27 Ιαν 2015

Κατάλαβες;

Αν φύγεις, θα πάρω τα παιδιά και θα πάω στο Ντουμπάι, κατάλαβες τι μου είπε η γυναίκα, φιλαράκι; Στο Ντουμπάι με τα παιδιά μου. Κατάλαβες;
Κάπνιζε, οδηγούσε και ταυτόχρονα ποντάριζε στο στοίχημα μέσω του κινητού του, μη φανταστείς τίποτε μεγάλα ποσά, τριαντα-σαράντα λεπτά στο παιχνίδι, μια φορά σε κάθε ημίχρονο, στα ημίχρονα ποντάρω εγώ, κατάλαβες, άμα χάσω, έχασα κάτι λίγα, αλλά είναι και μέρες που βγάζω και ένα κατοστάρικο γιατί άμα περίμενα από το ταξί, γάμησέ τα, κατάλαβες;
Ηταν οδηγός νταλίκας παλιότερα, ταξίδια στο εξωτερικό, έλειπε βδομάδες, τα λεφτά ήταν καλύτερα, αλλά τα παράτησα, δεν άντεχα να λείπω, τώρα έχω τρεις μήνες στο ταξί, δεν βγαίνω, κάτι πρέπει να κάνω, λέω να φύγω έξω, κατάλαβες, έχω έναν δικό μου ρε, ένα φιλαράκι, στην Ολλανδία, μου το 'πανε και κάτι έλληνες από Γερμανία, έξω είναι καλύτερα, κατάλαβες, να πάω να κάνω ένα μαγαζί, κατάλαβες, αλλά έχω γυναίκα και δυο παιδιά, θα τα πάρει λέει να πάει στο Ντουμπάι, κατάλαβες, όπα, στάσου να ρίξω τριάντα λεπτάκια στο παιχνίδι πριν το κλείσουν το ματς, εσύ δεν παίζεις ε;
Σκέφτεται λοιπόν να μετακομίσει στην Ολλανδία, έχει βρει και συνεταίρο, όχι μωρε δεν τη μιλάω τη γλώσσα, κάτι ψιλοαγγλικά ξέρω, κατάλαβες, όλοι μιλάνε εκεί έξω τ' αγγλικά, ναι, τα έχω όλα έτοιμα ρε συ, το έχω μελετήσει, πας ένα χαρτί, σου δίνουνε την άδεια και ανοίγεις το μαγαζί, όλα σε μια μέρα ρε, κατάλαβες, όχι γραφειοκρατία όπως εδώ ρε, σε ελέγχουν βέβαια για να μην κλέβεις, ας με ελέγχουνε ρε, δεν θα κλέβω, μην κοιτάς εδώ στην Ελλάδα που κλέβουμε όλοι, κι έχω ιδέα καλή, πρωτότυπη, δεν έχουν αυτοί τέτοιο πράγμα εκεί πάνω, κατάλαβες, αυτοί έχουν μόνο τα ντόνατς που είναι κατεψυγμένα, αλλά εγώ με λουκουμάδες ρε, ζεστούς, κατευθείαν από το τηγάνι, θα πάω να φτιάχνω λουκουμάδες στο Άμστερνταμ, δεν το έχει κάνει άλλος κανείς ρε συ, δεν μπορεί, θα πιάσει, ντάξει, ρίσκο είναι κι αυτό, δεν λέω, σαν το στοίχημα να πούμε, δεν θέλει όμως να ρίξω τίποτε πολλά λεφτά, μόνο για τηγάνια και λάδια και αλεύρια, και μια τρύπα να ΄χεις που λέει ο λόγος για μαγαζί, λουκουμάδες ρε, κατάλαβες, αυτοί οι Ολλανδοί πίνουν πολύ πράγμα, χόρτο να πούμε, τα ξέρεις αυτά, και μετά το ψάχνουν το γλυκό ρε, από μένα θα το πάρουν, θα βάλω και μια ωραία κοπέλα να πουλάει, θα τα δίνω και τζάμπα στην αρχή, να κολλήσουν, κατάλαβες; Αλλά, αν φύγω μόνος, θα μου πάρει τα παιδιά ρε και θα πάει στο Ντουμπάι, άκου να δεις πράγματα...
Κατάλαβες;


ΥΓ. Το περιστατικό, πραγματικό, έλαβε χώρα λίγες μέρες πριν από τις εκλογές της 25ης του Γενάρη.

