29 Αυγ 2015

Δεγκαταλαβαινωφοβία

Διάβασα σήμερα ένα κείμενο στην Εφημερίδα των Συντακτών για την κριτική λογοτεχνίας (νομίζω) και (νομίζω ότι) δεν το πολυκατάλαβα και αυτή η διαπίστωση με τρομάζει κάπως, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, ίσως γιατί αν δεν καταλαβαίνω ένα κείμενο για την κριτική λογοτεχνίας, τότε πώς μπορώ να καταλάβω τις λογοτεχνικές κριτικές κι -ακόμη περισσότερο- πώς μπορώ να κατανοήσω τα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα προκειμένου να γράψω τις μη κριτικές μου αηδίες σε αυτό το ιστολόγιο, διότι στην τελική ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο διαβάζω λογοτεχνία: για να μπορώ να πουλάω μούρη είτε στα μπαρ είτε στα μπλογκ, κι αν είναι να μην καταλαβαίνω τίποτε, τότε υπάρχει πάντα η περίπτωση -όσο και αν γράφω εξεπιτούτου μακροπερίοδα- να καταλάβει κάποιος τι φελλός είμαι και να με κανει ρόμπα είτε στα μπλογκ είτε στα μπαρ -κι εντάξει, δεν γαμιέται, στα μπαρ έχω γίνει ρόμπα ουκ ολίγες φορές μεθυσμένος, αλλά στα μπλογκ ποτέ, εκτός κι αν δεν το έχω καταλάβει αυτό, δηλαδή υπάρχει, τώρα που το καλοσκέφτομαι, η περίπτωση να είμαι ιστολογικός περίγελως και να μην το 'χω πάρει πρέφα, πωπωπωπω, τι ντροπή να πούμε... 
Και μέσα σε όλ' αυτά, διάβασα ένα πάρα πολύ ωραίο μυθιστόρημα -αν και δεν συμφωνώ με αυτούς τους χαρακτηρισμούς, κανονικά θα έπρεπε να έχω γράψει «ένα μυθιστόρημα που μου άρεσε πάρα πολύ»-, τους Δενδρίτες της Κάλλιας Παπαδάκη (εκδ. Πόλις) κι απέμεινα να σκέφτομαι αν αυτα που σκεφτόμουν κατά την ανάγνωση τα σκεφτόταν κι η συγγραφέας, και πρόσεξε να δεις φάση, φαντάζομαι πως υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που, όσο να 'ναι, σκέφτονται τι μπορεί να πει για το έργο τους ο αναγνώστης αλλά και η κριτική (ακόμη και η μη κριτική), αλλά σκέψου και τον κριτικό (και τον μη κριτικό) που μπορεί, όσο να 'ναι, να σκέφτεται τι θα πει ο συγγραφέας αλλά και οι αναγνώστες για την κριτική του, πόσο αποτυχημένη και εκτός θέματος μπορεί να 'ναι μια κριτική, η οποία συν τοις άλλοις μπορεί να πέσει στα χέρια συγγραφέα, που, όσο να 'ναι, υποτίθεται πως γνωρίζει τι θέλει να πει με το πόνημά του, αλλά και στα χέρια αναγνωστών, που μπορεί να έχουν καταλάβει καλύτερα από τον κριτικό και τον μη κριτικό τι θέλει να πει ο συγγραφέας, και έτσι να γίνει ρόμπα ο κριτικός και μηκριτικός, πωπωπωπω, τι ντροπή να πούμε. 
Η καλύτερη επιμελήτρια κειμένων που γνωρίζω προσωπικά, μου έχει πει πως είναι πολύ δύσκολο και τολμηρό εγχείρημα η χρήση του ιστορικού (ή δραματικού) ενεστώτα στη λογοτεχνία και πως κρύβει παγίδες και πως προσδίδει ζωντάνια και ένταση στο λόγο, αλλά στα χέρια κάποιου κακογράφου μπορεί να καταλήξει σε ναυάγιο κι εδώ οφείλω να διευκρινίσω πως κατά την προσωπική μου γνώμη στην περίπτωση του μυθιστορήματος Δενδρίτες, όπου είναι συχνή η χρήση ιστορικού ενεστώτα, κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει, η γραφή είναι γοητευτικότατη, ολοζώντανη, απορροφητική και κινηματογραφική, η ανάγνωση είναι σκέτη απόλαυση, πάνω απ' όλα θαυμάζω τη συντομία και την περιεκτικότητα γενικά, στοιχεία που υπάρχουν και στους Δενδρίτες ειδικά, κι αυτό που ακόμη περισσότερο είναι αξιοθαύμαστο σε αυτήν την περιεκτικότητα είναι ότι εξιστορούνται ιστορίες πολλών ανθρώπων, από το κοντινό και απώτερο παρελθόν, που οι ιστορίες τους αφορούν ακόμη περισσότερους ανθρώπους του σήμερα (κι ενδεχομένως του αύριο) κι αυτό είναι πολύ μεγάλη μαγκιά ενός συγγραφέα: να αναδεικνύει υπαινικτικά, μέσα από τις μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, τα μεγάλα και σπουδαία πράγματα, κι ακόμη περισσότερο σε μια εποχή που πολλοί γράφουν σαν να βγάζουν σέλφι, ομφαλοσκοπούν και κοιτούν προς τα μέσα τους ή το είδωλό τους στον καθρέφτη, είναι πολύ σημαντικό να κοιτούμε τριγύρω μας ή και προς τα πίσω, για να παρατηρούμε τις ζωές των άλλων, που εντέλει μπορεί να μοιάζουν (ή και όχι) λίγο-πολύ με τη δική μας.

