, να πάω να βρω τα λεφτά. 


* O Δρόμος για τη Λα Πας είναι μια (ωραία) ταινία του Φρανσίσκο Βαρόνε που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και καμία σχέση δεν έχει με τα παραπάνω - ούτε με το παρακάτω τραγούδι. 


11 Νοε 2015

Η πρώτη μου ταινία

Η πρώτη μου ταινία θα είναι μαλακία, μια κυριολεκτικά προσωπική δημιουργία, και ανέκδοτη θα διανεμηθεί σε ντιβιντί, μετά το θάνατό μου, με την εφημερίδα Ριζοσπάστης, τη μοναδική εφημερίδα που σε λίγα χρόνια θα κυκλοφορεί ακόμη σε χαρτί και μαζί με την ταινία θα μοιραστούν τα ανέκδοτα ποιήματά μου καθώς και τα ανέκδοτα τραγούδια με εκείνο το συγκρότημα που παίζαμε παρέα, μαζί με ένα λεύκωμα με τα ανέκδοτά μου σέλφι, όλα αυτά που δεν πόσταρα στο ίνσταγκραμ ποτέ, τέλος πάντων θα είναι μια κασετίνα με το όνομά μου γραμμένο με χρυσά γράμματα, το όνομά μου το πραγματικό, όχι αυτό εδώ το ηλίθιο, η οποία θα τα περιέχει όλα, ταινία, μουσικές, ποιήματα και σέλφι, όλα ανέκδοτα, περισσότερο με την έννοια του αστείου παρά του ακυκλοφόρητου, άλλωστε κι ο Κούντερας ένα αστείο έγραψε και τον πήραν σοβαρά και πήγαν και τον εξέδωσαν οι μαλάκες.
Η πρώτη μου ταινία θα έχει ως εξής: Ενας τύπος με μια κάμερα στραμμένη προς τους θεατές, σιωπή στο κοινό και σκοτάδι, το μόνο που ακούγεται είναι ένας βήχας, όχι μόνον ένας, αλλά δυο και τρεις και τέσσερις, γκουχ απ' εδώ, γκουχ γκουχ απ' εκεί, όλοι βήχουν, βήχες όλων των ειδών και των αποχρώσεων, των εντάσεων και των ντεσιμπέλ, σποραδικοί και επαναλαμβανόμενοι, αυξομειώμενοι σε ένταση, ενοχλητικοί, γαϊδουρόβηχες και διακριτικοί, πνιχτά βηχαλάκια, ο δημιουργός αφουγκράζεται τον θεατή ως ασθενή, οι θεατές είναι είτε κρυωμένοι είτε ερωτευμένοι είτε και τα δύο, πάντως είναι βαριά άρρωστοι, και ο τύπος με την κάμερα συνεχίζει να τραβάει και οι θεατές αρχίζουν να υποψιάζονται ότι αυτός ο τύπος στο πανί τούς κοροϊδεύει και τους απαθανατίζει να βήχουν και να είναι ερωτευμένοι, εντέλει σταματάει να τραβά με την κάμερα, τα μαζεύει και φεύγει και στην οθόνη βλέπουμε μια αίθουσα προβολής όπου μαζεύεται κόσμος για να δει την ταινία που τόση ώρα γύριζε ο τύπος με την κάμερα κι όλοι περιμένουν να δουν τους βήχοντες εαυτούς τους, στην ταινία όμως τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ, κόσμος μπαίνει σιγά-σιγά, η αίθουσα γεμίζει ασφυκτικά, οι συνηθισμένοι ήχοι πριν από την έναρξη, δεν ξεχωρίζεις κουβέντες, μόνον μια οχλοβοή, όλοι πειρμένουν την έναρξη της ταινίας μα αυτή δεν ξεκινά, καθυστερεί, η ώρα περνά, το κοινό παίρνει χαμπάρι ότι κάτι δεν πάει καλά, το κοινό αδημονεί, το κοινό αγανακτεί, το κοινό φωνάζει χασάπη γράμματα, το κοινό φωνάζει αίσχος τα λεφτά μας πίσω, κάποιοι αποχωρούν, κάποιοι φωνασκούν, κάποιοι σπάζουν τα καθίσματα και τα πετούν στην οθόνη φωνάζοντας Τούμπα Ιράν Καμπότζη Σινεμά, απ' τον εξώστη πετάνε στην πλατεία ροχάλες και ποπ κορν, καφέδες και κορνέδες, κάποιοι το διασκεδάζουν, κάποιοι απαθανατίζουν με τα κινητά τους το πρωτοφανές γεγονός ώστε αργότερα τα πλάνα τους να μπουν στην ειδική director's crap έκδοση, κάποιοι κάνουν αυτό που είχαν σκοπό να κάνουν ούτως ή άλλως: ρίχνουν γλωσσόφιλα στα πίσω καθίσματα και δοθείσης ευκαιρίας αυτοί που απαθανατίζουν το πρωτοφανές γεγονός απαθανατίζουν και τα ζευγαράκια που φασώνονται στα πίσω καθίσματα, άραγε είναι κάποιο απ' τα ζευγάρια αυτά παρόνομο ή έστω κάποιος απ' αυτούς ημισελεμπριτι και μήπως μπορεί να γίνει κάνας εκβιασμός και τέλος πάντων με τα πολλά σκάνε μύτη οι μπάτσοι και τα ΜΑΤ, σκανε μπάφοι, κρότου λάμψης, δακρυγόνα, η αίθουσα αδειάζει, άδοξο τέλος, the end, fin.  

Τουλάχιστον δεν θα 'μαι εδώ να σας βλέπω να τη βλέπετε τη μαλακία. 

 

7 Νοε 2015

Τι γυρεύω εγώ μες στο πηγάδι των άλλων;

Τα γεγονότα είναι (εκτός από ξεροκέφαλα) πολυχρηστικά, πολυλειτουργικά, ας πούμε ένα γεγονός πολιτιστικό μπορεί (ή έχει καταντήσει) να είναι κοσμικό, μια αφορμή για λεζάντα, πασαρέλα ή πηγαδάκι, ή και τα τρία, ένας χώρος και χρόνος όπου θα βρεθείς για να σε δουν ή για να τους δεις, ή και και τα δύο, και μη ρωτάς πώς και γιατί βρέθηκα ο μονόχνωτος σ' ένα τέτοιο πολυδιάστατο συμβάν, επιθυμώντας ωστόσο ούτε να με δουν ούτε να τους δω, αλλά απλώς μια ταινία να δω, γι' αυτό αν τυχόν με εντοπίσεις σε καμιά πανοραμική φωτογραφία της βραδιάς, θα με δεις σε όλες να έχω το χέρι μπροστά στη μούρη μου, σαν να θέλω να κρυφτώ, σαν να ντρεπόμουν σχεδόν που βρισκόμουν εκεί, και μη νομίζεις, ήταν ένα γενονός μικρομέγαλο, δηλαδή ένα γεγονός με πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, διόλου περίεργο δηλαδή που το παρών έδωσε και ο επικεφαλής του Ποταμιού, μπροστά μου λοιπόν ένας δημοσιογράφος της ΕΡΤ3, δίπλα του ένας πάλαι ποτέ δημοφιλής μπλόγκερ που πλέον βιοπορίζεται γράφοντας σε ένα δημοφιλές ηλεκτρονικό περιοδικό, δίπλα του ένας δημοσιογράφος, συγγραφέας, ευρωβουλευτής και δεν ξέρω τι άλλη ιδιότητα φέρει ακόμη, πίσω μου ένας μάλλον συνταξιούχος δημοσιογράφος που γκρίνιαζε για την ενδεχόμενη ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων και τις ενδεχόμενες περικοπές στη σύνταξή του, δίπλα του μια δημοσιογράφος και πρώην βουλευτίνα, εξ αριστερών μου ένας του ΔΟΛ κι εκ δεξιών μου ένας εξ Αθηνών της ΕΡΤ, αυτοί οι δύο κάπου είχαν γνωριστεί στο παρελθόν, σε κάποιο πάρτυ όπου ο ένας απ' τους δύο εκτελούσε χρέη ντιτζέη, και πιάσανε την κουβεντούλα με μένα ανάμεσα, αγνοώντας με, σκύβοντας μάλιστα ο ένας προς το μέρος του άλλου, δηλαδή σκύβοντας από πάνω μου, σαν να μην υπήρχα, λες κι η θέση ήταν κενή, πάλι καλά να λες που δεν μου φορτώσανε και τα μπουφάν τους, πώς είναι η κατάσταση σε σας, να ρωτάει ο ένας, έτσι κι έτσι να απαντάει ο άλλος, σε σας; και σε μας έτσι κι έτσι, και δώστου μετά να υπολογίζουν το ποσοστό μείωσης μισθού που έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια και πού θα πάει αυτή η κατάσταση και τέτοια πράγματα, κι εγώ αφενός να σκέφτομαι μήπως να παραχωρήσω τη θέση μου σε έναν από τους δύο ώστε να συνεχίσουν απρόσκοπτα την κουβέντα τους, ωστόσο αν άλλαζα θέση το οπτικό μου πεδίο σε σχέση με αυτό που πραγματικά ήθελα να δω, την ταινία, θα περιοριζόταν σημαντικά, και αφετέρου να προσπαθώ αλλά να μην μπορώ, στριμωγμένος καθώς ήμουν, ούτε το κινητό μου να ανοίξω για να συνεχίσω να στέλνω μηνύματα στην καλή μου του τύπου “γιουπιγιάγια”, “απαλεψιά”, “κουλτούρα, μαστούρα, σεπουλτούρα”, “αργούμε”, “θα έτρωγα μια μπριζολίτσα τώρα”, κι εντέλει λίγο πριν σβήσουνε τα φώτα βρέθηκα να σκέφτομαι πως όλους αυτούς τους ξέρω, μερικούς μάλιστα κι από την καλή και από την ανάποδη, αλλα δεν με ξέρουν αυτοί, όπως πριν από χρόνια, τότε που συμπλήρωνα περίπου δέκα χρόνια στην ίδια δουλειά και ήρθε μια επί δεκαετία συναδέλφισσα και με ρώτησε “συγγνώμη, εσείς εδώ δουλεύετε;”, και τι είναι προτιμότερο τελικά; να μη σε ξέρει κανείς και να μην ξέρεις κανέναν, να τους ξέρεις και να σε ξέρουν ή να τους ξέρεις και να μη σε ξέρουν;

Ξεράδια.
(Τα γράφω και ψευδώνυμα όλα αυτά, σαν δεν ντρέπομαι ο ανώνυμος, που δεν θα με ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μου αν είχαμε).

