27 Απρ 2015

Κατά φαντασίαν διαστημάνθρωπος

Νόμιζες πως ήσουν διαστημάνθρωπος, δεν ήσουν, χοντρότερος από ποτέ σφηνωμένος στη θέση αεροπορικής εταιρίας χαμηλού κόστους, να σε σφίγγουν όχι μία αλλά δύο ζώνες, μία του παντελονιού και μία του αεροπλάνου και δεν ήξερες ποια από τις δυο σε σφίγγει περισσότερο και ποιαν άραγε να λύσεις και κόντεψες να τις δέσεις μεταξύ τους, όπως τότε στο στρατό, στα σκηνάκια, που είχες δέσει το πολυβόλο στον στύλο της σκηνής με τη ζωνή του παντελονιού αλλά χωρίς να βγάλεις ούτε τη ζώνη ούτε το παντελόνι (μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι) και σαν κάνανε επίθεση οι ειδικοδυναμίτες, πετάχτηκες από τον ύπνο αλαφιασμένος με το σκατό στην κάλτσα και γκρέμισες τη σκηνή, όλα ένα κουβάρι, ζώνη, πολυβόλο, σκηνή, σκατό και κάλτσα, ευτυχώς ήταν νύχτα, πίσσα σκοτάδι, δεν σε πήρε πρέφα κανείς, και μετά από την αχρείαστη αυτή παρελθοντική αναδρομή στο αεροπλάνο σκεφτόσουν τι σύμπτωση στην αίθουσα αναμονής νωρίτερα, σχεδόν σε άψογο συγχρονισμό, σαν των αεροπλάνων την ημέρα της εθνικής εορτής, ανοίξατε ο καθένας την τσάντα του, εσύ κι η κυρία παραδίπλα και βγάλατε βιβλίο του ιδίου συγγραφέα, του Αρνε Νταλ, που μόνο τότε πρόσεξες την επισήμανση – προειδοποίηση στο εξώφυλλο «Προσοχή, μην το διαβάσετε σε αεροδρόμιο», αναρχία στο αεροδρόμιο ρε μουνιά, σκέφτηκες και πήρες να το διαβάζεις, Μίσος και Αίμα, άλλη σύμπτωση κι αυτή, τις προάλλες διάβαζες το Γκιακ του Παπαμάρκου, που γκιακ (έμαθες, δεν ήξερες) σημαίνει αίμα, και μετά σκεφτόσουν κάτι δίπολα, τουτέστιν αν θες να βρει κάτι, για παράδειγμα δουλειά, αλλά και να χάσεις κάτι, για παραδειγμα κιλά, το ιδανικό θα ήταν ο συνδυασμός να σε πληρώσουν για να χάσεις κιλά, ξέρεις σαν τις διαφημίσεις «πριν (χοντρός) και μετά  (αδύνατος)», θα είναι μια απ' αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος θα πληρώνεται για να χάνει, η εποχή μας σηκώνει μόνο τους νικητές κι εσείς οι χοντροί είστε ασήκωτοι πανάθεμά σας, βέβαια το να σε πληρώνουν για να χάνεις ακούγεται κάπως σικέ, κάπως στημένο, και λίγο παραπέρα στην αίθουσα αναμονής ψηλή όμορφη μελαχρινή κοπέλα έλεγε και δυστυχώς αδυνατείς παρότι χονδρός να μεταφέρεις τον τόνο της φωνής της για να ξεράσουν κι άλλοι όπως εσύ «ήρθανε κάτι υπάλληλοί μας στο εργοστάσιο και ζητήσαν άδεια για να πάνε, λέει, γιουροτρίπ και με πήρανε τα γελιά, ακούς εκεί να πάνε γιουροτρίπ», προτού ξεράσεις απόρησες μα τέτοιες ατάκες και τέτοιος τόνος στη φωνή μόνο οι κακές του καλού παλιού ελληνικού κινηματογράφου, άντε και σε κάνα από κείνα τα διηγήματα κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης που είχε παλιά ο Ριζοσπάστης, κι όμως τ' άκουσες με τα ίδια σου τα αυτιά, ο εμετός σου αδιάψευστος μάρτυρας, το ξες υπάρχουν άνθρωποι που δεν χαίρονται ποτέ, που δεν μπορούν να χαρούν ποτέ, που είναι μέσα στο χαρούμενο πλήθος και στέκονται απαθεις, στάσιμοι σχεδόν, και δεν μπορούν να χαρούν με τίποτε, δεν φταίν αυτοί, ούτε κι όλα τα κλισέ του κόσμου μπορούν να τους βοηθήσουν, αυτά που λένε όλοι με ευκολία, τα κάτι θα γίνει θα δεις, τα όλα καλά θα πάνε, τα υπάρχουν και χειρότερα, τα έχεις την υγειά σου τι άλλο θέλεις, γιατί, ξέρεις, δεν είναι υγεία το να θέλεις αλλά να μην μπορείς να χαρείς με τίποτα, αν ήσουν διαστημάνθρωπος, θα χαιρόσουν άραγε ή μπα;