27 Αυγ 2015

Βίκτορυ

Υπάρχει μια γραμμή, όχι κομματική, ούτε του ορίζοντος, δεν ξέρω αν είν' λεπτή ή όχι, όλες οι γραμμές συγκρινόμενες με μένα λεπτές είναι, υπάρχει μια γραμμή λοιπόν λεπτότερη από μένα που χωρίζει τα καλά μυθιστορήματα από τα πολύ καλά, τα μεν πρώτα τα διαβάζεις και, κακά τα ψέματα, αν είσαι τόσο δα ψωνάκι, το σκέφτεσαι καμιά φορά «ε, θα μπορούσα να το 'χα γράψει κι εγώ αυτό»», ενώ στα άλλα, τα πολύ καλά, τα καλύτερα μυθιστορήματα, μένει άναυδος, μένεις μαλάκας, ανεξαρτήτως αν μένεις Ευρώπη ή όχι, και απομένεις να θαυμάζεις την ευρηματικότητα του συγγραφέως, τις εικόνες, τις ιδέες που αναβλύζουν από μια ασυναγώνιστη γραφή κι αφού τελειώσεις την ανάγνωση και σηκωθείς όρθιος στο σαλόνι και χειροκροτήσεις παρατεταμένα και στείλεις δυο-τρία μηνύματα σε δυο-τρεις ανθρώπους που πιστεύεις ότι θα σε καταλάβουν και αφού πας και ξυπνήσεις την καλή σου που κοιμάται για να της πεις πόσο γαμάτο ήταν αυτό που διάβασες, τότε σε πιάνει το παράπονο και η ζήλεια γιατί συνειδητοποιείς ότι πάνω απ' όλα αυτό που διάβασες είναι μια κορυφή απάτητη, κάτι που δεν θα μπορούσε να γραφτεί από σένα, είναι αυτό ακριβώς που διαχωρίζει τον αναγνώστη από τον συγγραφέα, ασχέτως των δημοκρατικών πεποιθήσεών σου, σύμφωνα με τις οποίες όλοι είμαστε εν δυνάμει συγγραφείς, κάτι τέτοια αναγνώσματα αποδεικνύουν ότι τέτοιου είδους συγγραφείς δεν μπορούμε να είμαστε όλοι, κάποιοι είμαστε καταδικασμένοι να παραμένουμε για πάντα αναγνώστες, και τότε για να μη σε πιάσουν τα αναφιλητά μπροστά στον συγγραφέα, πετάς το βιβλίο στον τοίχο και τρέχεις και κλειδώνεσαι στην τουαλέτα, βρίσκεις καταφύγιο στη βρύση που στάζει στο νιπτήρα και στο τηλέφωνο του μπάνιου που ευτυχώς δεν θα χτυπήσει ποτέ, αφουγκράζεσαι τον ήχο που κάνει η αποχέτευση, τις φωνές των αποκάτω μέσα από το φωταγωγό και τα τακούνια της αποπάνω που κάθε μέρα τέτοια ώρα ετοιμάζεται να πάει στη δουλειά, κοιτάς τα σαμπουάν, τα σαπούνια, τα απορρυπαντικά, τα ξυραφάκια, κοιτάς το σεσουάρ, αυτό που από τότε που το 'κανε τραγούδι η Κάλι η Μινόγκ το λες και πιστολάκι και θυμάσαι ότι στην αρχή των Πτυχιούχων του Χρήστου Βακαλόπουλου ο τύπος έχει μόλις βγει από το μπάνιο κρατώντας ένα πιστολάκι και καβγαδίζει με την γκόμενα και, όταν το διάβασες αυτό, σου ήρθε ένα λογοπαίγνιο ότι και καλά την πυροβόλησε πάνω στον καβγά με αυτό το πιστολάκι, και πράγματι έκανε, λίγες αράδες παρακάτω, ένα αντίστοιχο λογοπαίγνιο ο συγγραφεύς, και είπες μέσα σου «χαχα, θα μπορούσα να το 'χω γράψει κι εγώ αυτό», μόνο που όλες τις υπόλοιπες σελίδες, αφού τις διάβασες με μάτια γουρλωμένα και κομμένη την ανάσα, αυτόν τον παιγνιώδη ύμνο σε μια τρελή νιότη, δεν θα μπορούσες να τις γράψεις με τίποτε και κυρίως με τέτοιο στιλ, με τέτοιες ιδέες, με τέτοια μοναδική γραφή, και σε ξαναπιάνει απελπισία και αναφιλητά και νιώθεις περίπου σαν τον Τομπάιας Φούνκε σε αυτήν τη σκηνή



και για να πάρεις τα πάνω σου διαβάζεις τα πιο ανέμπνευστα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ και υπάρχουν πάντα στο μπάνιο, τις οδηγίες χρήσεως του απορρυπαντικού και του μαλακτικού, μπας και νιώσεις λίγο καλύτερα, κάπως ανώτερος να πούμε. 

Και μετά τραγουδάς αυτό.