24 Ιαν 2015

222 λέξεις και 1.300 χαρακτήρες των Pixies

Σταμάτα με τα πόδια στον αέρα και το κεφάλι στη γη αδειανό, κοντεύει να σπάσει, το μυαλό το 'χεις χάσει, κάπου στο νερό, νάτο κολυμπάει, όπως κι εγώ, στην Καραϊβική, ζώα κρυμμένα πίσω από τα βράχια και ψάρια μικρά κολυμπούνε μαζί μου κι ένας υποβρύχιος τύπος, επιχειρηματίας εξ Ιαπωνίας, άρχοντας του νερού, τον σκοτώσαν τόνοι γλίτσας, οδήγησε το αυτοκίνητό του στον ωκεανό καβάλα στο κύμα του ακρωτηριασμού, φιλιά στις γοργόνες αγκαλιά με τυφώνες, με τα όστρακα τραμπολίνο, του λέω δεν είν' αυτός ο πλάνήτης του ήχου, η άλλη πλευρά του φεγγαριού δεν υπάρχει, προσπαθούσα καιρό να σε βρω, κράτα το κεφάλι μου, ο υπόλοιπος φεύγω από δω, μου μυρίζει καπνός από όπλο, χτυπημένος από σφαίρα, ντυμένος στα μαύρα, στο λιμάνι γριά, που μένει εδώ λίγο πιο πέρα, γονατιστή σε μια τρύπα στο χώμα, σκάβει να βρει τη φωτιά, ντυμένη στα μαύρα, κοιτά τον ουρανό, ύφος ποιητικό, κι ένας γέρος εκεί παραπέρα, μια ζωή κοιμόταν να κρατήσει δυνάμεις και να μείνει ξύπνιος σαν έρθει το τέλος, σκάβει να βρει τη φωτιά σε μια παραλία, είδα ταινία, ξυράφι στο μάτι, ξυράφι στο μάτι, να ξες, είμαι σκύλος απ' την Ανδαλουσία, ανδαλουσιανός σκύλος και σαν μεγαλώσω θα γίνω εκχυδαϊστής, δώσμου βρωμιά, κάτι δικό σου να φορώ στο τσιμέντο με μοναξιά, βγάλε και στείλε το φορεμα που φοράς από ένα μακρινό αστέρι σε τούτο το μπαρ.

 

Διευκρίνιση: προφανώς καμία από τις ανωτέρω λέξεις δεν είναι δική μου, όλες (ή σχεδόν όλες τεσπά) προέρχονται από στίχους των Pixies

23 Ιαν 2015

Οι λέξεις που έλεγε κι ο Ζαν Πωλ

Βρισκόταν στο υπόγειο με τα σχοινιά από τοίχο σε τοίχο, κάποια σχηματίζαν κρεμάλες και κάποια άλλα σκάλες. Το σκέφτηκε απ' εδώ, το σκέφτηκε απ' εκεί, οι σκάλες του φάνηκαν ασφαλέστερη επιλογή. Βγήκε έξω στο φως. Ενα σαμιαμίδι μπροστά του. Εκανε να το αποφύγει, αλλά του έκλεινε το δρόμο. Τι να κανει κι αυτός, ας του πω μια ιστορία, σκέφτηκε. «Λένε πως τα βιβλία μυρίζουν ωραία, εμένα όμως μου μυρίζουν σκατά. Η μυρωδιά των λέξεων είν' αυτή. Γιατί οι λέξεις είναι σαν τα σκατά, και σαν την αφόδευση η γραφή. Τι είν' η αφόδευση; Ακου τι ρωτάει ρε, το χαζοσαμιαμίδι. Το χέσιμο ντε, βρε κουτέ. Αλλοι είναι δυσκοίλιοι, ζορίζονται να τις βγάλουν από μέσα τους, άλλοι έχουν διάρροια, χέζουν λέξεις ακατάσχετα. Κι όσοι γράφουν χρησιμοποιώντας ουσίες, θες καπνό, θες αλκοόλ, θες ναρκωτικά, θες φαγητό, αυτό το βγάζουν στις λέξεις και στα κόπρανά τους κι επηρεάζεται αναλόγως η παραγωγή, άλλες φορές παίρνεις κάτι, σε χαλάει, στουμπώνεις, δεν βγάζεις λέξεις και σκατά ούτε με Αντώνη Σαμαρά, άλλες φορές πάλι, τρέχουν σαν Μπολτ οι λέξεις, δεν τις προλαβαίνες, τις παίρνεις μαζί στο βεσέ κάθιδρος και τις χέζεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο -πιστεύεις στην τύχη, φίλε σαμιαμίδι;-  ότι λέξεις και σκατά καταλήγουν στο χαρτί» – και κάπου εκεί το σαμιαμίδι, μην αντέχοντας τόση βλακεία, τον άφησε σύξυλο να λέει, κατέβηκε τις σχοινένιες σκάλες κι έψαξε να βρει τις κρεμάλες.