23 Απρ 2015

Mantraχαλος και mantraπήδας

Το έργο το είχαμε ξαναδεί κι είχαμε ξαναπαίξει σε αυτό, ήτανε επιθεώρηση, εσείς, κύριοι, έχετε καμιά δουλειά εδώ; όχι; δεν σας πειράζει λοιπόν να σας κλείσουμε την πόρτα, και μάς κλείσανε την πόρτα, από μέσα αυτοί, οι πρωταγωνισταί, απ' έξω εμείς, οι κομπάρσοι, τριταγωνισταί, τεταρτοαγωνισταί και κάτω, αγωνισταί ωστόσο του δημοσίου μα τόσο γραφικού συνάμα βίου, καθόμαστε στον ήλιο, το πόδι βράζει στο παπούτσι, σε ένα βιβλίο του ξανθούλη ο τύπος βάζει πορτοκαλάδα στο παπούτσι του ή κάτι τέτοιο για να δροσιστεί, αλλά είναι ο πρωταγωνιστής, κατάλαβες, εμείς ό,τι μαλακία και αν κάνουμε κανείς δεν θα δώσει σημασία ούτε και θα μας εξιστορήσει, διότι είμεθα κομπάρσοι, μου 'πανε μια φορά αν θέλω να πάω για κομπάρσος σε ταινία πραγματική κι όχι στη ζωή, και είπα πόσο μιστό δίνουνε; μου 'πανε άσπρο πουκάμισο έχεις; δεν έχω απάντησα και δεν πήρα τη θέση, δεν έγινα κομπάρσος του σινεμά, παρέμεινα κομπάρσος στη ζωή, να κάθομαι να λιάζομαι σ' ενα πεζούλι στην κινέζικη συνοικία και να μη δίνει κανείς σημασία, όπως σε αυτά τα κορίτσια από την κινητή τηλεφωνία, που μου φαίνεται πως κάνουν μια από τις πιο δύσκολες δουλειές του κόσμου, όρθιες στου δρόμου τη γωνία, να επαναλαμβάνουν σαν ξόρκι ή σαν mantra, όχι αυτοκινήτων αλλά αυτά τα νιου έιτζ τα βουδιστικά τα μεγαλοαστικά και ολίγον τι χιπστερικά, «δωρεάν νουμεράκι σκάταφον; δωρεάν νουμεράκι σκάταφον;» και κανείς δεν παίρνει κι από την πολλή την επανάληψη οι λέξεις χάνουν το νόημά τους, το δωρεάν παύει να σημαίνει δωρεάν αλλά κοστίζει πολύ ακριβά και το νουμεράκι δεν είναι νουμεράκι αλλά ένα κάρο αριθμοί και νούμερα που έχουν μεγαλύτερα αξία από την ανθρώπινη ζωή και μόνο τα σκατά της σκάταφον παραμένουν σκατά κι απόσκατα, σκέφτομαι πως αν ήμουν κάνας σημαντικός θα μπορούσα να κάνω χάπενινγκ, ας πούμε να γράφω για την πάρτη μου δελτία Τύπου του τύπου «η σημαντική προσωπικότητα Πάνως Κάππα τη Δευτέρα 27 του μηνός θα παραστεί στο αστειατόριον Σουβλάκης Μπιφτεκάς και θα φάει δημοσίως προς τέρψιν δικιά του αλλά και του φιλοθεάμονος κοινού πέντε σουβλάκια και πέντε μπιφτεκάκια με τη συνοδεία μπουκόβου και ρετσίνας» ή ακόμη καλύτερον εν συνεχεία «η σημαντική περσόνα του πολιτισμού, των τεχνών, των γραμμάτων και των πολυγαμάτων, Πάνως Κάππα, μετά την πρωτόγνωρη επιτυχία του δημόσιου γεύματός του με σουβλάκια και μπιφτέκια που ενθουσίασαν τον ίδιο αλλά και το φιλοθεάμον κοινό θα προχωρήσει σε δημόσια ανάγνωση του τελευταίου του πονήματος στην αποβάθρα στο Λιμάνι, εκεί που χορεύουν τα 16χρονα από τον Ευοσμο μπρέηκ ντανς» και όταν τα πληθη συρρεύσουν εκεί θα με δουν καθιστό, με γυαλί ηλίου και φρεπαδάκι σε πλαστικό, από σήμερα όχι ένα ευρώ αλλά ένα ευρώ και δέκα λεπτά, να διαβάζω δημοσίως το βιβλίο μου αλλά από μέσα μου, να γυρίζω τις σελίδες και να μην τους δίνω σημασία, κι αυτό από μόνο του θα είναι ένα στέητμεντ, μια πράξη καλλιτεχνική, αν το κάνει κάποιος πρωταγωνιστής του δημοσίου βίου, κάποιος καλλιτέχνης ή κάποιος που κάποιοι τον αναγνωρίζουν ως τέτοιον, αλλά αν το κάνω απλώς εγώ, ενας κομπάρσος της ζωής, θα πουν όλοι τι μαλάκας είν' τουτος εδώ;