25 Αυγ 2015

Πώς να κάνεις τον καμπόσο με τη δουλειά άλλων ανθρώπων

O κόσμος εξαϋλώνεται (ή μήπως η καλύτερη μετάφραση της λέξης «dematerialize» είναι «αποϋλοποιείται»;), με λίγα λόγια εξαφανίζεται, ολόκληρα κτίρια και περιοχές χάνονται από προσώπου Γης μπροστά στα έντρομα μάτια των ανθρώπων - έτσι τουλάχιστον γράφει ο Πίτερ Κάρεϊ στο διήγημά του «Μ' αγαπάς; - Do you love me», το οποίο καταγράφει την κρίση μιας κοινωνίας στην οποία κάνουν κουμάντο οι χαρτογράφοι, οι οποίοι όχι μόνο χαρτογραφούν τη Γη αλλά καταγράφουν και κάνουν απογραφή όλων των πραγμάτων, πράγμα που τους δίνει απεριόριστες εξουσίες, διότι πολύ απλά οτιδήποτε δεν απογράψουν δεν υφίσταται, άρα η ύπαρξη όλων των πραγμάτων εξαρτάται από τη δική τους επαγγελματική ευσυνειδησία και αποτελεσματικότητα και από το αν έχουν νεύρα ή αν βαριούνται μια μέρα στη δουλειά, κι αυτή η απεριόριστη εξουσία φυσικά προκαλεί το φθόνο των υπολοίπων - μέχρι που ξαφνικά αρχίζει η εξαΰλωση (αποϋλοποίηση) κτιρίων, περιοχών και ανθρώπων. Οι θεωρίες ποικίλλουν: σύμφωνα με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ο κόσμος είναι το όνειρο ενός θεού, που σταδιακά ξυπνά, κι όσο ξυπνά σιγά-σιγά ο θεός, ο κόσμος που ονειρεύτηκε λιγοστεύει, εξαφανίζεται, και όταν ξυπνήσει για τα καλά ο θεός (δηλαδή σηκωθεί από το κρεβάτι, πάει για κατούρημα, τραβήξει το καζανάκι, πιει καφέ και και κάνει κανά δυο τσιγάρα διαβάζοντας στην αθλητική εφημερίδα για τις μεταγραφές του ΠΑΟΚ κι ακούγοντας Μπαχ) θα εξαφανίστει ολόκληρος ο κόσμος, όπως συνήθως εξαφανίζονται τα όνειρα όταν ξυπνούμε κι αρχίζει ο εφιάλτης της καθημερινότητας. Η ενδιαφέρουσα αυτή θεωρία ωστόσο αποδείχτηκε αβάσιμη, καθώς εντέλει αποδείχθηκε στην πράξη πως εξαϋλώνονται - αποϋλοποιούνται όσα πράγματα στη Γη είναι άχρηστα, όσοι τόποι δεν κατοικούνται ή ακόμη χειρότερα όσα πράγματα και όσοι άνθρωποι δεν αγαπιούνται - κι έντρομοι οι άνθρωποι φοβούμενοι ότι μια μέρα απλώς θα εξαφανιστούν από προσώπου Γης περιφέρονται ρωτώντας ο ένας τον άλλον την ερώτηση-κλειδί που θα επιβεβαιώσει την ύπαρξή τους, που θα διασφαλίσει την παρουσία τους στη Γη: Μ' αγαπάς; 