 

19 Ιαν 2015

Πυγμαχία

Σκέφτεται καμιά φορά, ναι, κάνει και τέτοια λάθη. Κάθε σκέψη, γροθιά. Τον λεν, ας πούμε, Θανάση, χάριν λογοπαιγνίου, θα δεις στο φινάλε, δέχεται χτυπήματα από τη μοίρα καθημερινά, ή έτσι νομίζει, έτσι του αρέσει να σκέφτεται, μετράει τις γροθιές πάνω και κάτω από τη ζώνη, ντιρέκτ, απερκάτ, μα το χειρότερο όλων, τώρα τελευταία, οι τρίχες που πέφτουν βροχή από την κεφαλή, σαν τις γροθιές, κάθε τρίχα πεσμένη, γροθιά καλοζυγισμένη. Καθώς καραφλιάζει, σκέφτεται πάλι, δεν έχει νόημα με τον χρόνο η πάλη, σκέφτεται χαζά, την κάρα, κεφαλή ιερού λειψάνου, δεν είναι ιερός, σίγουρα όμως λείψανο λειψό, χωρίς το κεφάλι, την κάρα, μόνο με το φλιάζει, τρώει στο πι και φι και το φι, για της σκέψης την τροφή αχρείαστο γράμμα, και μένει το λιάζει, δεν είναι κακό, ο ήλιος κάνει καλό, ή μήπως κάνει κακό, ειδικά στις ελιές, όχι αυτές που φυτρώνουν στα δέντρα, τρώει όχι τις ελιές αλλά το λιά απ' το λιάζει και μένει ένα σκέτο ζει, δίχως ήλιο, δίχως χαρά, δίχως μαλλιά. Παίρνει, κατ' εικόνα και καθ' ομοιωσιν, έναν Σάκη του Μποξ και ανταποδίδει τις γροθιές με μανία. 

 

15 Ιαν 2015

Για τον Καθένα

Ξυπνάς αργά το απόγευμα και στο όνειρό σου ήταν τέλη Αυγούστου-αρχές Ιούλη, τι πάει να πει δεν γίνεται αυτό; γίνεται, υπάρχει και σε τραγούδι, μετά από μια ανθυγιεινή, άυπνη νύχτα, ένα ανήσυχο πρωινό με ακατανόητους αριθμούς και εξοργιστικές ειδήσεις κι ένα μεσημέρι ανήσυχο και άπραγο ταυτόχρονα, κάποιος ανησυχεί για την υγεία του, τη δική του και κάποιων άλλων, κάποιος ανησυχεί για την υγεία σου κι εσύ για κάποιων άλλων, δεν έχεις κάνει τίποτε απ' αυτά που έπρεπε, φοράς τα ίδια ρούχα με χτες και προχτές και μάλλον χρειάζεσαι ένα μπάνιο, τρως ανθυγιεινά, φαγητό παρηγοριάς, comfort food, σκουπιδοφαγητό, junk food, σε κυριεύει ένα οικείο συναίσθημα, θες να τα κλείσεις όλα, να μην ακούς τίποτα και κανέναν, χρειάζεσαι ένα βιβλίο στο σωστό μέγεθος, να το ξεκινήσεις και να το τελειώσεις τώρα, βρίσκεις ένα, 200 σελίδες, μια χαρά, ανοίγεις την τηλεόραση, που χρόνια τώρα δεν έβλεπες αλλά τώρα τελευταία ξαναβλέπεις, στο γαλλικό κανάλι, ώστε να νιώθεις προφυλαγμένος από όσα λέγονται χάρη στη λειψή γνώση σου της γαλλικής γλώσσας, και από κει και πέρα τα λέει όλα ο Ροθ για σένα, είναι ο γνωστός Φίλιπ Ροθ των τελευταίων του έργων, το σώμα, το ανθρώπινο σώμα που φθείρεται, τα γηρατειά, η ασθένεια κι ο θάνατος που παραμονεύει, πράγματα τόσο σημαντικά και ασήμαντα ταυτόχρονα, γιατί συμβαίνουν παντού, συμβαίνουν στον καθένα, κι όταν λίγες ώρες αργότερα τελειώνεις το βιβλίο, στόχος επετεύχθη, κάθαρση το λένε αυτό, τράβα κάνε και κάνα μπάνιο τώρα.