22 Απρ 2015

Πέτρα ψαλίδι χαρτί

Μαζεμένοι χειροκροτούσαμε ασταμάτητα χωρίς να ξέρουμε το γιατί κοιτώντας ανυπόμονα εκει που πέφτανε οι προβολεις περιμένοντας κάποιος επιτέλους να φανει κι οι επευφημίες πληθαίναν, ενθουσιασμός, παροξυσμός, ζητωκραυγές, χιουρέη που φώναζαν στα ξένα, ούρα το γράφαμε εμεις, ούρα και σκατά κι απόσκατα, ενθουσιασμός εν γένει, αδικαιολόγητος αλλά μεταδοτικός, σαν επιδημία απ' αυτές που μας φυτεύουν αυτοί που μας κάνουνε κουμάντο και πριν εντέλει προλάβει να φανεί αυτός που δοξάζαμε κάποιος μέσα στη μύτη μου στο δεξί μου ρουθουνι συγκεκριμένα έκανε σουτ! δηλαδή έκανε τον ήχο που προσπαθεί να επιβάλει σιωπή, δεν κλώτσησε καμια μπάλα, τι ειναι η μύτη μου, γήπεδο ποδοσφαίρου για να κλωτσανε την μπάλα, σε άλλα νέα τωρα, με ιδιαίτερη λαμπρότητα γιορτάστηκαν τα τρίτα γενέθλια του γιου γνωστής παρουσιάστριας η οποία διοργάνωσε ένα λαμπερό πάρτυ προς τιμήν του σε γνωστό νυχτερινό κέντρο της παραλιακής όπου έδωσαν το παρών επώνυμοι φίλοι και επώνυμες φίλες της γνωστής παρουσιάστριας που ο γιος της γιόρτασε τα τρίτα του γενέθλια καθισμένος στο γιογιό του στην άκρη του μπαρ και καθισμένος στην καρέκλα του μπαρμπέρη ειπα βρε προβλήματα που 'χουν κι αυτοί οι επώνυμοι, ο δε μπαρμπέρης με ρώτησε να κοντύνει το μούσι μου, του ειπα οχι, δεν βλέπεις που μεγάλωσε η καράφλα και θέλει εξισορρόπηση;

21 Απρ 2015

Μπιζνεσπλάν

Βγαίνοντας από το σκοτάδι, τυφλωμένοι από το φως, απόβλητοι βιβλιοπωλείου που δεν μάς ανεχόταν άλλο, σουλατσαδόροι μη αγοραστές, ύποπτα καθάρματα, ανεπιθύμητοι πελάτες, κατσαπλιάδες απελάτες, που απελάτης -πρόσεξε να δεις πόσα ξέρω- ήταν μεταξύ άλλων ο ζωοκλέφτης, στην περίπτωση του βιβλιοπωλείου δε γιατί όχι κι ο βιβλιοκλέφτης; είδαμε το λοιπόν, διευκρινίζω ειρήσθω εν παρόδω για τους μπερδεμένους πως δεν είδαμε το λοιπόν, διότι το λοιπόν δεν έχει υπόσταση, δεν είναι ουσιαστικό ή αντικείμενο, δεν είναι πράγμα υλικό, ούτε όμως κατιτίς το πνευματικό, το άυλο, το υψηλό, είναι βεβαίως ένα εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης και καλοπροαίρετης κοινωνικής κριτικής, αλλά ουχί διά το επιπεδόν μας, τουλάχιστον όχι στα φανερά, το λοιπόν είναι λοιπόν ένας σύνδεσμος συμπερασματικός, ελπίζω να σε ξεμπέρδεψα και να μη βγάζεις λάθος συμπέρασμα, είδαμε τολοιπό το ενοικιαστήριο στο ίδιο κτίριο, γραφείο, τετραγωνικά εικοσιδύο, ό,τι πρέπει, λέω του φίλου, ιδανικό για το σκοπό μας, θα γίνουμε ντετέκτιβ, θα ανοίξουμε γραφείο ερευνών, ιδανικό σημείο, πλησίον της θαλάσσης, θέα στο λιμάνι, κολλητά στο βιβλιοπωλείο το οποίο θα επισκεπτόμαστε για να συμβουλευόμαστε τα νουάρ και τα αστυνομικά να παίρνουμε ιδέες για τις έρευνές μας, και τι θα ψάχνουμε ρε μαλάκα; με ρώτησε ο φίλος, πελάτες αρχικά, του απαντάω, κι αν δεν περνάει κανείς, κι από κίνηση δηλαδή το γραφείο νέκρα, θα το κάνουμε γραφείο τελετών, τη δική μας κηδεία δηλαδή μαζί με το μνημόσυνο. 