Παρεμπιπτόντως, η ταινία Βικτόρια, ο λόγος για τον οποίο βρεθήκαμε εκεί, ήταν καλή. Βέβαια αρκετοί δεν την είδαν, γιατί αφού σβήσανε τα φώτα φύγανε να πιούνε εκείνο το ποτό που τόση ώρα σχεδιάζανε. 


τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ιστορίας είναι παντελώς φανταστικά, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. 

2 Νοε 2015

Κουλουβάχατο

Κάπου έχω ένα βιβλίο του Πιερ Πάολο Παζολίνι, τα παιδιά της ζωής, που μια φορά το πρότεινα στον φίλο μου τον Βασίλη και μου είπε μετά ότι το βρήκε πολύ πετυχημένη πρόταση και μπράβο μου, δεν το περίμενε από μένα, είχα αρχίσει επιτέλους να αποκτώ λίγο καλό γούστο, κάτι που ελπίζει με τον καιρό να μου συμβεί και σε ό,τι αφορά τη μουσική και τον κινηματογραφο.
Στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου, καταπώς το συνήθιζα επί πολλά χρόνια, αλλά όχι πια, είχα σημειώσει την ημερομηνία αγοράς και μια φράση, ενδεικτική της περιόδου, ώστε χρόνια μετά τα βιβλία μου να αποτελούν ενα είδος προσωπικού ημερολογίου. Η ημερομηνία ήταν 19.01.2002 και η φράση «οι χειμώνες θα σφυρίζουν το τραγούδι που σε αρέσει», στίχος τραγουδιού από ένα γκρουπάκι που έπαιζα τότε.
Λίγο καιρό πριν, με τα παιδιά από το συγκρότημα, είχαμε παρακολουθήσει, σε μια αξέχαστη ειδική προβολή στο Ολύμπιον, τις 120 μέρες στα Σόδομα του Παζολίνι. Είχαμε εξέλθει αποσβολωμένοι κι οι περισσότεροι ενθουσιασμένοι.
Μοιάζει περίεργο που θυμάμαι κάτι τέτοιες λεπτομέρειες αλλά δεν θυμάμαι τι άλλο συνέβαινε τότε, όχι στη ζωή μου, αλλά στην κοινωνία γενικά.
Παρά τη σημερινή τους παρακμή και ανυποληψία, οι εφημερίδες παραμένουν ένα καλό συλλογικό ημερολόγιο: μια ματιά στο κιόσκι του ιντζιάρ μού θυμίζει ότι τον Γενάρη του 2002 οι τηλεφωνικοί αριθμοί γίνανε δεκαψήφιοι, ότι η 17 Νοεμβρη κυριαρχούσε στην επικαιρότητα, ότι ο Μίμης Ανδρουλάκης σκεφτότανε να φτιάξει νέο κόμμα, ο Κώστας Σημίτης πολιτικοποιούσε τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές και ο Κώστας Καραμανλής έκανε ντου σε δημόσιο νοσοκομείο και βρήκε αχούρια αντί για σουίτες. Τουλάχιστον τρεις εφημερίδες είχαν διαφημιστική καταχώρηση για τις εμφανίσεις του Γιάννη Πλούταρχου στο Ποσειδώνιο ενώ σχεδόν άπασες είχαν διαφημιστική καταχώρηση για το τζακπότ 300 χιλιάδων ευρώ στο Λόττο. Προσλήψεις σε Λιμενικό και Διόδια ενώ κάτι συμβασιούχοι πάλευαν για τη μονιμοποιησή τους στο δημόσιο, το δε Αιγαίο, σύμφωνα με τον πατριωτικό Τύπο, γινόνταν αντικείμενο παζαρέματος και η εκκλησία του Σατανά είχε έρθει και στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας ως κάλυψη γνωστές επιχειρήσεις. 
Αυτά στις 19 του Γενάρη 2002, τότε που αγόρασα ένα βιβλίο του Παζολίνι, ο οποίος δολοφονήθηκε σαν σήμερα, 2 του Νοέμβρη το 1975, κι εγώ σε λίγα χρόνια από τώρα θα έχω να θυμάμαι πως στις 2 του Νοέμβρη του 2015, στην τεσσαροκοστή επέτειο από τη δολοφονία του, ξύπνησα ανόρεχτος με μια διάχυτη ανησυχία ότι κάτι κακό θα συμβεί και πάνω απ' όλα με μια αίσθηση ανημποριάς, παραίτησης και ήττας, την ίδια που είχα και τις πολλές προηγούμενες μέρες.

20 Οκτ 2015

Απ' το πρωί φαίνεται

Μόλις ξύπνησα, συγκρούστηκα με τον τοίχο με συνέπεια ό,τι είχε απομείνει μες στην κούπα από τον χτεσινό καφέ -είχα σκοπό, σε μια κρίση ενοχικής νοικοκυροσύνης, να την παρατήσω άπλυτη, αλλά τουλάχιστον στη θέση της στον νεροχύτη της κουζίνας να κάνει παρέα στα άλλα άπλυτα πιάτα (αναρχοαπλυσία και στην κουζίνα ρε)- να πέσει πάνω στο τριχωτό μου μπούτι σχηματίζοντας καφετιά ρυάκια τα οποία αφενός με ακινητοποιήσαν αφετέρου κινητοποιήθηκαν αυτά τα ίδια κυλώντας ορμητικά προς το πάτωμα κάνοντας ζιγκ ζαγκ και παιδιά από την Πάτρα ανάμεσα στις τρίχες και σχηματίζοντας καφετιές λίμνες στο πάτωμα, τις οποίες, αφού σταμάτησε η ροή του καφέ, παράτησα εκεί να αποξηρανθούν με φυσικό, οικολογικό τρόπο χωρίς τη βίαιη παρέμβαση κάποιου χαρτιού κουζίνας ή σφουγγαρίστρας, στη συνέχεια έφτιαξα επιτέλους τον σημερινό, πρώτο πρωινό καφέ μου, χωρίς γάλα, ζάχαρη, κορομηλά και μενεγάκη, και βγήκα στο μπαλκόνι, κάθισα σε μια καρέκλα που κάποτε ήτανε κουζίνας και τώρα πειραματίζομαι καταγράφοντας τις αντιδράσεις της σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, αυτό του μπαλκονιού, και ήδη τα πρώτα αποτελέσματα είναι αποκαλυπτικά, η καρέκλα έχει χάσει το χρώμα της και φαίνεται να υποφέρει από τη σκόνη του κέντρου της πόλης, καθισα λοιπόν σε αυτήν τη σκονισμένη καρέκλα, που στέναξε όχι από ηδονή αλλά από το βάρος μου, απ' την άλλη ανακουφίστηκε κάπως καθώς η σκόνη θα κολλούσε στα τροφαντά κωλομέρια μου και στα χοντρά μου μπούτια, και πήρα να σκέφτομαι το ίδιο πράγμα που πολύ με απασχόλησε χτες βράδυ, λίγο πριν κοιμηθώ, τη λέξη «ευρωτίαση», που τη διάβασα σ' ένα δελτίο Τύπου του ΕΦΕΤ, και αρχικά μού φάνηκε σαν ασθένεια, ίσως ψυχική, ευρωτίαση, κάποιου είδους σύνδρομο, κάποιου είδους ανθυγιεινή, θανάσιμη προσκόλληση με το ευρώ και την Ευρώπη, μπορεί και μεταδοτική, να ας πούμε ο Τσίπρας μολύνθηκε πρόσφατα από ευρωτίαση και όλη η χώρα πλέον υποφέρει, κι όμως κοιτώντας το λεξικό διαπίστωσα πως πρόκειται απλώς για εμφάνιση μούχλας, μούχλα η ευρωτίαση, και προβληματίστηκα περισσότερο, ανάμεσα στις γουλιές του πικρού, σκέτου καφέ, η μούχλα, η ευρωτίαση δηλαδή, είναι συνώνυμη περίπου της συντήρησης αλλά μας λένε πως η Ευρώπη είναι συνώνυμο της προόδου και ότι οι ιδέες ημών των αντιευρωπαϊστών είναι μουχλιασμένες, άραγε θα μπορούσα να γράψω μια εξυπνάδα στο φέησμπουκ επ' αυτού; και μετά διάβασα κάπου ότι ο Μπόρχες «ερωτηθείς για το αν διάβασε την επίμαχη τότε "Λολίτα απάντησε "δεν το έχω διαβάσει, οι διαστάσεις του μυθιστορηματικού είδους δεν ταιριάζουν ούτε με τη σκοτεινιά των ματιών μου ούτε με τη συντομία της ζωής"» και είπα πες τα ρε Μπόρχες γαμώ την τρέλα μου έτσι ακριβώς είναι γαμώ τους Πίντσον* όλου του κόσμου, και στήλωσα το βλέμμα στο απέναντι μπαλκόνι και τον είδα, αρχικά νόμιζα πως ήταν ο Μπόρχες ή έστω ο Πίντσον, αλλά όχι, ήταν απλώς ο ηλικιωμένος κύριος που μένει απέναντι και κυκλοφορεί μόνο με λευκό σώβρακο μινέρβα χειμώνα καλοκαίρι και είχε βγει να κάνει πρωινή γυμναστική, έκανε κάτι σαν κάμψεις, σαν επικύψεις (δεν ξέρω την εξειδικευμένη ορολογία της γυμναστικής, να με συμπαθάτε, τα βίντεο της Πετρουλάκη τα έβλεπα στο mute) στηριζόμενος στο κάγκελο του μπαλκονιού κι απόμεινα να τον θαυμάζω για την όρεξή του, το νεύρο του, το σφρίγος του, που το δικό του, παρότι γέρος, θα το έλεγες νεανικό, όχι σαν το δικό μου που, παρότι σχεδόν μεσήλιξ, θα το έλεγες... βασικά δεν θα το έλεγες τίποτε, κανένα σφρίγος, μόνο κοιλιά, και ξάφνου ο γέρος σταμάτησε να κάνει κάμψεις, επικύψεις ή τι σκατά και με πήρε χαμπάρι που τον κοιτούσα και με κοίταζε κι αυτός σε φάση τι έγινε ρε χοντρέ, γυρεύεις τσαμπουκά; αλλά, καθότι το μυαλό μου δεν στροφαρει με την πρώτη κούπα καφέ, δεν πήρα χαμπάρι και συνέχιζα να τον κοιτώ χωρίς να αντιλαμβάνομαι την ενόχλησή του και μετά αυτός μπήκε μέσα και σύντομα ξαναβγήκε στο μπαλκόνι με μια ξανθιά κυρία, δεν ξέρω ποια ήταν, τι του ήταν, μπόντιγκαρντ, προσωπική γυμνάστρια ή κάτι άλλο, η οποία με τα χέρια σταυρωμένα στάθηκε ανάμεσα σε μένα και στον γέρο (που συνέχισε τη γυμναστική του) και με κοιταζε σε φάση τι έγινε αγοράκι γυρεύεις φασαρία; και τότε κάπως φοβήθηκα και μπήκα μέσα και κρύφτηκα πίσω από την κουρτίνα του μπάνιου με την πόρτα κλειδωμένη και τα φώτα κλειστά και τώρα σκέφτομαι μήπως να πάω να τους χτυπήσω το κουδούνι να απολογηθώ, αλλά απ' την άλλη φοβάμαι μήπως ο γέρος και η ξανθιά κυρία με βάλουν να κάνω γυμναστική για τιμωρία.  