12 Ιαν 2015

Τυχοπώλης

Ρωτούσαν «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» και έδινε πάντα την ίδια απάντηση, αινιγματική και αποστομωτική, τόσο που σαν χαζοί τον κάναν χάζι: «τυχοπώλης». Ουδείς ποτέ, ούτε ο ίδιος, δεν κατάφερε να προσδιορίσει επακριβώς τα καθήκοντα ενός τυχοπώλη. Μην είναι κάποιο μέντιουμ, που λέει την τύχη, βλέπει το μέλλον, το ριζικό των ανθρώπων; ή μήπως ένας άνθρωπος γουρλής, που έναντι αμοιβής, ας πούμε τα κέρδη μισά-μισά, στέκεται δίπλα στους παίκτες στα καζίνα για να φέρει την εύνοια της τύχης; ή μήπως, έστω, ένας πράκτορας του ΟΠΑΠ, με τα κίνο και τα σκρατς, τα λαϊκά και κρατικά λαχεία που παίζουν οι πολίτες μπας και τους κάτσει η ευτυχία;
Οσο κι αν έψαξε, δεν βρήκε πουθενά σχολή της Ανωτάτης Τυχοπωλικής για να μάθει να κάνει την τύχη του και μάλιστα σε πλεόνασμα ώστε να την πουλήσει και στους άλλους. Τέτοια τον βρήκε ατυχία. Kαθημερινά χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο μέχρι που, προτού σπάσει, άγνωστο ποιο, το κεφάλι ή ο τοίχος, κατάλαβε πως δεν επρόκειτο για πρόβλημα επαγγελματικό αλλά περισσότερο ορθογραφικό. Mήπως να γίνει τοιχοπώλης, να πουλάει τοίχους δηλαδή αντί για τύχη, τοίχους ή τείχη, που υψώνονται και χωρίζουν τους ανθρώπους, τοίχους για απομόνωση, τοίχους απ' αυτούς που άμα θες μπορείς να ανεβείς και μετά στο κενό να πηδήξεις;
Κατόπιν έρευνας αγοράς διαπίστωσε με φρίκη πως τέτοιους τοίχους, διαχωριστικούς, απομονωτικούς κι εντέλει δολοφονικούς, κατασκεύαζαν και πωλούσαν οι εκάστοτε κρατούντες, ήταν δικό τους μονοπώλιο, κρατικό με ολίγη σύμπραξη του υγιούς ιδιωτικού και ανταγωνιστικού τομέα. Ετούτοι οι λίγοι οι εκλεκτοί και τυχεροί κρατούντες ήταν όχι μόνον οι πραγματικοί και αποκλειστικοί τοιχοπώλες αλλά είχαν επεκτείνει τη δράση τους και σε διαφορετικές ορθογραφίες, ήσαν και τειχοπώλες και τυχοπώλες αλλά και δυστυχοπώλες, τη δε ευτυχία δεν την πωλούσαν, αλλά τη μοιράζονταν μεταξύ τους. Διαχωρίζαν, απομόνωναν και σκορπούσαν δυστυχία με τεράστια επιτυχία. Ήταν πραγματικά εκπληκτικό πόση μεγάλη ζήτηση είχαν τα προϊόντα τους παγκοσμίως.
Άλλη λύση δεν βρήκε, από το να βγει στην παρανομία και να πουλά στη μαύρη αγορά τη δική του, προσωπική δυστυχία, μια παντελώς εγωκεντρική, μίζερη, μελό ιστορία σε συνέχειες, με κεντρικό τίτλο «Ό,τι ξέρεις είναι λάθος, τα λεφτά την φέρνουν την ευτυχία», μόνο που ατύχησε και παρά τη διαφημιστική του εκστρατεία δεν αγόρασε τίποτε ποτέ κανείς.