17 Απρ 2015

Side project, 13.596 λέξεων νομίζω

Στις 29 Ιουνίου 2013, δεν θυμάμαι γιατί, έφτιαξα ένα άλλο ιστολόγιο.  (Ξέρω-ξέρω, πολύ ελεύθερο χρόνο έχω, ε;)

Το βάφτισα another time, another place.

Οι χαζομάρες που ανέβαζα εκεί ήταν όλες ανυπόγραφες. Ακόμη και σήμερα δεν φαίνεται όνομα συντάκτη, ούτε υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο που να το συνδέει με μένα.

Οι χαζομάρες που ανέβαζα εκεί σταδιακά απέκτησαν κοινή μορφή και περιεχόμενο. Εστω και κάπως άτακτα, η μια χαζομάρα φαινόταν να συνεχίζει απ' εκεί που σταμάτησε η άλλη.

Κάποια στιγμή, όπως συνήθως συμβαίνει, ξέμεινα από χαζομάρες.

Στις 28 Αυγούστου 2013 έγραψα ουσιαστικά την τελευταία χαζομάρα εκεί πέρα.
Ακολούθησαν δύο ακόμη πιο χαζομάρες, που όμως κι ως χαζομάρες ήταν παντελώς ανάξιες λόγου.

Στις 25 Νοεμβρίου 2014, χωρίς προφανή λόγο και αιτία, έβαλα αυτές τις χαζομάρες σε ένα αρχείο ντοκ, διόρθωσα κάποιες χαζότερες χαζομάρες και άφησα το αρχείο ντοκ στην έγγραφά μου, να κάθεται και να ξύνει τα αρχίδια του.

Επειδή αδυνατώ να πάρω στα σοβαρά εκείνη τη χαζομάρα και να ασχοληθώ παραπάνω μαζί της, την δημοσιεύω εδώ, δεκατρείς χιλιάδες λέξεις και κάτι ψιλά, σε σελίδα (κοίτα στη δεξιά στήλη) του παρόντος μπλογκ με τίτλο «Μανώλης».

Αν έχεις κι εσύ πολύ χρόνο στη διάθεσή σου διάβασέ την τη χαζομάρα μου, την οποία καθόλου δεν επιμελήθηκα, ούτε και την μορφοποίησα, ούτε καν φρόντισα να τη δώσω μια κάποια συνοχή. Ουδεμία φιλοδοξία τη διακρίνει. Αν κάτι τη διακρίνει είναι κάποια φοβούμαι ατυχέστατα αποσπάσματα σχετικά με την ψυχική υγεία, εξαιτίας της άγνοιας και της επιπολαιότητάς μου.



