3 Ιαν 2015

Την τρίχα τριχιά

Μια φορά ήταν ένας που ξεκινούσε τις αναρτήσεις του γράφοντας μια φορά ήταν ένας που πολύ θα ήθελε σε αυτό το «που» να προσθέσει την κατάληξη -τσαράς, αλλά συγκρατιόταν γιατί γνώριζε πως κάτι τέτοιο θα ήταν άκομψο, χυδαίο και κάπως φτηνό, άλλωστε ήταν ένας άνθρωπος με αρχές, ήταν ιδανικός ξεκινηματίας, που κάποιες φορές σημαίνει τον άνθρωπο που κάποτε ήταν κινηματικός αλλά τώρα πια βαρέθηκε και την έχει δει καναπεδάκι σε δεξίωση όπου μαζεύονται οι φαταούλες σαπιοκοιλιές που μαζί τα φάγανε, και που άλλες φορές σημαίνει ότι έκανε την ιδανική πάντα αρχή, καθότι άνθρωπος με αρχές, αλλά από τέλη ήταν αρχίδια, αδυνατούσε, παρότι χοντρός, να τελειώσει οτιδήποτε, κι αυτό γενικώς του προκαλούσε μια απογοήτευση, είναι γνωστό άλλωστε πως οι άνθρωποι στην αρχή γοητεύονται και στο τέλος απογοητεύονται ή για να το πούμε αλλιώς, πιο ενεργητικά, λιγότερο παθητικά, άρα πιο κινηματικά και λιγότερο ξεκινηματικά, γοητεύουν και στο τέλος απογοητεύουν, όλοι πλην του εν λόγω τύπου που σπάνια απογοήτευε, δηλαδή σχεδόν ποτέ, από τη στιγμή που ποτέ και κανέναν δεν γοήτευε.
Σκέφτηκε πως αυτό θα ήταν μια καλή αρχή, για να γράψει κάτι. Ηταν ένας άνθρωπος με αρχές. Το είπαμε αυτό, αλλά είχε ξεμείνει από μια προηγούμενη αρχή, χτεσινή, που την είχε φυλαγμένη στη συντήρηση, ως ξεκινηματίας άλλωστε, άνθρωπος μη κινηματικός, απεχθανόταν πια την πρόοδο, προτιμούσε να μένει στάσιμος, γιατί μένοντας στάσιμος καθυστερούσε το τέλος, που κι αυτό το είπαμε πριν, παρότι είχε αρχές, δεν είχε τέλος, δεν είχε σκοπό, δεν ήταν άλλωστε κάποια σημαίνουσα προσωπικότητα για να έχει σκοπούς να τον φυλάνε, πράγμα που του φαινόταν κάπως απωθητικό, τι ήταν καμιά θαυματουργή εικόνα για να τον φιλάνε οι πιστοί, μόνον ο ίδιος φυλούσε στη συντήρηση τις αρχές του, για να διατηρηθούν, ήταν σαν να λέμε συντηρητικών αρχών.
Και τώρα κάτι παντελώς άσχετο, αλλά κρίμα είναι τέτοιος λυρισμός να πάει χαμένος: Στα χωριά όταν βρέχει πέφτει θλίψη. Οταν φυσάει ο αέρας σηκώνει τις στάχτες που κρύβουν τη δυστυχία. Λέρωσε το βιβλίο του με σοκολάτα κι ο λεκές θα έμενε εκεί εσαεί κι αυτός τον βάφτισε κραγιόν για να μη νιώθει άσχημα που κάτω από τα φαγωμένα νύχια είχα πάντα υπολείμματα σοκολάτας, γιατί τα μόνα νύχια που του άρεζε να τρώει ήταν με γέμιση σοκολάτας.
Κάπου διάβασε για κάποιους που δεν κοιμούνται για να μη βλέπουν εφιάλτες, αυτός κοιμόταν διαρκώς γιατί ζούσε έναν εφιάλτη. Βγήκε βόλτα με τ' αμάξι. Ποιος; Ας πούμε, για να υπάρχει κάποια συνοχή, ο τύπος που είχε τις αρχές και τα αρχίδια τέλη. Σκοτάδι. Σ' ενα φανάρι χαλασμένο, ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο, το φιμε τζάμι κατεβαίνει, ίσα που φαίνεται μια κάνη, και το φανάρι βάφεται κόκκινο με συνέπεια να προκληθεί ένα ατελείωτο μποτιλιάρισμα και χιλιάδες οδηγοί να ταλαιπωρηθούν σταματημένοι με τις ώρες σε ουρές χιλιομέτρων, γεγονός που προκάλεσε πλήγμα στην αγορά που αυτές τις μέρες περιμένει για να πάρει τα πάνω της. Ανοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε σ' ένα κομμωτήριο, χιλιάδες καθρέφτες και καρέκλες και κομμωτές και κομμένα κεφάλια να χτενίζονται, ίδια και απαράλλαχτα, ασώματες κεφαλές να κάνουν περμανάντ, το είχε ξαναπάθει αυτό, αλλά από την ανάποδη, μια φορά, παλιά, είχε πάρει κάτι που δεν έπρεπε και βγήκε σ' ένα μπαρ -αλήθεια γιατί λέμε "βγήκα τις προάλλες σ' ένα μπαρ", αφού στα μπαρ μπαίνεις, δεν βγαίνεις, είναι σε κλειστό και όχι σε ανοιχτό χώρο, τέλος πάντων- και σ' εκείνο το μπαρ εκείνη την μέρα που είχε πάρει αυτό που δεν έπρεπε είδε όλον τον κόσμο παρατεταγμένο να σχηματίζει μια πασαρέλα, αλλά δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κανενός το πρόσωπο, ήταν όλοι ακέφαλα κορμιά, και να, χρόνια μετά, λύθηκε το μυστήριο, είχαν στείλει τις κεφαλές τους κομμωτήριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: