30 Σεπ 2015

Πρωτομάρτυρας

Αν θυμάμαι καλά, σ' ενα παλιό ποπ+ροκ ο Κωνσταντίνος Βήτα των Στερεο Νόβα είχε γράψει ένα (υπέροχο) κείμενο με τίτλο «Ο Τιμ Μπάκλεϊ ήταν ταξιτζής». Αντιστοίχως, θα μπορούσα εδώ να γράψω «Ο Τζο Κέισι ήτανε πορτιέρης». Σε ένα κόμεντυ κλαμπ. Στο Ντιτρόιτ. Χεστήκαμε, θα μου πείτε. Αντιπαρέρχομαι τον πειρασμό να ανταπαντήσω «βρώμισε, σκουπιστείτε, το καζανάκι τραβήξτε» -ή κάτι τέτοιο- και συνεχίζω: Ο Τζο Κέισι τραγουδάει στην μπάντα που τα τελευταία δύο χρόνια αγαπώ περισσότερο απ' όλες, τους Protomartyr, κι ας νομίζουν οι φίλοι μου ότι μόνο με τους Νάσιοναλ ασχολούμαι. Και παρότι ηχητικά Νάσιοναλ και Πρωτομάρτυρ δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο, δύο-τρία πραγματάκια κοινά τα έχουν: είναι διαβασμένοι, αυτοσαρκαστικοί, αγαπούν το αλκοόλ. Σου μοιάζουν, μου λες (ή, τέλος πάντων, ελπίζω ότι μου λες), γι' αυτό τους αγαπάς. Άρα αφού αγαπώ τους Νάσιοναλ και τους Πρωτομάρτυρ, που μου μοιάζουν, αγαπώ και τον εαυτό μου, άρα -κατά τη γνωστή παπαριά «δεν μπορείς να αγαπήσεις τους άλλους, αν δεν αγαπάς τον εαυτό σου»- αγαπώ όλον τον κόσμο, που λέει και το παραδοσιακό άσμα που έχουν τραγουδήσει μεταξύ άλλων οι Νταλάρας, Πάριος, Πρωτοψάλτη, Γαϊτάνος – λυπάμαι, αυτές τις μαλακίες δεν τις πιστεύω. Αγαπώ τους Νάσιοναλ και τους Πρωτομάρτυρ, τελεία, όλα τ' άλλα είναι μπαρμπούτσαλα. Ο Τζο Κέισι, λοιπόν, πορτιέρης, με μηδενική ενασχόληση στη ροκ σκηνή, πριν λίγα χρόνια, στα 35 του, λιγάκι αντικοινωνικός, λιγάκι αλκοολικός, σε μια ηλικία που απαγορεύεται (σικ) να ξεκινάς ροκ καριέρα, για την ακρίβεια στα 35 είναι πολύ δύσκολο να ξεκινήσεις οποιαδήποτε καριέρα αν δεν το έχεις ήδη κάνει, συνάντησε τρεις ατσούμπαλους 25χρονους που παίζανε σε ένα συγκρότημα με όνομα «Κωλο-κάτι», δεν θυμάμαι ακριβώς. Και αποφάσισε να γράψει στίχους και να τραγουδήσει μαζί τους -τραγουδήσει, τρόπος του λέγειν, δεν τραγουδάει, φτύνει λέξεις, ενώ οι πιτσιρικάδες κοπανάνε, κιθάρα-ξυράφι, μπάσο-τροχάδην, τύμπανα αλαλάζοντα. Ποστ πανκ λένε οι ειδικοί. Δεν ξέρω πόσα (κάμποσα ίσως, αλλά όχι αρκετά) γκρουπ υπάρχουν εκεί έξω με τέτοια στιχουρχική θεματική: Αριστοτέλης, θάνατος, λογοτεχνία, Αλτσχάιμερ. Στην ερώτηση γιατί ασχολείστε τόσο με τη θνητότητα, ο Κέισι απαντά «μα γιατί να μην ασχοληθούμε με τη θνητότητα;».
Πραγματικά, υπάρχει κάποιο πιο ζωτικό θέμα για όλες τις τέχνες πέρα απ' τη θνητότητα;

Οι Protomartyr όπου να 'ναι κυκλοφορούν τον τρίτο τους δίσκο, που μοιάζει αρκετά με τον προηγούμενο, μπορεί να είναι καλύτερος, μπορεί όχι. Δεν με νοιάζει. Εγώ τους αγαπώ. 