10 Ιαν 2015

It's just a story, μην τρελαίνεσαι

Τα βράδια ξαπλώνει στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση, βλέπει σεξ εντ δε σίτυ στα κρυφά, παρότι μοναχός, χωρίς να έχει από κάποιον να το κρύψει, σκέφτεται υπάρχουν αυτές οι γυναίκες, αποφασίζει δεν υπάρχουν, αλλάζει γνώμη, δεν μπορεί, κάπου θα υπάρχουν τελικά, κι εντέλει μένει με την απορία, υπάρχουν-δεν υπάρχουν, το ίδιο και με τ' άλλα σίριαλ, που βλέπει τα μεσημέρια, με τις παρέες φίλων, σκέφτεται υπάρχουν τέτοιοι φίλοι, αποφασίζει δεν υπάρχουν, αλλάζει γνώμη, δεν μπορεί, κάπου θα υπάρχουν τελικά, κι εντέλει μένει με την απορία, υπάρχουν-δεν υπάρχουν, και λέει -μα δεν το εννοεί- να κι υπάρχουν να κι αν δεν υπάρχουν, και καθώς βλέπει το σίριαλ τη νύχτα στα κρυφά, ταυτόχρονα στα φανερά ρίχνει κλεφτές ματιές στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Ριζοσπάστη, στο βιβλίο για τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνια της αριστεράς, που επιδεικτικά κρατά, παρότι δεν έχει κάποιον να το επιδείξει, ούτε καν στη γυναίκα από το απέναντι διαμέρισμα, που πίσω από τις μισάνοιχτες κουρτίνες κάθε νύχτα τον παρακολουθεί να αποκοιμιέται στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή και το βιβλίο ανοιχτό, που μόλις τον πάρει ο ύπνος του πέφτει από τα χέρια, κάθεται και τον κοιτά να ροχαλίζει, δεν την ενοχλεί το ροχαλητό, είναι τόση η απόσταση που τους χωρίζει, τον βλέπει να ονειρεύεται και σκέφτεται κάθε φορά άραγε τι όνειρο να βλέπει και πέφτει για ύπνο τελικά μόνο αφού αυτός ξυπνήσει το πρωί, αφού θυμηθεί κι ευθύς μετά ξεχάσει τα όνειρά του, αφού σβήσει τα φώτα που καίγαν όλη νύχτα και βγει για τσιγάρο στο μπαλκόνι, από το οποίο πάντα αυτός φοβάται ότι θα περάσει ένα αρπακτικό πουλί ή κάποιο δυνατό ρεύμα αέρα και στο κενό θα τον ρίξει, αλλά κι αυτή φοβάται πως μια μέρα θα του τη βιδώσει, στο κενό θα πηδήξει και δεν θα μπορεί να προλάβει να τρέξει να τον σώσει, είναι τόση η απόσταση που τους χωρίζει, αρκετή να είναι θεατής αλλά όχι και διασώστης.


7 Ιαν 2015

O άνθρωπος με τις μικρές προτάσεις.