(στο βίδεο, νέο μουσικό κόλλημά μου)



* ναι, ξέρω, ο Ναμπόκοφ έγραψε τη λολίτα, αλλά εγώ τα έχω με τον Πίντσον και τους ογκόλιθους, σε μέγεθος, μυθιστορήματά του

16 Οκτ 2015

Για όλα φταίει ο Βολταίρος

Εγραψε σε κάποιο απ' τα γραφτά του ο αγαπημένος των απανταχού φιλελευθέρων ανεκτικών φιλολόγων και κλισεδολόγων, ο Βολτέρ, που (για να το παίξω λίγο πρόταγκον) στον τομέα της διανόησης δεν ήταν κάτι φοβερό, ήταν ας πούμε περίπου σαν κι εμένα, δηλαδή ένας τύπος που του άρεζε να κάνει βόλτες μπουρδολογώντας, ένας φλανέρ, ένας σουλατσαδόρος, ένας πρωτοπόρος πεζοπόρος της διαφωτιστικής περιπατητικής σχολής, έγραψε έλεγα λοιπόν ο Βολτέρ την ιστορία του Σιμόν Μορίν, ενός τυπάκου που το ΧίλιαΕξακόσιαΚάτι την είχε δει θεός ή εκπρόσωπός του και απεσταλμένος του στη Γη, και τον πήραν και τον κλείσαν σε ένα ίδρυμα όπου ο Μορίν είχε την τύχη ή την ατυχία να γνωρίσει έναν ακόμη που την είχε δει θεός ή εκπρόσωπός του στη Γη, τέλος πάντων, συνάντησε έναν ομοιοπαθή και ομόλογό του και συγκλονίστηκε τόσο από το θέαμα και την κατάσταση του ομοιοπαθούς του που, μιράκολο-μιράκολο, γιατρεύτηκε και οι αρχές του δώσαν το οκέη να βγει ξανά όξω με τους και καλά λογικούς και ντεμέκ υγιείς ανθρώπους, όπου, περιέργως, ο Μορίν ξανακύλησε και άρχισε το ίδιο τροπάρι, την είδε ξανά θεός ή εκπρόσωπός του, και συνάντησε, αυτή τη φορά όξω, στην κοινωνία, έναν άλλον συνάδελφο, ομόλογο, ομοιοπαθή που κι αυτός την είχε δει θεός ή εκπρόσωπός του στη Γη, μόνο που αυτός ο τελευταίος δεν γούσταρε και πολύ τον ανταγωνισμό και ήταν και πολύ δικτυωμένος και είχε τα κονέ με τους υψηλά ιστάμενους και τον έδωσε τον Μορίν στεγνά στις αρχές που αυτή τη φορά τον κάψανε, επίσης στεγνά, στην πυρά. 
Απ' αυτή την ιστορία του Βολτέρ λοιπόν εμπνευσμένος, το ΧίλιαΕννιακόσιαΠενήνταΚάτι, ένας ψυχίατρος στις ΗΠΑ ονόματι Μίλτον Ρόκιτς πειραματίστηκε, κομματάκι ανήθικα, με τρεις ασθενείς που την είχαν δει ο ένας και μοναδικός Ιησούς Χριστόυς. Τους έβαλε να ζουν μαζί, αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον, φροντίζοντας να τους μανιπουλάρει καταλλήλως μπας και αντικρύζοντας ο ένας τον άλλον βελτιωθεί η κατάστασή τους, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν αρχικά να τσακωθούν μεταξύ τους κι εντέλει ο καθένας από τους τρεις Ιησουσχριστούς να θεωρήσει τρελούς τους άλλους δύο που θεωρούσαν τον εαυτό τους Ιησού Χριστό, αφού άλλωστε -ως γνωστόν- ο μοναδικός Ιησους Χριστός ήταν αυτός ο ίδιος αυτοπροσώπως. 
Τώρα, εγώ ούτε Βολτέρ έχω διαβάσει, ούτε και το βιβλίο «Οι τρεις Χριστοί του Υψηλάντη» του Ρόκιτς, το οποίο όμως, καταπώς φαίνεται, έχει διαβάσει ο Τζο Κέισι των Πρωτομάρτυρ που λέγαμε στο παραπροηγούμενο ποστ, και έγραψε επ' αυτού το τραγούδι Ypsilanti - όπου Ypsilanti είναι μια πόλη των ΗΠΑ, που, ναι, το όνομά της το πήρε από τον φαναριώτη Δημήτριο Υψηλάντη, και τέλος πάντων είμαι σίγουρος πως μια μέρα σε κάποιο ημιλάηφστάηλ περιοδικό της ημεδαπής ή της αλλοδαπής κάποιος θα γράψει -έναντι πενιχρής αμοιβής- ένα κείμενο που θα λέει όλ' αυτά που γράφω παραπάνω και θα βουίξει το διαδίκτυο από τις φοβερές και τρομερές αποκαλύψεις, αλλά αυτός ο κάποιος δεν θα 'μαι εγώ.  