Do you love me? 


20 Αυγ 2015

Διαστροφική εντομολογία

Στον ίσκιο του ελέφαντα, επί ξηραμένου αφρού φραπέ, νεκροζώντανα εκθέματα σε μουσείο, που μαζί τους βγαίνουν σέλφι οι τουρίστες και οι δημοσιογράφοι ξένων ΜΜΕ που από την κρίση βγάζουν ξύγκι απορώντας πώς γίνεται νεκροζώντανοι ολημερίς να πίνουνε φραπέ, οι τζίτζικες κάνουν σχέδια για να πιάσουν την καλή, ονειρεύονται ληστείες τραπεζών με όπλο τους το τρύπιο ροζ καλαμάκι του καφέ, κατασυκοφαντημένοι από μια κυρίαρχη άποψη ότι πρόκειται περί άεργων, καθώς αποσιωπούνται επιμελώς από μια παγκόσμια συνωμοσία τα επιστημονικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία προτού καταλήξουν οι τζίτζικες στη σκιά του ελέφαντα, άεργα εκθέματα ενός μουσείου, ήσαν σκουλήκια μες στη γη, είτε για τέσσερα, είτε για δεκατρία ή δεκαεπτά έτη, ανθρακωρύχοι σε στοές, και μόνο αφού πάρουν το απολυτήριο στο χέρι δύνανται να βγουν στην επιφάνεια της γης, στον ίσκιο του ελέφαντα, ως νεκροζώντανοι, μελλοντικοί νεκροί, αφού το ελαφρώς ενοχλητικό τζιτζίκειο άσμα τους είν' στην πραγματικότητα το τελευταίο τους, το κύκνειο που λέμε, μόνο που δεν είναι όμορφα τα τζιτζίκια σαν τους κύκνους να δώσουν το όνομά τους σε κάποιο τραγούδι, αντιθέτως είναι αυτά που εντέλει και αναλόγως των εξελίξεων άπαντες προτιμούν να μην κοιτούν και να μη βλέπουν, ειδικά οταν οι εξελίξεις αυτές αφορούν πρόοδο κι ανάπτυξη και δημιουργία, εκεί τα τζιτζίκια περισσεύουν, άλλωστε, εδώ που τα λέμε, νιώθουν κι αυτά τόσο μα τόσο κουρασμένα, προτιμούν να πεθάνουνε ως τζιτζίκια παρά να μπουν ξανά ως σκουλήκια στα ορυχεία κάτω από τη γη. 