Τελευταία, στα γραπτά του, έκανε εγώκαιρo. Εβρεχε λέξεις ασταμάτητα. Οι λέξεις δεν ψάχνανε κανέναν. Μόνο την πρόσκρουση με τη γη. Δίχως παραλήπτη, οι λέξεις ξεχείλιζαν υπομονετικά κι  υπονομευτικά τους υπονόμους. Τριγύρω μόνο ανοιχτές ομπρέλες. Αδιάβροχοι αναγνώστες. Κανείς δεν συμπαθεί έναν εγώκαιρο. Που βρέχει μόνο για πάρτη του. Αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημά του. Τα κείμενά του αποκάλυπταν ελαττωματικό χαρακτήρα. Χωρίς τελείες, δεν ήταν ατελείωτα αλλά γεμάτα ατέλειες. Τα κείμενα απαιτούσαν. Κάτι να προτείνει. Κι αυτός δεν είχε τίποτε μεγαλεπήβολο κατά νου. Μόνο μικρές προτάσεις. Τα κείμενα ζητούσαν λύσεις. Ιδέες. Εξωστρέφεια επιχειρηματική. Δηλαδή επιχειρήματα για της κοινωνίας την αλλαγή. Πολυτέλεια σε τέτοιους καιρούς να μην κοιτάζεις γύρω σου. Αλλά μόνο στον καθρέφτη. Και να μη σου αρέσει. Αυτό που βλέπεις. Με μικρές φράσεις δεν είναι κείμενο, αλλά τηλεγράφημα. (Τα κείμενα, σαν τα σκυλιά, μοιάζουν στον αφέντη τους, στο γραφιά τους τέλος πάντων, δεν μπορείς να ζητάς από ατσούμπαλους, άχαρους, πληθωρικούς ανθρώπους να γράφουν με στιλ, με τεχνική, αναπόφευκτα τσαλαβουτάν στη λάσπη, στα βρωμόνερά, πετάνε τις λέξεις όπως πετιούνται οι μύξες όταν φταρνίζονται, τα σάλια όταν βλέπουν το φαγητό και τα δάκρυα όταν το φαγητό τελειώνει, ούτε από μεθύστακες να γράφουν λογικά σε μιαν ευθεία γραμμή, με ύφος αυστηρό, με συνοχή και τέλος πάντων κλείσε την παρένθεση). Κι ήρθε μια μέρα που ο ασύρματος σίγησε. Μια σκόνη κάλυψε τα πάντα. Κι οι άλλοι γίνανε χέρια. Οχι βοηθείας, μόνον τυπικής χειραψίας. Γίναν οι λέξεις τυπικές και δεν σημαίναν τίποτε. Για να ελαφρύνει το κλίμα, θυμήθηκε μια δασκάλα του των Αγγλικών που τη λέγαν Μεταλίδου και φυσικά τη φωνάζαν τα παιδιά Χεβιμεταλίδου αλλά το πιο κοντινό σε χέβι μέταλ που τους τραγούδησε ποτέ και μάλιστα ακαπέλα, γιατί απαγορευόταν στην τάξη να φοράς καπέλα, ήσαν οι δασκάλοι τότε αυστηροί, δεν επιτρέπαν τα γιο και τα γιογιό μέσα στην τάξη, ήταν το Like a Prayer της Μαντόνα, μια οπωσδήποτε άβολη στιγμή για τον ίδιον που στα δώδεκά του χρόνια περνούσε ήδη την ψυχεδελική του περίοδο κι ήθελε ν' ακούσει κάτι σε πρώιμους Πινκ Φλόυντ, κι όταν διηγήθηκε αυτήν την ιστορία σε κάποιους απόρησαν, μα η δασκάλα σας τραγούδησε το Λάηκ ε πρέηερ, ε μα ποιος, τσατίστηκε αυτός γιατί διέγνωσε δυσπιστία, η Μαντόνα, αυτοπροσώπως; Φαντάζεσαι την Παναγιά Παρθένα να κάνει τουρνέ στα σχολεία της επαρχίας και τις συναυλίες ν' ανοίγει ο Κρίνος; Φτηνό το αστείο το ήξέρε αλλά ίσως κάποιος φτηνιάρης, κακόγουστος να γελάσει λίγο.