16 Απρ 2015

Τρικυμία στο κρανίο μου

Εδώ και κάποιο καιρό σκέφτομαι «τη σιχάθηκα τη χώρα σας». Ετσι ακριβώς διατυπωμένο. Λες κι εγώ δεν είμ' απ' αυτή τη χώρα. Λες κι η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά σε όλους σας, πλην εμού. Σκέφτομαι πόσο μα πόσο δεν με ενδιαφέρει πια η επικαιρότητα. Αναρωτιέμαι αν πρόκειται περί αδιαφορίας ή περί ιδεολογικής σύγχυσης, καθώς βλέπω -κακά τα ψέματα- κάποιες από τις βεβαιότητές μου ή τεσπά τις προεκλογικές μου ελπίδες να διαψεύδονται καθημερινά. Σκέφτομαι πόσο ανόητη και παράταιρη με τις πολιτικές μου αντιλήψεις είναι η εναπόθεση των ελπίδων σε μια, οποιαδήποτε κυβέρνηση. Πώς κατήντησα να κάνω κάτι τέτοιο;
Σκέφτομαι ότι δεν είναι δουλειά μου να υπερασπίζομαι μια κυβέρνηση στον -πράγματι- λυσσαλέο πόλεμο που δέχεται από όλες τις πλευρές. Σκέφτομαι από την άλλη ότι ενδεχομένως, υπερασπιζόμενός την, εκεί που τεσπά συμφωνώ μαζί της, ίσως τη βοηθήσω για να με βοηθήσει, όχι μόνο εμένα, όλους όσους επλήγησαν από την πενταετή μνημονιακή λαίλαπα, όλη την κοινωνία. Διότι η ζωή στην Ελλάδα παραμένει σκατά. Τίποτε δεν έχει βελτιωθεί, τίποτε δεν έχει αλλάξει, πέρα από το πεδίο των εντυπώσεων, άντε και κάποιων αγαθών προθέσεων, που όπως καλά ξέρουμε οδηγούν στην κόλαση.
Δεν γίνεται, απ' την άλλη, να μην κριτικάρεις τα λάθη αυτής της κυβέρνησης, την ατολμία της, τη σύγχυσή της, το σοσιαλδημοκρατικό δρόμο που έχει πάρει, την υποχώρηση σε πολλές από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Απ' την άλλη, σκέφτομαι πως η κριτική αυτή θέλει πολλή προσοχή γιατί μπορεί κάλλιστα να γίνει όπλο στη φαρέτρα του αντιαριστερού, αντικινηματικού μπλοκ, που αναπόφευκτα θα την διαστρεβλώσει, θα την παρερμηνεύσει, ενσωματώνοντάς την στη δική της ιδεολογική οπτική.
Σκέφτομαι ότι είναι ηλίθιο η εκτίμηση και αποτίμηση της πραγματικότητας να γίνεται με βάση την ιδεολογική αφετηρία του καθενός, να πιστεύουμε ή να μην πιστεύουμε μια είδηση ανάλογα με το αν εξυπηρετεί την ιδεολογία μας. Σκέφτομαι πόσο σιχαίνομαι τον δημόσιο διάλογο με τον τρόπο που γίνεται σήμερα, σε επίπεδο σχεδόν καφενειακό ή γηπεδικό, πόσο ο καθένας την έχει στημένη στον άλλο, τον ιδεολογικό του αντίπαλο, για να του την πει, με χαιρεκακία, λες και η πολιτική τοποθέτηση είναι ομάδες ποδοσφαίρου. Σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι πολιτική. Δεν ξέρω αν είναι ταξικός πόλεμος. Μπορεί και να είναι, δεν ξέρω.
Σκέφτομαι ότι ίσως είμαι πολύ λίγος τελικά για να κατανοήσω αυτήν την περίοδο. Σκέφτομαι ότι θα ήθελα να θέλω να φύγω από τη χώρα σας (έτσι ακριβώς διατυπωμένο). Να πάω σε μια άλλη χώρα και να γίνω φιλήσυχος. Τα προβλήματά μου και της κοινωνίας να είναι η μείωση των σκιουρακίων στο εθνικό πάρκο και ο δημόσιος διάλογος να κορυφώνεται με αφορμή το χρώμα που θα έχει η διαχωριστική γραμμή του ποδηλατόδρομου. Σκέφτομαι ότι αυτή μου η επιθυμία συνιστά ιδεολογικοπολιτική παραίτηση. Τρικυμία εν κρανίω, ναι.