 

Αυτό το προ τετραετίας ερασιτεχνικό βίντεο δείχνει την ατσουμπαλοσύνη τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. 

17 Σεπ 2015

Ο ίδιος άνθρωπος στο παρελθόν είναι κάποιος άλλος

Ο φίλος συνήθιζε να αγοράζει το βιβλίο και να τ' αφήνει για καιρό στο ράφι αδιάβαστο – να επιτείνει την προσμονή και κατά συνέπεια την αναγνωστική απόλαυση, δεν ξέρω αν αυτό είναι ή δεν είναι κάποιου είδους λογοτεχνική εφαρμογή delayed gratification, της άρνησης μιας άμεσης απόλαυσης ή ανταμοιβής εν αναμονή μιας ακόμη μεγαλύτερης, ούτε μπορώ να πω με σιγουριά αν αυτό ταιριάζει στη δική μου περίπτωση καθυστερημένης ανάγνωσης του μυθιστορήματος «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Μάρκες, ή αν επρόκειτο για ξεροκεφαλιά, ή για έναν κρυφοβλακοεστετισμό που επέβαλε να μη διαβάζω ένα βιβλίο που «το έχουν διαβάσει όλοι», ενώ την ίδια στιγμή διάβαζα Ρούλφο και Κορτάσαρ που τους θεωρούσα πιο προχώ και ψαγμέ, ή αν τέλος πάντων η καθυστερημένη αυτή απολαυστική ανάγνωση ήταν μια απ' τις πολλές εκκρεμότητες που έχω με κάποια από τα αριστουργήματα της τέχνης, για παράδειγμα ακόμη δεν έχω δει την «Αποκάλυψη τώρα», ενώ έχω δει όλες τις ταινίες με τον Μπεν Στίλερ, τέλος πάντων δεν μ' ενδιαφέρει πια το σινεμά, αλλά η λογοτεχνία, ίσως γιατί -κατά Μάρκες- «η λογοτεχνία είναι το καλύτερο παιχνίδι για να κοροϊδεύει κανείς τους ανθρώπους», κυρίως και κατεξοχήν ο συγγραφέας τον αναγνώστη και ο αναγνώστης τον ίδιο του τον εαυτό κι ενδεχομένως ο αναγνώστης τους άλλους αναγνώστες, με την ομορφιά ενός ψέματος, μιας επινόησης, όπως μια επιδημία αϋπνίας που πέφτει σε ένα μικρό χωριό κι οι άνθρώποι ποθούν να μπορέσουν να κοιμηθούν ξανά όχι γιατί υποφέρουν από την κούραση αλλά κυρίως γιατί έχουν νοσταλγήσει τα όνειρα, κι εδώ έγκειται η ομορφιά και το ψέμα και η κοροϊδία της λογοτεχνίας (ίσως και όλης της τέχνης, που γι' αυτήν δεν είπε κάποιος πως είναι όλη ένα ψέμα;), θα σου εξηγησω τι εννοώ: διαβάζει αυτό το υπέροχο περί αϋπνίας και νοσταλγίας και ονείρων, που γράφει ο Μάρκες στα 100 Χρόνια Μοναξιά, κάποιος σαν κι εμένα που ουδέποτε υπέφερε από αϋπνίες, αντιθέτως κοιμάται πολύ εύκολα και πολύ βαθιά, έναν ύπνο που κάνουν μόνο οι πολύ αθώοι και οι πολύ ασυνείδητοι, μάντεψε τι απ' τα δύο είμ' εγώ, διαβάζει λοιπόν ο οποιοσδήποτε κάτι τέτοιο, κάτι τόσο όμορφο, και θέλει να το οικειοποιηθεί, να το κάνει δικό του, μόνο και μόνο επειδή είναι όμορφο, ασχέτως αν οι λέξεις αυτές ανταποκρίνονται ή όχι στη δική του πραγματικότητα, όπως ας πούμε και διάφορεοι τύποι, παντελώς τρέντυ και παντελώς ιν που ακούνε το creep των ρεντιοχεντ ή το loser του Μπεκ και ταυτίζονται με αυτά και νομίζουν πως γι' αυτούς μιλάνε και νομίζουν ότι αναγνωρίζουν ένα κομμάτι του εαυτού τους σε αυτά τα τραγούδια, βεβαίως -απ' την άλλη- ισχύει η αρχή του αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή αν κάποιος νομίζει πως είναι κριπ ή λούζερ, ενώ αντιθέτως είναι τρέντυς, νικητής, ή αν -καλή ώρα, ο γράφων- είναι κατά φαντασίαν άυπνος και νομίζει πως ζει (όπως) στις λέξεις του Μάρκες, ενώ κοιμάται ακόμη κι όταν νομίζει πως είναι ξύπνιος, και στη ζωή του δεν έχει ίχνος μαγικό ρεαλισμό, τότε τι άλλο να πω;