11 Οκτ 2015

Στις απολαυστικότερες ακροάσεις δεν ακούστηκαν τα αγαπημένα μας τραγούδια

Νομίζω πως τον θυμάμαι πολύ καλά τον συμφοιτητή και φίλο εκείνης της εποχής, πριν από πολλά χρόνια, που μού χάρισε μια κασέτα με διάφορα τραγούδια, σήμερα δεν ξέρω πού βρίσκονται, ούτε ο συμφοιτητής ούτε η κασέτα, ούτε και θυμάμαι πολλά από τα τραγούδια της, μόνο την εμπειρία της ακρόασης, απολαυστική αλλά και χαοτική, γιατί το τράκλιστ μού φαινόταν λάθος, ότι δηλαδή δεν ανταποκρίνονταν τα τραγούδια που άκουγα με τους καλλιτέχνες που αναγράφονταν, κι ακόμη και σήμερα προσπαθώ να καταλάβω αν φταίει που ήμουν συχνά κομμάτια όταν άκουγα εκείνα τα κομμάτια ή αν όντως κάποιος φέρελπις ντιτζέη τα είχε μιξάρει ώστε να μπαίνουν το ένα στο άλλο, κατά το δοκούν να έρχονται, να παρέρχονται και να επανέρχονται, σίγουρα πάντως δεν ήταν εκείνος ο άλλος ο ντιτζέη, που είχα ακούσει σε μια άλλη κασέτα, με όνομα γαλλικό, κι ήμουν πάλι κάπως σε φάση και δεν θυμάμαι να είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου ωραιότερη μουσική, και χρόνια μετά, αφού έπαψα πια να είμαι σε φάση, έστυψα το μυαλό μου (τίποτε, ξεραΐλα) και μετά το γκουγκλ για να βρω ποιος σκατά ήταν αυτός ο ντιτζέη με την ωραιότερη μουσική του κόσμου, ο γάλλος, και βρήκα πως ήταν ένας τύπος ο Πομπουνιάκ, που 'χε γίνει της μοδός με μια σειρά δίσκων Χοτέλ Κωστής όχι Χατζηδάκης, ευτυχώς, που να σου πω την αλήθεια μουσικά αυτά τα δισκάκια, όταν τ' ακούς χωρίς να είσαι σε φάση, είναι μουσικά ό,τι και ο Χατζηδάκης ο Κωστής όχι ο Μάνος για την πολιτική, και τέλος πάντων έφαγα ξενέρα λοιπόν, η ανάμνηση της πιο ωραίας μουσικής μου ακρόασης ήτανε λάθος, στο νούμερο ένα τελικά ανέβηκε μια άλλη ακρόαση που και πάλι ήμουν σε φάση και έπεφτε μια ήσυχη μεσημεριανή βροχή στο νησί και άκουγα το Σουζάν του Λέοναρντ Κοέν και η επαλήθευση, όταν πια δεν ήμουν σε φάση, ευτυχώς ήταν επιτυχής, η εμπειρία της ακρόασης του Κοέν παρέμενε συναρπαστική, οπότε εκεί έκανε κλικ ο εγκεφαλός μου και το ποντίκι, γιατί θυμόμουν κάτι με κασέτα και με τρίππυ και με χόλυ τζόη, αλλά δεν υπήρχε συγκρότημα Τρίππυ Χόλυ Τζόη, βρήκα ωστόσο τους μπαντ οβ χόλυ τζόη και αφού είδα κι απόδειδα βρήκα το fiswives αλλά από τρίππυ τίποτε, μόνο την ανάμνηση μιας σκωτσέζικιας φωνής, ιδιαίτερης όσο καμιά, και ανέτρεξα στους άραμπ στραπ και με τα πολλά το βρήκα το τρίππυ, που τα είχε μιξάρει μαζί με το φισγουάηβζ, το ένα μέσα στο άλλο, ο φέρελπις ντιτζέη, όχι ο Πομπουνιάκ, αλλά κάποιος άγνωστος σε μένα ντιτζέη που έγραψε και μίξαρε την κασέτα σε κείνον τον φίλο που τον θυμάμαι καλά αλλά δεν ξέρω τι κάνει τώρα πια, και κάπου εδώ αναρωτιέμαι μήπως δεν θυμάμαι καλά και μήπως πέρα από τα τραγούδια δεν υπήρξε τίποτε άλλο απ' αυτά, ούτε φίλος ούτε νησί ούτε κασέτα ούτε μίξη ούτε ντιτζέη. 



30 Σεπ 2015

Πρωτομάρτυρας

Αν θυμάμαι καλά, σ' ενα παλιό ποπ+ροκ ο Κωνσταντίνος Βήτα των Στερεο Νόβα είχε γράψει ένα (υπέροχο) κείμενο με τίτλο «Ο Τιμ Μπάκλεϊ ήταν ταξιτζής». Αντιστοίχως, θα μπορούσα εδώ να γράψω «Ο Τζο Κέισι ήτανε πορτιέρης». Σε ένα κόμεντυ κλαμπ. Στο Ντιτρόιτ. Χεστήκαμε, θα μου πείτε. Αντιπαρέρχομαι τον πειρασμό να ανταπαντήσω «βρώμισε, σκουπιστείτε, το καζανάκι τραβήξτε» -ή κάτι τέτοιο- και συνεχίζω: Ο Τζο Κέισι τραγουδάει στην μπάντα που τα τελευταία δύο χρόνια αγαπώ περισσότερο απ' όλες, τους Protomartyr, κι ας νομίζουν οι φίλοι μου ότι μόνο με τους Νάσιοναλ ασχολούμαι. Και παρότι ηχητικά Νάσιοναλ και Πρωτομάρτυρ δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο, δύο-τρία πραγματάκια κοινά τα έχουν: είναι διαβασμένοι, αυτοσαρκαστικοί, αγαπούν το αλκοόλ. Σου μοιάζουν, μου λες (ή, τέλος πάντων, ελπίζω ότι μου λες), γι' αυτό τους αγαπάς. Άρα αφού αγαπώ τους Νάσιοναλ και τους Πρωτομάρτυρ, που μου μοιάζουν, αγαπώ και τον εαυτό μου, άρα -κατά τη γνωστή παπαριά «δεν μπορείς να αγαπήσεις τους άλλους, αν δεν αγαπάς τον εαυτό σου»- αγαπώ όλον τον κόσμο, που λέει και το παραδοσιακό άσμα που έχουν τραγουδήσει μεταξύ άλλων οι Νταλάρας, Πάριος, Πρωτοψάλτη, Γαϊτάνος – λυπάμαι, αυτές τις μαλακίες δεν τις πιστεύω. Αγαπώ τους Νάσιοναλ και τους Πρωτομάρτυρ, τελεία, όλα τ' άλλα είναι μπαρμπούτσαλα. Ο Τζο Κέισι, λοιπόν, πορτιέρης, με μηδενική ενασχόληση στη ροκ σκηνή, πριν λίγα χρόνια, στα 35 του, λιγάκι αντικοινωνικός, λιγάκι αλκοολικός, σε μια ηλικία που απαγορεύεται (σικ) να ξεκινάς ροκ καριέρα, για την ακρίβεια στα 35 είναι πολύ δύσκολο να ξεκινήσεις οποιαδήποτε καριέρα αν δεν το έχεις ήδη κάνει, συνάντησε τρεις ατσούμπαλους 25χρονους που παίζανε σε ένα συγκρότημα με όνομα «Κωλο-κάτι», δεν θυμάμαι ακριβώς. Και αποφάσισε να γράψει στίχους και να τραγουδήσει μαζί τους -τραγουδήσει, τρόπος του λέγειν, δεν τραγουδάει, φτύνει λέξεις, ενώ οι πιτσιρικάδες κοπανάνε, κιθάρα-ξυράφι, μπάσο-τροχάδην, τύμπανα αλαλάζοντα. Ποστ πανκ λένε οι ειδικοί. Δεν ξέρω πόσα (κάμποσα ίσως, αλλά όχι αρκετά) γκρουπ υπάρχουν εκεί έξω με τέτοια στιχουρχική θεματική: Αριστοτέλης, θάνατος, λογοτεχνία, Αλτσχάιμερ. Στην ερώτηση γιατί ασχολείστε τόσο με τη θνητότητα, ο Κέισι απαντά «μα γιατί να μην ασχοληθούμε με τη θνητότητα;».
Πραγματικά, υπάρχει κάποιο πιο ζωτικό θέμα για όλες τις τέχνες πέρα απ' τη θνητότητα;

Οι Protomartyr όπου να 'ναι κυκλοφορούν τον τρίτο τους δίσκο, που μοιάζει αρκετά με τον προηγούμενο, μπορεί να είναι καλύτερος, μπορεί όχι. Δεν με νοιάζει. Εγώ τους αγαπώ. 

 

Αυτό το προ τετραετίας ερασιτεχνικό βίντεο δείχνει την ατσουμπαλοσύνη τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. 

17 Σεπ 2015

Ο ίδιος άνθρωπος στο παρελθόν είναι κάποιος άλλος

Ο φίλος συνήθιζε να αγοράζει το βιβλίο και να τ' αφήνει για καιρό στο ράφι αδιάβαστο – να επιτείνει την προσμονή και κατά συνέπεια την αναγνωστική απόλαυση, δεν ξέρω αν αυτό είναι ή δεν είναι κάποιου είδους λογοτεχνική εφαρμογή delayed gratification, της άρνησης μιας άμεσης απόλαυσης ή ανταμοιβής εν αναμονή μιας ακόμη μεγαλύτερης, ούτε μπορώ να πω με σιγουριά αν αυτό ταιριάζει στη δική μου περίπτωση καθυστερημένης ανάγνωσης του μυθιστορήματος «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Μάρκες, ή αν επρόκειτο για ξεροκεφαλιά, ή για έναν κρυφοβλακοεστετισμό που επέβαλε να μη διαβάζω ένα βιβλίο που «το έχουν διαβάσει όλοι», ενώ την ίδια στιγμή διάβαζα Ρούλφο και Κορτάσαρ που τους θεωρούσα πιο προχώ και ψαγμέ, ή αν τέλος πάντων η καθυστερημένη αυτή απολαυστική ανάγνωση ήταν μια απ' τις πολλές εκκρεμότητες που έχω με κάποια από τα αριστουργήματα της τέχνης, για παράδειγμα ακόμη δεν έχω δει την «Αποκάλυψη τώρα», ενώ έχω δει όλες τις ταινίες με τον Μπεν Στίλερ, τέλος πάντων δεν μ' ενδιαφέρει πια το σινεμά, αλλά η λογοτεχνία, ίσως γιατί -κατά Μάρκες- «η λογοτεχνία είναι το καλύτερο παιχνίδι για να κοροϊδεύει κανείς τους ανθρώπους», κυρίως και κατεξοχήν ο συγγραφέας τον αναγνώστη και ο αναγνώστης τον ίδιο του τον εαυτό κι ενδεχομένως ο αναγνώστης τους άλλους αναγνώστες, με την ομορφιά ενός ψέματος, μιας επινόησης, όπως μια επιδημία αϋπνίας που πέφτει σε ένα μικρό χωριό κι οι άνθρώποι ποθούν να μπορέσουν να κοιμηθούν ξανά όχι γιατί υποφέρουν από την κούραση αλλά κυρίως γιατί έχουν νοσταλγήσει τα όνειρα, κι εδώ έγκειται η ομορφιά και το ψέμα και η κοροϊδία της λογοτεχνίας (ίσως και όλης της τέχνης, που γι' αυτήν δεν είπε κάποιος πως είναι όλη ένα ψέμα;), θα σου εξηγησω τι εννοώ: διαβάζει αυτό το υπέροχο περί αϋπνίας και νοσταλγίας και ονείρων, που γράφει ο Μάρκες στα 100 Χρόνια Μοναξιά, κάποιος σαν κι εμένα που ουδέποτε υπέφερε από αϋπνίες, αντιθέτως κοιμάται πολύ εύκολα και πολύ βαθιά, έναν ύπνο που κάνουν μόνο οι πολύ αθώοι και οι πολύ ασυνείδητοι, μάντεψε τι απ' τα δύο είμ' εγώ, διαβάζει λοιπόν ο οποιοσδήποτε κάτι τέτοιο, κάτι τόσο όμορφο, και θέλει να το οικειοποιηθεί, να το κάνει δικό του, μόνο και μόνο επειδή είναι όμορφο, ασχέτως αν οι λέξεις αυτές ανταποκρίνονται ή όχι στη δική του πραγματικότητα, όπως ας πούμε και διάφορεοι τύποι, παντελώς τρέντυ και παντελώς ιν που ακούνε το creep των ρεντιοχεντ ή το loser του Μπεκ και ταυτίζονται με αυτά και νομίζουν πως γι' αυτούς μιλάνε και νομίζουν ότι αναγνωρίζουν ένα κομμάτι του εαυτού τους σε αυτά τα τραγούδια, βεβαίως -απ' την άλλη- ισχύει η αρχή του αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή αν κάποιος νομίζει πως είναι κριπ ή λούζερ, ενώ αντιθέτως είναι τρέντυς, νικητής, ή αν -καλή ώρα, ο γράφων- είναι κατά φαντασίαν άυπνος και νομίζει πως ζει (όπως) στις λέξεις του Μάρκες, ενώ κοιμάται ακόμη κι όταν νομίζει πως είναι ξύπνιος, και στη ζωή του δεν έχει ίχνος μαγικό ρεαλισμό, τότε τι άλλο να πω;

(προχτές, αυτό το βλογ έγινε 10 χρονώ, πφ!)

14 Σεπ 2015

Ανασφαλίτης σε βατήρα

Ο ανασφαλίτης, ο άνθρωπος δηλαδή που διακατέχεται από την ανασφάλεια ότι μοιάζει με ασφαλίτη, έτσι όπως κάθεται, ενοχικός παρατηρητής εξελίξεων που τον έχουν προ πολλού ξεπεράσει ή και ξεράσει, γιατί καμιά φορά νιώθει απλώς σαν τον εμετό, στέκεται στην άκρη του βατήρα σε σχήμα ανοιχτής παλάμης επαίτη, φιλοτεχνημένης από ευαισθητοποιημένο περί το κοινωνικό γίγνεσθαι ντιζάινερ, η δημιουργία του οποίου προκάλεσε ρίγη συγκίνησης για το δράμα των επαιτών μέσα από τις σελίδες κοσμικού περιοδικού και που κοσμεί την πισίνα κούφιου ουρανοξύστη σε συγκρότημα ουρανοξυστών που έχει κυκλώσει το τετράγωνο γύρω από το ωραιότερο πάρκο του κόσμου στο οποίο θέα έχουν μόνο οι λίγοι και εκλεχτοί που ζουν εκεί, στους κούφιους, γεμάτους νερό ουρανοξύστες, μέσα στους οποίους κολυμπούν μεγαλοκαρχαρίες και άλλα άγρια πτηνά, κι από πάνω τα ντρόουνζ πετάνε στο νερό τροφή για τα θηρία, το μοναδικό σε υπερεπάρκεια αγαθό και τρόφιμο αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, δηλαδή τους φτωχούς, και για ώρα πολλή σκέφτεται ο ανασφαλίτης να βουτήξει στα βαθιά, αλλά δεν ξέρει τι από τα τρία θέλει πραγματικά να κάνει, να παλέψει και να σκοτώσει τα θηρία ή να γίνει σαν κι αυτά, πράγμα δύσκολο φυσικά, και το ένα και το άλλο, ή μήπως απλά στη μοίρα ν' αφεθεί βουτώντας από το βατήρα ως κολατσιό μεγαλοκαρχαρία, κι όσο δεν το παίρνει απόφαση, κουράζεται να στέκεται εκεί, ξεμένει από δυνάμεις για πάλη ή θηριωδία, αλλά και μπαγιατεύει ως τροφή για τα θηρία.


6 Σεπ 2015

Μισώ μισό

Με αρέσουν ονόματα όπως το Κλίντον που μοιάζουν με προστακτική σε φάση «Κλίντον σε παρακαλώ και γρήγορα γιατί βιάζομαι». Γι' αυτό το λόγο, μου κίνησε το ενδιαφέρον ένας βέλγος αρχικά και κατόπιν γάλλος συγγραφέας ονόματι Ανρί Μισό, που μάλιστα είθισται να τον γράφουν με ωμέγα, κάνοντάς τον τελείως ρήμα -και τι ρήμα, ίσως το ισχυρότερο ρήμα στα λεξικά: Μισώ. Βρήκα και διάβασα μια επιλογή έργων του «Με το αγκίστρι στην καρδιά» από εκδόσεις Γαβριηλίδη, σε μετάφραση Αργύρη Χιόνη. Από κει αντιγράφω:

«Πολύ σπάνιο να δώ κάποιον χωρίς να τον χτυπήσω. Αλλοι προτιμούν τον έσωτερικο μονόλογο. Εγώ, όχι. Προτιμώ να δέρνω. Υπάρχουν άνθρωποι που κάθονται άπέναντί μου στο έστιατόριο και δε λένε τίποτε, κάθονται κάμποσο εκεί, γιατί άποφασίσανε να φάνε. Κι ορίστε ένας. Σ' τον άρπάζω, χράπ. Σ' τον ξαναρπάζω, χράπ. Τον κρεμάω στον καλόγερο. Τον ξεκρεμάω. Τον ξανακρεμάω. Τον ξαναξεκρεμάω. Τον βάζω πάνω στο τραπέζι, τον πατικώνω και τον πνίγω. Τον βρομίζω, τον καταβρέχω. Συνέρχεται. Τον ξεπλένω, τον τεντώνω (άρχίζω να έκνευρίζομαι, πρέπει να τελειώνω), τον μαλάζω, τον συνθλίβω, τον συνοψίζω, τον χώνω μέσα στο ποτήρι μου, ρίχνω έπιδεικτικά το περιεχόμενο στο πάτωμα και λέω στο γκαρσόνι: 'Φέρε μου ενα πιο καθαρό ποτήρι'. Νιώθω ωστόσο άσχημα, πληρώνω άμέσως τό λογαριασμό και φεύγω». 
 
 