15 Απρ 2015

Μανιφέστο νέας λογοτεχνίας

Μια μέρα, ευρισκόμενος σε τρομερή σωματική ανάγκη, παράτησα το ένα ογκωδέστατο βιβλίο που διάβαζα και παρά την ανάγκη, που δεν επέτρεπε την σωματική άσκησην και ιδίως επικύψεις και σκυψίματα, τα οποία ενδεχομένως θα με ζόριζαν έτι περαιτέρω με αν μη τι άλλο ανεπιθύμητα και δυσώδη αποτελέσματα, υπέκυψα στην παρόρμηση και έσκυψα στο κάτω ράφι της βιβλιοθήκης, στην πίσω σειρά, κι έβγαλα στα τυφλά, το τέρμα αριστερά βιβλίο, ογκωδέστατο κι αυτό, Στα Χέρια του Διαβόλου, μιας γαλλίδας τρεχά γυρευέ, κι έσπευσα τρέχοντας ν' ανακουφίσω την ανάγκη μου, που ήτο χοντρή σαν κι εμένα, στην τουαλέτα, όπου συλλογίστηκα περί της ανάγκης δημιουργίας μιας νέας λογοτεχνίας, ριζοσπαστικής και ρηξικέλευθης, ανατρεπτικής και επαναστατικής, που θα βασίζεται στη λιτότητα, όχι τη μνημονιακή, αλλά τη λεκτική, που αυτή η λιτότητα θα βασίζεται με τη σειρά της στη βαθιά ριζωμένη άποψη, που έχω όχι μόνον εγώ αλλά και κάμποσοι άλλοι, ότι τα πάντα έχουν ειπωθεί εδώ και χρόνια, άρα -συνεχίζω- δεν χρειάζεται να κουράζουμε τον αναγνώστη με πολλά-πολλά λόγια, η νέα λογοτεχνία -βαθιά οικολογική και κωλολογική- θα είναι μυθιστορήματα αυστηρά σ' ενα φύλλο χαρτιού, όπου στη μια πλευρά θα διαβάζουμε το πλέον ενδιαφέρον ίσως κομμάτι του έργου, το βιογραφικό του συγγραφέως, διότι πραγματικά δεν υπάρχει τίποτε πιο ενδιαφέρον αυτήν την περίοδο από ένα βιογραφικό, άλλωστε ζούμε στην εποχή των σέλφι, του selfie stick, της αποθέωσης του εγώ, του αυτολιβανισμού, της αυτοεξύμνησης και της αυτοπαρουσίασης, μέχρι και σεμινάρια έναντι αμοιβής γίνονται για το πώς να γράψετε ένα σωστό βιογραφικό, στη δε άλλη σελίδα του μυθιστορήματος της νέας πανωκαππικής λογοτεχνίας θα υπάρχει το έργο αυτό καθαυτό, το βιβλίο να πούμε δηλαδή, σε μια σελίδα μοναχά, όπου ο συγγραφεύς θα καλείται να αναπτύξει το θέμα του, δηλαδή ποιοι κάνουν τι και πού και πώς και πότε και τι ενδέχεται να συμβεί στην αρχή, στο τέλος και το φινάλε, επίσης θα πρέπει να ξεκαθαρίσει ο συγγραφεύς ότι το βιβλίο είναι γραμμένο σε στιλ ρεαλιστικό ή επιστημονικής φαντασίας ή νουάρ ή ερωτικό ή μεταμοντέρνο ή σουρεαλιστικό ή οποιοδήποτε άλλο από τα υπαρκτά λογοτεχνικά είδη και αφού καταταγραφούν με πάσα ειλικρίνεια οι λογοτεχνικές επιρροές του συγγραφέως και εξηγηθούν επιγραμματικά οι φιλοσοφικές, ηθικές ή και μεταφυσικές αναζητήσεις που απασχολούν τον συγγραφέα, άρα και τον αναγνώστη, άρα και την κοινωνία, εντέλει θα καταγράφεται ξεκάθαρα το ηθικό δίδαγμα του βιβλίου, εφόσον υπάρχει τέτοιο, εάν παρ' ευχήν δεν υπάρχει ηθικό δίδαγμα το βιβλίο θα θεωρείται ανήθικον, θα μπαίνει στην κατηγορία ακατάλληλο δι' ανηλίκους και εάν τα πράγματα χειροτερεύσουν πολιτικά και πολιτειακά κι άλλο, ενδεχομένως μια μέρα να καταλήξει στην πυρά, όπως σ' εκείνο το βιβλίο, πώς το λέγαν, το Μάικλνάιτ με τον αριθμό δίπλα, εκεινού του Μπούρμπερη, Μπραντπίτ, πώς τον λέγανε, που δεν χρειάζεται να σας πω τίποτε άλλο επ' αυτού, τα ξέρετε ήδη.

(φοβερό κομμάτι, για κλείσιμο του ποστ)