3 Ιαν 2015

Την τρίχα τριχιά

Μια φορά ήταν ένας που ξεκινούσε τις αναρτήσεις του γράφοντας μια φορά ήταν ένας που πολύ θα ήθελε σε αυτό το «που» να προσθέσει την κατάληξη -τσαράς, αλλά συγκρατιόταν γιατί γνώριζε πως κάτι τέτοιο θα ήταν άκομψο, χυδαίο και κάπως φτηνό, άλλωστε ήταν ένας άνθρωπος με αρχές, ήταν ιδανικός ξεκινηματίας, που κάποιες φορές σημαίνει τον άνθρωπο που κάποτε ήταν κινηματικός αλλά τώρα πια βαρέθηκε και την έχει δει καναπεδάκι σε δεξίωση όπου μαζεύονται οι φαταούλες σαπιοκοιλιές που μαζί τα φάγανε, και που άλλες φορές σημαίνει ότι έκανε την ιδανική πάντα αρχή, καθότι άνθρωπος με αρχές, αλλά από τέλη ήταν αρχίδια, αδυνατούσε, παρότι χοντρός, να τελειώσει οτιδήποτε, κι αυτό γενικώς του προκαλούσε μια απογοήτευση, είναι γνωστό άλλωστε πως οι άνθρωποι στην αρχή γοητεύονται και στο τέλος απογοητεύονται ή για να το πούμε αλλιώς, πιο ενεργητικά, λιγότερο παθητικά, άρα πιο κινηματικά και λιγότερο ξεκινηματικά, γοητεύουν και στο τέλος απογοητεύουν, όλοι πλην του εν λόγω τύπου που σπάνια απογοήτευε, δηλαδή σχεδόν ποτέ, από τη στιγμή που ποτέ και κανέναν δεν γοήτευε.
Σκέφτηκε πως αυτό θα ήταν μια καλή αρχή, για να γράψει κάτι. Ηταν ένας άνθρωπος με αρχές. Το είπαμε αυτό, αλλά είχε ξεμείνει από μια προηγούμενη αρχή, χτεσινή, που την είχε φυλαγμένη στη συντήρηση, ως ξεκινηματίας άλλωστε, άνθρωπος μη κινηματικός, απεχθανόταν πια την πρόοδο, προτιμούσε να μένει στάσιμος, γιατί μένοντας στάσιμος καθυστερούσε το τέλος, που κι αυτό το είπαμε πριν, παρότι είχε αρχές, δεν είχε τέλος, δεν είχε σκοπό, δεν ήταν άλλωστε κάποια σημαίνουσα προσωπικότητα για να έχει σκοπούς να τον φυλάνε, πράγμα που του φαινόταν κάπως απωθητικό, τι ήταν καμιά θαυματουργή εικόνα για να τον φιλάνε οι πιστοί, μόνον ο ίδιος φυλούσε στη συντήρηση τις αρχές του, για να διατηρηθούν, ήταν σαν να λέμε συντηρητικών αρχών.
Και τώρα κάτι παντελώς άσχετο, αλλά κρίμα είναι τέτοιος λυρισμός να πάει χαμένος: Στα χωριά όταν βρέχει πέφτει θλίψη. Οταν φυσάει ο αέρας σηκώνει τις στάχτες που κρύβουν τη δυστυχία. Λέρωσε το βιβλίο του με σοκολάτα κι ο λεκές θα έμενε εκεί εσαεί κι αυτός τον βάφτισε κραγιόν για να μη νιώθει άσχημα που κάτω από τα φαγωμένα νύχια είχα πάντα υπολείμματα σοκολάτας, γιατί τα μόνα νύχια που του άρεζε να τρώει ήταν με γέμιση σοκολάτας.
Κάπου διάβασε για κάποιους που δεν κοιμούνται για να μη βλέπουν εφιάλτες, αυτός κοιμόταν διαρκώς γιατί ζούσε έναν εφιάλτη. Βγήκε βόλτα με τ' αμάξι. Ποιος; Ας πούμε, για να υπάρχει κάποια συνοχή, ο τύπος που είχε τις αρχές και τα αρχίδια τέλη. Σκοτάδι. Σ' ενα φανάρι χαλασμένο, ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο, το φιμε τζάμι κατεβαίνει, ίσα που φαίνεται μια κάνη, και το φανάρι βάφεται κόκκινο με συνέπεια να προκληθεί ένα ατελείωτο μποτιλιάρισμα και χιλιάδες οδηγοί να ταλαιπωρηθούν σταματημένοι με τις ώρες σε ουρές χιλιομέτρων, γεγονός που προκάλεσε πλήγμα στην αγορά που αυτές τις μέρες περιμένει για να πάρει τα πάνω της. Ανοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε σ' ένα κομμωτήριο, χιλιάδες καθρέφτες και καρέκλες και κομμωτές και κομμένα κεφάλια να χτενίζονται, ίδια και απαράλλαχτα, ασώματες κεφαλές να κάνουν περμανάντ, το είχε ξαναπάθει αυτό, αλλά από την ανάποδη, μια φορά, παλιά, είχε πάρει κάτι που δεν έπρεπε και βγήκε σ' ένα μπαρ -αλήθεια γιατί λέμε "βγήκα τις προάλλες σ' ένα μπαρ", αφού στα μπαρ μπαίνεις, δεν βγαίνεις, είναι σε κλειστό και όχι σε ανοιχτό χώρο, τέλος πάντων- και σ' εκείνο το μπαρ εκείνη την μέρα που είχε πάρει αυτό που δεν έπρεπε είδε όλον τον κόσμο παρατεταγμένο να σχηματίζει μια πασαρέλα, αλλά δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κανενός το πρόσωπο, ήταν όλοι ακέφαλα κορμιά, και να, χρόνια μετά, λύθηκε το μυστήριο, είχαν στείλει τις κεφαλές τους κομμωτήριο.