29 Αυγ 2015

Δεγκαταλαβαινωφοβία

Διάβασα σήμερα ένα κείμενο στην Εφημερίδα των Συντακτών για την κριτική λογοτεχνίας (νομίζω) και (νομίζω ότι) δεν το πολυκατάλαβα και αυτή η διαπίστωση με τρομάζει κάπως, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, ίσως γιατί αν δεν καταλαβαίνω ένα κείμενο για την κριτική λογοτεχνίας, τότε πώς μπορώ να καταλάβω τις λογοτεχνικές κριτικές κι -ακόμη περισσότερο- πώς μπορώ να κατανοήσω τα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα προκειμένου να γράψω τις μη κριτικές μου αηδίες σε αυτό το ιστολόγιο, διότι στην τελική ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο διαβάζω λογοτεχνία: για να μπορώ να πουλάω μούρη είτε στα μπαρ είτε στα μπλογκ, κι αν είναι να μην καταλαβαίνω τίποτε, τότε υπάρχει πάντα η περίπτωση -όσο και αν γράφω εξεπιτούτου μακροπερίοδα- να καταλάβει κάποιος τι φελλός είμαι και να με κανει ρόμπα είτε στα μπλογκ είτε στα μπαρ -κι εντάξει, δεν γαμιέται, στα μπαρ έχω γίνει ρόμπα ουκ ολίγες φορές μεθυσμένος, αλλά στα μπλογκ ποτέ, εκτός κι αν δεν το έχω καταλάβει αυτό, δηλαδή υπάρχει, τώρα που το καλοσκέφτομαι, η περίπτωση να είμαι ιστολογικός περίγελως και να μην το 'χω πάρει πρέφα, πωπωπωπω, τι ντροπή να πούμε... 
Και μέσα σε όλ' αυτά, διάβασα ένα πάρα πολύ ωραίο μυθιστόρημα -αν και δεν συμφωνώ με αυτούς τους χαρακτηρισμούς, κανονικά θα έπρεπε να έχω γράψει «ένα μυθιστόρημα που μου άρεσε πάρα πολύ»-, τους Δενδρίτες της Κάλλιας Παπαδάκη (εκδ. Πόλις) κι απέμεινα να σκέφτομαι αν αυτα που σκεφτόμουν κατά την ανάγνωση τα σκεφτόταν κι η συγγραφέας, και πρόσεξε να δεις φάση, φαντάζομαι πως υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που, όσο να 'ναι, σκέφτονται τι μπορεί να πει για το έργο τους ο αναγνώστης αλλά και η κριτική (ακόμη και η μη κριτική), αλλά σκέψου και τον κριτικό (και τον μη κριτικό) που μπορεί, όσο να 'ναι, να σκέφτεται τι θα πει ο συγγραφέας αλλά και οι αναγνώστες για την κριτική του, πόσο αποτυχημένη και εκτός θέματος μπορεί να 'ναι μια κριτική, η οποία συν τοις άλλοις μπορεί να πέσει στα χέρια συγγραφέα, που, όσο να 'ναι, υποτίθεται πως γνωρίζει τι θέλει να πει με το πόνημά του, αλλά και στα χέρια αναγνωστών, που μπορεί να έχουν καταλάβει καλύτερα από τον κριτικό και τον μη κριτικό τι θέλει να πει ο συγγραφέας, και έτσι να γίνει ρόμπα ο κριτικός και μηκριτικός, πωπωπωπω, τι ντροπή να πούμε. 
Η καλύτερη επιμελήτρια κειμένων που γνωρίζω προσωπικά, μου έχει πει πως είναι πολύ δύσκολο και τολμηρό εγχείρημα η χρήση του ιστορικού (ή δραματικού) ενεστώτα στη λογοτεχνία και πως κρύβει παγίδες και πως προσδίδει ζωντάνια και ένταση στο λόγο, αλλά στα χέρια κάποιου κακογράφου μπορεί να καταλήξει σε ναυάγιο κι εδώ οφείλω να διευκρινίσω πως κατά την προσωπική μου γνώμη στην περίπτωση του μυθιστορήματος Δενδρίτες, όπου είναι συχνή η χρήση ιστορικού ενεστώτα, κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει, η γραφή είναι γοητευτικότατη, ολοζώντανη, απορροφητική και κινηματογραφική, η ανάγνωση είναι σκέτη απόλαυση, πάνω απ' όλα θαυμάζω τη συντομία και την περιεκτικότητα γενικά, στοιχεία που υπάρχουν και στους Δενδρίτες ειδικά, κι αυτό που ακόμη περισσότερο είναι αξιοθαύμαστο σε αυτήν την περιεκτικότητα είναι ότι εξιστορούνται ιστορίες πολλών ανθρώπων, από το κοντινό και απώτερο παρελθόν, που οι ιστορίες τους αφορούν ακόμη περισσότερους ανθρώπους του σήμερα (κι ενδεχομένως του αύριο) κι αυτό είναι πολύ μεγάλη μαγκιά ενός συγγραφέα: να αναδεικνύει υπαινικτικά, μέσα από τις μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, τα μεγάλα και σπουδαία πράγματα, κι ακόμη περισσότερο σε μια εποχή που πολλοί γράφουν σαν να βγάζουν σέλφι, ομφαλοσκοπούν και κοιτούν προς τα μέσα τους ή το είδωλό τους στον καθρέφτη, είναι πολύ σημαντικό να κοιτούμε τριγύρω μας ή και προς τα πίσω, για να παρατηρούμε τις ζωές των άλλων, που εντέλει μπορεί να μοιάζουν (ή και όχι) λίγο-πολύ με τη δική μας.

27 Αυγ 2015

Βίκτορυ

Υπάρχει μια γραμμή, όχι κομματική, ούτε του ορίζοντος, δεν ξέρω αν είν' λεπτή ή όχι, όλες οι γραμμές συγκρινόμενες με μένα λεπτές είναι, υπάρχει μια γραμμή λοιπόν λεπτότερη από μένα που χωρίζει τα καλά μυθιστορήματα από τα πολύ καλά, τα μεν πρώτα τα διαβάζεις και, κακά τα ψέματα, αν είσαι τόσο δα ψωνάκι, το σκέφτεσαι καμιά φορά «ε, θα μπορούσα να το 'χα γράψει κι εγώ αυτό»», ενώ στα άλλα, τα πολύ καλά, τα καλύτερα μυθιστορήματα, μένει άναυδος, μένεις μαλάκας, ανεξαρτήτως αν μένεις Ευρώπη ή όχι, και απομένεις να θαυμάζεις την ευρηματικότητα του συγγραφέως, τις εικόνες, τις ιδέες που αναβλύζουν από μια ασυναγώνιστη γραφή κι αφού τελειώσεις την ανάγνωση και σηκωθείς όρθιος στο σαλόνι και χειροκροτήσεις παρατεταμένα και στείλεις δυο-τρία μηνύματα σε δυο-τρεις ανθρώπους που πιστεύεις ότι θα σε καταλάβουν και αφού πας και ξυπνήσεις την καλή σου που κοιμάται για να της πεις πόσο γαμάτο ήταν αυτό που διάβασες, τότε σε πιάνει το παράπονο και η ζήλεια γιατί συνειδητοποιείς ότι πάνω απ' όλα αυτό που διάβασες είναι μια κορυφή απάτητη, κάτι που δεν θα μπορούσε να γραφτεί από σένα, είναι αυτό ακριβώς που διαχωρίζει τον αναγνώστη από τον συγγραφέα, ασχέτως των δημοκρατικών πεποιθήσεών σου, σύμφωνα με τις οποίες όλοι είμαστε εν δυνάμει συγγραφείς, κάτι τέτοια αναγνώσματα αποδεικνύουν ότι τέτοιου είδους συγγραφείς δεν μπορούμε να είμαστε όλοι, κάποιοι είμαστε καταδικασμένοι να παραμένουμε για πάντα αναγνώστες, και τότε για να μη σε πιάσουν τα αναφιλητά μπροστά στον συγγραφέα, πετάς το βιβλίο στον τοίχο και τρέχεις και κλειδώνεσαι στην τουαλέτα, βρίσκεις καταφύγιο στη βρύση που στάζει στο νιπτήρα και στο τηλέφωνο του μπάνιου που ευτυχώς δεν θα χτυπήσει ποτέ, αφουγκράζεσαι τον ήχο που κάνει η αποχέτευση, τις φωνές των αποκάτω μέσα από το φωταγωγό και τα τακούνια της αποπάνω που κάθε μέρα τέτοια ώρα ετοιμάζεται να πάει στη δουλειά, κοιτάς τα σαμπουάν, τα σαπούνια, τα απορρυπαντικά, τα ξυραφάκια, κοιτάς το σεσουάρ, αυτό που από τότε που το 'κανε τραγούδι η Κάλι η Μινόγκ το λες και πιστολάκι και θυμάσαι ότι στην αρχή των Πτυχιούχων του Χρήστου Βακαλόπουλου ο τύπος έχει μόλις βγει από το μπάνιο κρατώντας ένα πιστολάκι και καβγαδίζει με την γκόμενα και, όταν το διάβασες αυτό, σου ήρθε ένα λογοπαίγνιο ότι και καλά την πυροβόλησε πάνω στον καβγά με αυτό το πιστολάκι, και πράγματι έκανε, λίγες αράδες παρακάτω, ένα αντίστοιχο λογοπαίγνιο ο συγγραφεύς, και είπες μέσα σου «χαχα, θα μπορούσα να το 'χω γράψει κι εγώ αυτό», μόνο που όλες τις υπόλοιπες σελίδες, αφού τις διάβασες με μάτια γουρλωμένα και κομμένη την ανάσα, αυτόν τον παιγνιώδη ύμνο σε μια τρελή νιότη, δεν θα μπορούσες να τις γράψεις με τίποτε και κυρίως με τέτοιο στιλ, με τέτοιες ιδέες, με τέτοια μοναδική γραφή, και σε ξαναπιάνει απελπισία και αναφιλητά και νιώθεις περίπου σαν τον Τομπάιας Φούνκε σε αυτήν τη σκηνή



και για να πάρεις τα πάνω σου διαβάζεις τα πιο ανέμπνευστα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ και υπάρχουν πάντα στο μπάνιο, τις οδηγίες χρήσεως του απορρυπαντικού και του μαλακτικού, μπας και νιώσεις λίγο καλύτερα, κάπως ανώτερος να πούμε. 

Και μετά τραγουδάς αυτό.


25 Αυγ 2015

Πώς να κάνεις τον καμπόσο με τη δουλειά άλλων ανθρώπων

O κόσμος εξαϋλώνεται (ή μήπως η καλύτερη μετάφραση της λέξης «dematerialize» είναι «αποϋλοποιείται»;), με λίγα λόγια εξαφανίζεται, ολόκληρα κτίρια και περιοχές χάνονται από προσώπου Γης μπροστά στα έντρομα μάτια των ανθρώπων - έτσι τουλάχιστον γράφει ο Πίτερ Κάρεϊ στο διήγημά του «Μ' αγαπάς; - Do you love me», το οποίο καταγράφει την κρίση μιας κοινωνίας στην οποία κάνουν κουμάντο οι χαρτογράφοι, οι οποίοι όχι μόνο χαρτογραφούν τη Γη αλλά καταγράφουν και κάνουν απογραφή όλων των πραγμάτων, πράγμα που τους δίνει απεριόριστες εξουσίες, διότι πολύ απλά οτιδήποτε δεν απογράψουν δεν υφίσταται, άρα η ύπαρξη όλων των πραγμάτων εξαρτάται από τη δική τους επαγγελματική ευσυνειδησία και αποτελεσματικότητα και από το αν έχουν νεύρα ή αν βαριούνται μια μέρα στη δουλειά, κι αυτή η απεριόριστη εξουσία φυσικά προκαλεί το φθόνο των υπολοίπων - μέχρι που ξαφνικά αρχίζει η εξαΰλωση (αποϋλοποίηση) κτιρίων, περιοχών και ανθρώπων. Οι θεωρίες ποικίλλουν: σύμφωνα με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ο κόσμος είναι το όνειρο ενός θεού, που σταδιακά ξυπνά, κι όσο ξυπνά σιγά-σιγά ο θεός, ο κόσμος που ονειρεύτηκε λιγοστεύει, εξαφανίζεται, και όταν ξυπνήσει για τα καλά ο θεός (δηλαδή σηκωθεί από το κρεβάτι, πάει για κατούρημα, τραβήξει το καζανάκι, πιει καφέ και και κάνει κανά δυο τσιγάρα διαβάζοντας στην αθλητική εφημερίδα για τις μεταγραφές του ΠΑΟΚ κι ακούγοντας Μπαχ) θα εξαφανίστει ολόκληρος ο κόσμος, όπως συνήθως εξαφανίζονται τα όνειρα όταν ξυπνούμε κι αρχίζει ο εφιάλτης της καθημερινότητας. Η ενδιαφέρουσα αυτή θεωρία ωστόσο αποδείχτηκε αβάσιμη, καθώς εντέλει αποδείχθηκε στην πράξη πως εξαϋλώνονται - αποϋλοποιούνται όσα πράγματα στη Γη είναι άχρηστα, όσοι τόποι δεν κατοικούνται ή ακόμη χειρότερα όσα πράγματα και όσοι άνθρωποι δεν αγαπιούνται - κι έντρομοι οι άνθρωποι φοβούμενοι ότι μια μέρα απλώς θα εξαφανιστούν από προσώπου Γης περιφέρονται ρωτώντας ο ένας τον άλλον την ερώτηση-κλειδί που θα επιβεβαιώσει την ύπαρξή τους, που θα διασφαλίσει την παρουσία τους στη Γη: Μ' αγαπάς; 
Do you love me? 


20 Αυγ 2015

Διαστροφική εντομολογία

Στον ίσκιο του ελέφαντα, επί ξηραμένου αφρού φραπέ, νεκροζώντανα εκθέματα σε μουσείο, που μαζί τους βγαίνουν σέλφι οι τουρίστες και οι δημοσιογράφοι ξένων ΜΜΕ που από την κρίση βγάζουν ξύγκι απορώντας πώς γίνεται νεκροζώντανοι ολημερίς να πίνουνε φραπέ, οι τζίτζικες κάνουν σχέδια για να πιάσουν την καλή, ονειρεύονται ληστείες τραπεζών με όπλο τους το τρύπιο ροζ καλαμάκι του καφέ, κατασυκοφαντημένοι από μια κυρίαρχη άποψη ότι πρόκειται περί άεργων, καθώς αποσιωπούνται επιμελώς από μια παγκόσμια συνωμοσία τα επιστημονικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία προτού καταλήξουν οι τζίτζικες στη σκιά του ελέφαντα, άεργα εκθέματα ενός μουσείου, ήσαν σκουλήκια μες στη γη, είτε για τέσσερα, είτε για δεκατρία ή δεκαεπτά έτη, ανθρακωρύχοι σε στοές, και μόνο αφού πάρουν το απολυτήριο στο χέρι δύνανται να βγουν στην επιφάνεια της γης, στον ίσκιο του ελέφαντα, ως νεκροζώντανοι, μελλοντικοί νεκροί, αφού το ελαφρώς ενοχλητικό τζιτζίκειο άσμα τους είν' στην πραγματικότητα το τελευταίο τους, το κύκνειο που λέμε, μόνο που δεν είναι όμορφα τα τζιτζίκια σαν τους κύκνους να δώσουν το όνομά τους σε κάποιο τραγούδι, αντιθέτως είναι αυτά που εντέλει και αναλόγως των εξελίξεων άπαντες προτιμούν να μην κοιτούν και να μη βλέπουν, ειδικά οταν οι εξελίξεις αυτές αφορούν πρόοδο κι ανάπτυξη και δημιουργία, εκεί τα τζιτζίκια περισσεύουν, άλλωστε, εδώ που τα λέμε, νιώθουν κι αυτά τόσο μα τόσο κουρασμένα, προτιμούν να πεθάνουνε ως τζιτζίκια παρά να μπουν ξανά ως σκουλήκια στα ορυχεία κάτω από τη γη. 

8 Αυγ 2015

Αυτοκριτική ενός βιβλίου κριτικής του σύγχρονου κόσμου

Εχει πολλές ωραίες λέξεις και φράσεις ο Πόλεμος και Πόλεμος του Κρασναχορκάι.
Την πιο ωραία φράση την διαβάζεις στην αρχή-αρχή: «ο παράδεισος είναι λυπημένος».
Από κει και πέρα, αφήνεσαι σε ένα ενίοτε κουραστικό αλλά θαυμαστό έργο.
Αξιος θαυμασμού ο Πόλεμος και Πόλεμος. Προκαλεί δέος. Αλλά δεν ξέρω αν μπορεί ν' αγαπηθεί από τον αναγνώστη. 

Τόσες κριτικές έχουν γραφτεί για αυτό το βιβλίο, την καλύτερη όμως την έγραψε ο ίδιος ο Κρασναχορκάι, πρώτος απ' όλους, στη σελίδα 233 του ίδιου βιβλίου: «...για τις πραγματικές προθέσεις του συγγραφέα και επομένως για το πραγματικό νόημα του χειρογράφου, [...] αυτός, βλάκας καθώς είναι, με το διαταραγμένο του μυαλό, δεν είχε [...] καταλάβει τίποτε απολύτως, το αρχικό και ανεξήγητο μυστήριο του κειμένου, η ποιητική δύναμη που ανάβλυζε απ' αυτό, το γεγονός ότι έστρεφε αποφασιστικά την πλάτη στις συμβατικές μορφές αφήγησης, όλα αυτά τον είχαν καταστήσει τυφλό και κουφό, τον είχαν εκμηδενίσει, σαν να είχε δεχτεί μια κανονιά [...] η εξήγηση βρισκόταν εκεί, μπροστά του, από την αρχή, έπρεπε να την είχε δει και πράγματι την είδε και επιπλέον τη θαύμασε, μόνο που δεν ήξερε τι έβλεπε και τι θαύμαζε: [...] να περιγράψει τη μέχρι τρέλας περίπλοκη πραγματικότητα, να εντυπώσει στον φαντασιακό του αναγνώστη τις σκηνές με παραληρηματικές λεπτομέρειες και επαναλήψεις με τρόπο που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης».

Και λιγό μετά (σελ. 256), αφού έχει κάνει την αυτοκριτική του, το βιβλίο ασκεί κριτική σε όλο τον σύγχρονο κόσμο από το 1492 μέχρι σήμερα: ένα σύστημα «δανείων και πιστώσεων, αξιογραφων και τόκων [...] που θα γεννούσε έναν εντελώς νέο κόσμο όπου το χρήμα και όλες οι σχετικές δραστηριότητες δεν θα είχαν πραγματική βάση αλλά εικονική, πλασματική, όπου τις πραγματικές εμπορικές συναλλαγές θα τις επωμίζονταν μόνο οι φτωχοί και οι ανυπόδητοι, ενώ οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις θα άνηκαν στους νικητές, στα αφεντικά [...], μια νέα τάξη θα κυβερνούσε τον κόσμο, μια τάξη μεσα στην οποία η εξουσία θα ήταν εξαϋλωμένη [...], διακόσια άτομα περίπου θα μαζεύονταν κατά διαστήματα [...] για να δείξουν ότι ο κόσμος τούς ανήκε και ότι το χρήμα του ανήκε...»

31 Ιουλ 2015

Παγόβουνο στον φραπέ

Ο φίλος έφτιαχνε φραπέδες. Εβαλε κάμποσα παγάκια και χρωματιστά καλαμάκια. Του 'λεγα για το βιβλίο που 'χα διαβάσει. Συλλογή διηγημάτων. Άψογη τεχνικά. Αδιάφορη θεματικά. Μα είναι δυνατόν; Τι με νοιάζει εμένα το ψάρεμα, η φυσιολατρία και οι χαρές του σκι στις Αλπεις; Δεν τον συμπάθησα ποτέ τον Χέμινγουέη, είπα. Τα βιβλία του δηλαδή. Η ζωή του, πιο ενδιαφέρουσα. Είχα διαβάσει προ ετών μια φωτοβιογραφία του. Ο φίλος που έφτιαχνε φραπέδες μού την είχε χαρίσει, αλλά δεν το θυμόταν πια. Μου τη δίνει που ήταν άνθρωπος της δράσης, είπα. Ξες, μάτσο καταστάσεις, κυνήγια, πόλεμοι, σαφάρι, αναρρίχηση στο Κιλιμάντζαρο. Τα 'κανε όλ' αυτά; αναρωτήθηκε ο φίλος, που αφού έφτιαξε φραπέ έστριβε τσιγάρο. Πρόσθεσε: Πάντα τον φανταζόμουν σαν έναν τύπο που όλη μέρα ξύνει τ' αρχίδια του. Και πίνει. Αυτά μετά, είπα. Οταν αγόρασε το εξοχικό στην Κούβα. Εκεί έπινε ολημερίς ξύνοντας τ' αρχίδια του. Και πού τα βρήκε τα φράγκα για να τα κάνει όλα αυτά και να ξύνει ταυτόχρονα τ' αρχίδια του; αγανάκτησε ο φίλος βγάζοντας καπνούς από το στόμα, από τη μύτη κι από τ' αυτιά. Ξέρω 'γω; σήκωσα τους ώμους. Μπορεί να ήταν προικοθήρας. Ήταν κι οι εποχές πιο εύκολες. Προμνημονιακές, χωρίς ΔΝΤ και Τσίπρα.