13 Απρ 2015

Bookόφσκι

Σύμφωνα με διαφήμιση που -απρόσκλητη ή κατά λάθος προκληθείσα από τις αναζητήσεις μου στο διαδίκτυο- εμφανίστηκε σε κάποιο κοινωνικό μου δίκτυο, τρία έργα του μπουκόφσκι επανεκδίδονται ή έχουν επανεκδοθεί από γνωστό οίκο, εκδοτικό και όχι ανοχής, αν και στην περίπτωση του μπουκόφσκι θα μπορούσε να είναι και ανοχής, χαχαχα, πολύ αστείο, πώς τα λέω έτσι ο μπαγάσας, τρεις ώρες το βασάνιζα να μου 'ρθει το αστειάκι, πρόκειται για τα μπουκοφσκικά έργα «τοστ ζαμπόν, «αστυνομικό» και «γυναίκες», που όλα, κι εδώ ήρθε η ώρα να το παίξω χίπστερ και πρωτοπόρος, αν και ολίγο emo, αρα δυστυχίπστερ, το είπες και στο προηγούμενο ποστ αυτό το αστειάκι, σου άρεσε προφανώς και είπες να το ξαναπεις, μαλάκα; και τα τρία προαναφερθέντα έργα τα έχω διαβάσει στις προηγούμενες εκδόσεις τους, απ' άλλους οίκους, εκδοτικούς και όχι ανοχής, αν και θα ταίριαζε στην περίπτωση του μπουκόφσκι και των εκδόσεών του στην ελλάδα ο χαρακτηρισμός μπουρδέλο, διότι χάνεις την μπάλα, δηλαδή σαν να λέμε μέσα στα μπουρδέλα παίζουν μπάλα και τη χάνουν; τι διαολο; γήπεδο ξέφραγο είναι το μπουρδέλο; σκάσε βλάκα το ξεχείλωσες το αστείο – και πωπωπωπω πώς τα φέρνει η ζωή το πρώτο απ' αυτά τα τρία βιβλία, το τοστ ζαμπόν, που λέει για την μπουκοσφκική εφηβεία, το είχα διαβάσει έφηβος κι εγώ, νομίζοντας πως μιλάει για μένα, όπως κάθετί που με αρέσει (ή και που δεν με αρέσει καθόλου) νομίζω ότι μιλάει για μένα, και όταν κάποιοι άνθρωποι μιλάνε ψιθυριστά παρουσία μου, στο λεωφορείο ή κάπου αλλού, νομίζω πως για μένανε μιλάνε και καμιά μέρα θα μου τη βιδώσει και θα πάω να τους ζητήσω τον λόγο, σε φάση βγες έξω να λογαριαστούμε ρε – κι αφού βγουν έξω ή κατέβουν από το λεωφορείο αυτοί που αναμφίβολα μιλούσαν για μένα κακολογώντας με, εγώ δεν θα κατέβω και θα τους κοιτώ κοροϊδευτικά πίσω από την κλειστή πόρτα του λεωφορείου κάνοντάς τους ένα θριαμβευτικό κωλοδάχτυλο, σε φάση σάς την έφερα μαλάκες, και που λες αυτό το τοστ ζαμπόν τόσο με ενθουσίασε που το έκανα δώρο σε όλο τον κόσμο, κυρίως σε κοπέλες, ατυχες συμμαθήτριές μου, που δεν νομίζω να τους πολυάρεσε το βιβλίο αυτό αλλά ήταν αρκετά ευγενικές ώστε να μη μου το πουν κατάμουτρα, και τέλος πάντων αργότερα, φοιτητής πρωτοετής πια, βρέθηκε μια κοπέλα, η Β., που έμενε στο πολυπαραπέρα δωμάτιο στην εστία και της άρεζε ο μπουκόφσκι και μου ζήτησε δανεικό το «αστυνομικό», που εγώ γενικώς δεν δάνειζα βιβλία, αλλά επειδή τότε προσπαθούσα να μάθω να είμαι κομμουνιστής (πολύ δύσκολο πράγμα) και να πάψω να είμαι παλιοπασόκος, τής το δάνεισα και σε αντάλλαγμα της δανείστηκα ένα φουστάνι, το πιο φαρδύ που είχε η κοπέλα, που ήτο καλλίγραμμη, μη νομίζεις, κι εγώ τότε ήμουν καλλίγραμμος (εδώ, με ευκαιρία της κατάληξης -γράμμος θα μπορούσα να κάνω ένα λογοπαίγνιο με το γράμμο – βίτσι και το καλλί-γραμμος - βιτσι-όζος, αλλά δεν θα το κάνω, γιατί το βρίσκω πολυ φτηνό αστειάκι και έχουμε μια αισθητική εδώ πέρα), μη νομίζεις, λοιπόν, δεν ήταν από βίτσιο (ουπς...) που ήθελα το φουστάνι της συμφοιτήτριάς μου σε αντάλλαγμα του μπουκοφσκικού «αστυνομικό» αλλά το ήθελα για πάρτυ αποκριάτικο το οποίο κατέληξε σε απόλυτο μπουκοφσκικο φινάλε, αντί κοπέλας βρέθηκα αγκαλιά με την χέστρα να ξερνάω τα σωθικά μου, ακόμη δεν ήξερα τίποτε ούτε από πάρτυ, ούτε από ποτά, ούτε από γυναίκες, ό,τι έμαθα το έμαθα από το ομώνυμο έργο του μπουκόφσκι, που τις «γυναίκες», το τρίτο από τα τρία επανεκδοθέντα έργα του Χανκ, το είχα διαβάσει από εκδόσεις οδυσσέας, βασικά το διαβάσαμε όλος ο θάλαμος στο στρατό, έκανε τρελό σουξέ το βιβλίο λόγω εξωφύλλου κυρίως, αλλά αυτήν την ιστορία δεν θα σας την πω, γιατί το μοναδικό πράγμα που είναι χειρότερο από έναν άνθρωπο που μιλάει διαρκώς για τον εαυτό του είναι κάποιος που μιλάει για τη θητεία του στον στρατό.