8 Αυγ 2015

Αυτοκριτική ενός βιβλίου κριτικής του σύγχρονου κόσμου

Εχει πολλές ωραίες λέξεις και φράσεις ο Πόλεμος και Πόλεμος του Κρασναχορκάι.
Την πιο ωραία φράση την διαβάζεις στην αρχή-αρχή: «ο παράδεισος είναι λυπημένος».
Από κει και πέρα, αφήνεσαι σε ένα ενίοτε κουραστικό αλλά θαυμαστό έργο.
Αξιος θαυμασμού ο Πόλεμος και Πόλεμος. Προκαλεί δέος. Αλλά δεν ξέρω αν μπορεί ν' αγαπηθεί από τον αναγνώστη. 

Τόσες κριτικές έχουν γραφτεί για αυτό το βιβλίο, την καλύτερη όμως την έγραψε ο ίδιος ο Κρασναχορκάι, πρώτος απ' όλους, στη σελίδα 233 του ίδιου βιβλίου: «...για τις πραγματικές προθέσεις του συγγραφέα και επομένως για το πραγματικό νόημα του χειρογράφου, [...] αυτός, βλάκας καθώς είναι, με το διαταραγμένο του μυαλό, δεν είχε [...] καταλάβει τίποτε απολύτως, το αρχικό και ανεξήγητο μυστήριο του κειμένου, η ποιητική δύναμη που ανάβλυζε απ' αυτό, το γεγονός ότι έστρεφε αποφασιστικά την πλάτη στις συμβατικές μορφές αφήγησης, όλα αυτά τον είχαν καταστήσει τυφλό και κουφό, τον είχαν εκμηδενίσει, σαν να είχε δεχτεί μια κανονιά [...] η εξήγηση βρισκόταν εκεί, μπροστά του, από την αρχή, έπρεπε να την είχε δει και πράγματι την είδε και επιπλέον τη θαύμασε, μόνο που δεν ήξερε τι έβλεπε και τι θαύμαζε: [...] να περιγράψει τη μέχρι τρέλας περίπλοκη πραγματικότητα, να εντυπώσει στον φαντασιακό του αναγνώστη τις σκηνές με παραληρηματικές λεπτομέρειες και επαναλήψεις με τρόπο που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης».

Και λιγό μετά (σελ. 256), αφού έχει κάνει την αυτοκριτική του, το βιβλίο ασκεί κριτική σε όλο τον σύγχρονο κόσμο από το 1492 μέχρι σήμερα: ένα σύστημα «δανείων και πιστώσεων, αξιογραφων και τόκων [...] που θα γεννούσε έναν εντελώς νέο κόσμο όπου το χρήμα και όλες οι σχετικές δραστηριότητες δεν θα είχαν πραγματική βάση αλλά εικονική, πλασματική, όπου τις πραγματικές εμπορικές συναλλαγές θα τις επωμίζονταν μόνο οι φτωχοί και οι ανυπόδητοι, ενώ οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις θα άνηκαν στους νικητές, στα αφεντικά [...], μια νέα τάξη θα κυβερνούσε τον κόσμο, μια τάξη μεσα στην οποία η εξουσία θα ήταν εξαϋλωμένη [...], διακόσια άτομα περίπου θα μαζεύονταν κατά διαστήματα [...] για να δείξουν ότι ο κόσμος τούς ανήκε και ότι το χρήμα του ανήκε...»