2 Ιαν 2015

η μικρότερη ταινία μικρού μήκους όλων των εποχών

Μια φορά, νόμισε πως έγραψε ένα σενάριο για έναν τύπο που έγραφε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο ένας αποτυχημένος σεναριογράφος ξυπνά ένα πρωί και πυροβολεί το ξυπνητήρι του και στη συνέχεια σέρνει τα γυμνά του πόδια σε ένα δάπεδο γεμάτο αποτσίγαρα, μπουκάλια, περιτυλίγματα σοκολάτας και σκόνη, πάει στο μπάνιο, ανάβει το φως, ένα τρεμάμενο φως, που όλο πάει να σβήσει, κατουράει χωρίς να σηκώσει το καπάκι και χωρίς να τραβήξει το καζανάκι, δεν πλένει τα χέρια του, κοιτά το πρόσωπό του στον καθρέφτη -δανείζεται τον στίχο από τα Μωρά στη Φωτιά- κι είναι φρίκη μα δεν τον νοιάζει πια, φτιάχνει έναν σκατά καφέ, καπνίζει, καπνίζει, καπνίζει, κάθεται στο γραφείο του και γράφει την αρχή ενός σεναρίου για το πρωινό ξύπνημα ενός αποτυχημένου σεναριογράφου που σκοτώνει το ξυπνητήρι του κι αφού κατουράει πίνει έναν σκατά καφέ καπνίζοντας μέχρι που ξαφνικά παίρνει το μπιστόλι και τινάζει τα μυαλά του στον αέρα, και ο αποτυχημένος σεναριογράφος που γράφει ενα αυτοβιογραφικό σενάριο για έναν αποτυχημένο σεναριογράφο σύμφωνα με το σενάριο ενός σεναριογράφου για τον οποίο νόμιζα πως είχα γράψει ένα σενάριο ταινίας μικρού μήκους, που δοκιμάσαμε μια φορά να τη γυρίσουμε με μένα πρωταγωνιστή αλλά δεν προχωρήσαμε πέρα από την πρώτη τη σκηνή, φρικαρισμένος λέει «μα τι μαλακίες γράφω Χριστέ μου» και πατάει μανιασμένα το ντιλίτ και τα σβήνει όλα και κάνει rewind στην αρχή της ταινίας με το ξυπνητήρι να χτυπά μανιασμένα και τον σεναριογράφο (κάποιον απ' όλους, δεν ξέρω ποιον ακριβώς) να ξυπνά και αυτή τη φορά να μη χάνει τον καιρό του με περιττές ενέργειες: δεν πυροβολεί το ξυπνητήρι, αλλά τινάζει τα μυαλά του στον αέρα ευθύς εξαρχής. Ιδού, η μικρότερη ταινία μικρού μήκους όλων των εποχών.

Οι Roll the Dice -δεν το ξέρουν- γράψανε το soundtrack