10 Απρ 2015

σανσάην ον μάη μπακ

Οι τσέπες γεμάτες χαρτιά, σκουπιδάκια, διαφημιστικά για αγορές χρυσού και φορμάτ πέντε ευρώ, περιτυλίγματα από σοκολατάκια και αποδείξεις, όταν πια ξεχειλίζουν αδειάζει το περιεχόμενο πάνω στο γραφείο, δίπλα στο ηχείο, που πολιορκείται από έναν διαρκώς αυξανόμενο στρατό αποδείξεων αγορών καφέδων, μπίρας και σπανακοτυρόπιτας, σαν η πραγματικότητα της αγοράς ν' απειλεί με αφανισμό την τέχνη της μουσικής που βγαίνει από το ηχείο με τα τεκμήρια μιας πολυτελούς -ακόμη- διαβίωσης, καμιά φορά αυτές οι τσέπες έχουν μέσα και τη χαρτοπετσέτα από τη σπανακοτυρόπιτα μαζί με κανά δυο τρίμματα και ψίχουλα που γλίτωσαν από τη λαιμαργία του, τα μαζεύει κι αυτά, τα ψίχουλα, μπας και καμιά φορά σταθεί δίπλα σ' εκείνο τον προποτζή, πρώην μποξέρ, στην Αγίου Δημητρίου, που στέκεται όλη μέρα κάθε μέρα στην πόρτα του πρακτορείου και μοιάζει να μην αφήνει κανέναν να μπει μέσα και ταΐζει ψίχουλα τα περιστέρια, όπως εκείνος ο επαίτης, γωνία Δωδεκανήσου και Τσιμισκή, στα Λαδάδικα, που όλη μέρα λέει «πεινάω ρε παιδιά, πενήντα λεπτά να πάρω ένα σάντουιτς να φάω», κι όσο μονότονα επαναλαμβάνει τη φράση αυτή, σαν ξόρκι, εξίσου μονότονα και μηχανικά θρυμματίζει κάτι ξεροκόμματα, αλλά ασταμάτητα λέμε, και ταΐζει τα περιστέρια που κάνουν κύκλο γύρω του, και καμιά φορά λες άραγε του τελειώνει ποτέ το απόθεμα σε ξεροκόμματα; και άλλες φορές μοιάζει αυτός ο τύπος με το ηχείο στο γραφείο και τα περιστέρια που τρων τα ψίχουλα μοιάζουν με αποδείξεις μιας για την ώρα επίμονης επιβίωσης - πίσω στην Αγ.Δημητρίου, ναι δυστυχώς κάνει κύκλους ολημερίς, γιατί όταν τελειώνουν οι δρόμοι, δεν έχεις πού να πας, είναι σαν να τελειώνουν οι πόλεις, και βρίσκεσαι να κάνεις κύκλους, μπορείς να τους πεις και φαύλους, στην Αγ. Δημητρίου λοιπόν όπου καθημερινά συμβαίνουν ένα κάρο μικρά αξιοθαύμαστα αλλά ανάξια αναφοράς πράγματα, τις προάλλες για παράδειγμα βοήθησε μια γιαγιά να ανέβει τα σκαλιά και αυτή του φίλησε το χέρι, άραγε της έμοιασε με παπά, έτσι με μούσια και μαυροντυμένος, όπως δηλαδή ένας δυστυχής χίπστερ (δυστυχίπστερ, αντίθετο: ευτυχίπστερ), λίγο παραπέρα μια τσιγγάνα κοίταζε με κάτι σαν περιφρόνηση έναν που όντως ήταν παπάς και κρατούσε από το χέρι ένα παιδάκι, κάπως στρουμπουλό, μπουκωμένο με ένα γλειφιντζούρι, και του φάνηκε πως έβριζε (ή καταριότανε, θα λέγανε οι παλιολογοτέχνες) μέσα από τα δόντια της, κι έφτυσε χάμω καθώς περνούσε ο παπάς με το πιτσιρίκι, δεν κατάλαβε αν ήταν από περιφρόνηση/αηδία ή από τον τσιγαρόβηχα, σκέψου όντως να ήταν κατάρα, σκέψου όντως να πιάνουν οι κατάρες αλλά να πιάνουν κι οι ευχές και να στησουν πόλεμο πάνω στο πιτσιρίκι από τη μια η κατάρα της τσιγγάνας κι απ' την άλλη τα ευχέλαια του παπά, τέτοιες χαζομάρες σκέφτεται για να περνάει η ώρα, και πόσο εύκολα μπορεί να καταστραφεί μια ζωή, όχι από κατάρες, ούτε από ευχές, αλλά από το τίποτε, από μια λάθος απόφαση, κάτσε και δες πόσες καταστράφηκαν μέσα σε πέντε χρόνια, πόσες μείναν στάσιμες, αν κάποιος το πάρει απόφαση, είναι πολύ εύκολο να σου καταστρέψει τη ζωή, να στην κάνει εφιάλτη, σαν κι αυτούς που βλέπω και βαρέθηκα πια να τους γράφω εδώ πέρα, βαρέθηκες κι εσύ να τους διαβάζεις, και κάπως έτσι βρέθηκα απρόσκλητος στον εφιάλτη ενός φίλου να τρέχουμε να ξεφύγουμε από τους μπάτσους κι αντί να πάμε να χωθούμε για άσυλο σε καμιά εκκλησιά, στους Αγιους Πάντες, ξέρω 'γω, πήγαμε και χωθήκαμε σε παρακείμενο μη σου πω και υπερσυντέλικο ΜΜΕ, που μεγαλοπρεπώς άνοιξε τις πόρτες του και χιμήξαν οι μπαλούρδοι και μας κάνανε του αλατιού απ' αυτό που ρίχνουμε στις πληγές μας, είχα κι άλλα να γράψω για αυτό δεν βάζω τελεία