30 Ιουλ 2015

Νέα επαγγέλματα: ξεφυλλιστής και ξεφτιλιστής

Φυσούσε - ξεφυσούσε ο χοντρός, ιδρωμένος κατά φαντασίαν βιβλιοκριτικός, με τα λιγδωμένα μούσια, το τρύπιο μποξεράκι, έσχατο απομεινάρι μιας πολύ πετυχημένης αγοράς μποξερακίων το 1997, δέκα τον αριθμό, ίδιων και απαράλλαχτων, το ίδιο κάποτε μαύρο, τώρα γκρίζο μποξεράκι, που το 2000 φέρελπις ποιητής είχε εκτοξεύσει στην ταράτσα ξενοδοχείου πίσω από τον ηλιακό θερμοσυσσωρευτή, και ίσως εξ αυτού του γεγονότος, που εκτοξεύτηκε στον ηλικιακό του συσσωρευτή, να πηγάζει το μίσος του για τους ποιητές, και με το κασκορσέ φανελάκι, αυτό το ίδιο φανελάκι με το απαίσιο όνομα στα αγγλικά, wifebeater, με τα καφεκίτρινα σημάδια από καφέ και παγωτό σοκολάτα, που αυξήθηκε η τιμή του κατά δέκα λεπτά λόγω της αύξησης του ΦΠΑ στο 23%, ακόμη και τα κουνούπια είχαν γίνει αργοκίνητα λόγω της ζέστης και οι λάμπες της εισόδου αρνούνταν να ανάψουν, μόνο ο ανεμιστήρας επέμενε να ανακυκλώνει τον ίδιο ζεστό και υγρό αέρα και να γυρίζει τις σελίδες του βιβλίου που είχε στα χέρια του ο χοντρός, ιδρωμένος κατά φαντασίαν βιβλιοκριτικός, γεγονός που τον εξυπηρετούσε καθότι δεν είχε κουράγιο να γυρίσει τη σελίδα, δεν είχε κουράγιο ούτε να τη διαβάσει, αυτό που διάβαζε δεν του έλεγε τίποτε, κανένα βιβλίο τον τελευταίο καιρό δεν του έλεγε τίποτε, όλα λέγανε ακατανόητες μπούρδες, τα ίδια και τα ίδια του πρήξανε τα ιδρωμένα αρχίδια, θυμήθηκε τον Αξλ Ρόουζ που στη συναυλία των γκανζ εν ρόουζιζ στο ΟΑΚΑ το 90κάτι σύμφωνα με τον αστικό θρύλο είχε έναν τύπο με σεσουάρ για να του κάνει αέρα στα αρχίδια, αντιστοίχως ο βιβλιοκριτικός είχε τον ανεμιστήρα για να του γυρνά τις σελίδες κατά το δοκούν, ένα ακόμη βιβλίο στη μακρά λίστα των βιβλίων που δεν μπορούσε να διαβάσει, ένιωθε μεγάλο θυμό για την αναγνωστική του δυστοκία, για τη λογοτεχνική του ανηδονία, δεν του προκαλούσε καμιά ευχαρίστηση πια το διάβασμα, παρά μόνο θυμό, και κάπως έτσι οι βιβλιοκριτικές του τελευταία έμοιαζαν όλο και περισσότερο με τη δουλειά ενός νεκροθάφτη, δεν χρησιμοποιούσε πια τα χέρια του για να γράφει, αλλά ένα φτυάρι, με το οποίο εκτόξευε τη λάσπη του θυμού του πάνω στους άτυχους συγγραφείς των βιβλίων που δεν άντεχε να διαβάσει, και το φταίξιμο ήταν δικό τους προφανώς, το μόνο που έκανε ήταν να τα ξεφυλλίζει αδιάφορα και μετά που πιάσαν οι ζέστες άφησε τον ανεμιστήρα να γυρίζει τις σελίδες γι' αυτόν και κάπως έτσι από αναγνώστης και βιβλιοκριτικός έστω κατά φαντασίαν έγινε ξεφυλλιστής και ξεφτιλιστής βιβλίων. 

 

26 Ιουλ 2015

Εντάξει υπολογιστή καθηγητά Γλάρε

Μια ημέρα του Αυγούστου το 1957 ο Τζο Γκουλντ -κατά τη γουκιπίντια μποέμης, εκκεντρικός, γνωστός κι ως καθηγητής Γλάρος, που υπέφερε (μπορεί και όχι) από υπεργραφία, δηλαδή από μικρός δεν μπορούσε να σταματήσει να γράφει απ' άκρη σε άκρη τους τοίχους του σπιτιού του, και που μπορεί να παρουσίαζε (μπορεί και όχι) συμπτώματα αυτισμού και που μπορεί κάποια στιγμή τη δεκαετία του '40 να υπέστη λοβοτομή (μπορεί και όχι), καθώς η ζωή του πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και άστεγος μπαινόβγαινε στα άσυλα και τα ψυχιατρεία, μη σταματώντας ωστόσο ούτε λεπτό να γράφει την Προφoρική Ιστορία του Κόσμου, παρότι έχανε συχνά το στιλό του, έσπαγε τα δόντια του ή έχανε τη μασέλα του, έχανε ή έσπαγε τα γυαλιά του, τυφλωνόταν σταδιακά ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε κάθε φορά που έχανε ή έσπαγε τα γυαλιά του, έσπαγε πόδια, χέρια και κεφάλι, καθώς μονίμως μεθυσμένος έχανε την ισορροπία του αλλά ποτέ τη φιλοδοξία του να γράψει το μεγαλυτερο, ογκωδέστερο βιβλίο όλων των εποχών, καταγράφοντας καθετί που του λέγανε οι άνθρωποι και που τέλος πάντων για πάρτη του γράφτηκε ένα βιβλίο, μια ταινία, ένας χαρακτήρας σε βιντεογκέιμ και γράφονται ακόμη και σήμερα μακροσκελέστατα άρθρα- κατέρρευσε σε κάποιο δρόμο της Νεας Υόρκης, μεταφέρθηκε σ' ένα νοσοκομείο όπου και λέγεται ότι πέθανε, στην πραγματικότητα όμως απήχθη από εξωγήινους, δεν είν' αλλωστε τυχαίο ότι ουδείς παρέστη στην κηδεία του, και έκτοτε ο Τζο Γκουλντ είναι παντού, μας παρατηρεί από ψηλά, από το διαστημόπλοιο, ήταν παρών στην Πομπηία το 1970κάτι όταν οι Φλόυντ επιδόθηκαν στο πιο άχρηστο όμορφο πράγμα στην ιστορία της μουσικής, μια ζωντανή εμφάνιση ενώπιον των ερειπίων, ο Γκουλντ ήταν εκεί όταν ο Ζαν Μισέλ Ζαρ έγραψε μουσική για τους πιγκουίνους και στο μεγάλο ρέγκε πάρτυ που θα διοργανώσω στην Αρκτικη θα μοιράζει μπάφους στους εσκιμώους, μέχρι που θα επιστρέψει στον επόμενο παγκόσμιο πόλεμο για να σώσει το σύμπαν, που ασχήμυνε πολύ εξαιτίας της φιλοδοξίας, με μια αστρική έκρηξη σαν πρωινή ανάσα, σαν την ξεχασμένη μυρωδιά του ζεστού καλοκαιρινού αέρα, μαζί με εξωγήινους που μας παραμονεύουν, μας παρατηρούν, μας βιντεοσκοπούν, φτιάχνουν ερασιτεχνικά βίντεο και τα στέλνουν πίσω στο πλανήτη τους, στον οποίο θα δραπετεύσουμε οι απογοητευμένοι, οι γαντζωμένοι στο μπουκάλι, για να βρεθούμε πιο γυμνασμένοι, χαρούμενοι, παραγωγικοί, έχοντας τις ιδανικές σχέσεις με συνεργάτες, συναδέλφους, υφισταμένους και προϊσταμένους, με σωστή διατροφή, όχι μικροκύματα και κορεσμένα λίπη, υπομονετικοί οδηγοί, χωρίς άσχημα όνειρα και παράνοια, και δεν θα πνίγουμε τις αράχνες στο μπάνιο κλαίγοντας κρυφά μόνο όταν το απαιτεί η ταινία σαν τα γουρούνια σ' ένα κλουβί με αντιβιοτικά και μια δουλειά που σιγοσκοτώνει.

(εεεε, οι περισσότερες λέξεις είναι από λήμματα της γουικιπίντια και από τραγούδια των ρέντιοχεντ όπως αυτό εδώ κάτω)