(προχτές, αυτό το βλογ έγινε 10 χρονώ, πφ!)

14 Σεπ 2015

Ανασφαλίτης σε βατήρα

Ο ανασφαλίτης, ο άνθρωπος δηλαδή που διακατέχεται από την ανασφάλεια ότι μοιάζει με ασφαλίτη, έτσι όπως κάθεται, ενοχικός παρατηρητής εξελίξεων που τον έχουν προ πολλού ξεπεράσει ή και ξεράσει, γιατί καμιά φορά νιώθει απλώς σαν τον εμετό, στέκεται στην άκρη του βατήρα σε σχήμα ανοιχτής παλάμης επαίτη, φιλοτεχνημένης από ευαισθητοποιημένο περί το κοινωνικό γίγνεσθαι ντιζάινερ, η δημιουργία του οποίου προκάλεσε ρίγη συγκίνησης για το δράμα των επαιτών μέσα από τις σελίδες κοσμικού περιοδικού και που κοσμεί την πισίνα κούφιου ουρανοξύστη σε συγκρότημα ουρανοξυστών που έχει κυκλώσει το τετράγωνο γύρω από το ωραιότερο πάρκο του κόσμου στο οποίο θέα έχουν μόνο οι λίγοι και εκλεχτοί που ζουν εκεί, στους κούφιους, γεμάτους νερό ουρανοξύστες, μέσα στους οποίους κολυμπούν μεγαλοκαρχαρίες και άλλα άγρια πτηνά, κι από πάνω τα ντρόουνζ πετάνε στο νερό τροφή για τα θηρία, το μοναδικό σε υπερεπάρκεια αγαθό και τρόφιμο αυτή τη στιγμή στον πλανήτη, δηλαδή τους φτωχούς, και για ώρα πολλή σκέφτεται ο ανασφαλίτης να βουτήξει στα βαθιά, αλλά δεν ξέρει τι από τα τρία θέλει πραγματικά να κάνει, να παλέψει και να σκοτώσει τα θηρία ή να γίνει σαν κι αυτά, πράγμα δύσκολο φυσικά, και το ένα και το άλλο, ή μήπως απλά στη μοίρα ν' αφεθεί βουτώντας από το βατήρα ως κολατσιό μεγαλοκαρχαρία, κι όσο δεν το παίρνει απόφαση, κουράζεται να στέκεται εκεί, ξεμένει από δυνάμεις για πάλη ή θηριωδία, αλλά και μπαγιατεύει ως τροφή για τα θηρία.


6 Σεπ 2015

Μισώ μισό

Με αρέσουν ονόματα όπως το Κλίντον που μοιάζουν με προστακτική σε φάση «Κλίντον σε παρακαλώ και γρήγορα γιατί βιάζομαι». Γι' αυτό το λόγο, μου κίνησε το ενδιαφέρον ένας βέλγος αρχικά και κατόπιν γάλλος συγγραφέας ονόματι Ανρί Μισό, που μάλιστα είθισται να τον γράφουν με ωμέγα, κάνοντάς τον τελείως ρήμα -και τι ρήμα, ίσως το ισχυρότερο ρήμα στα λεξικά: Μισώ. Βρήκα και διάβασα μια επιλογή έργων του «Με το αγκίστρι στην καρδιά» από εκδόσεις Γαβριηλίδη, σε μετάφραση Αργύρη Χιόνη. Από κει αντιγράφω:

«Πολύ σπάνιο να δώ κάποιον χωρίς να τον χτυπήσω. Αλλοι προτιμούν τον έσωτερικο μονόλογο. Εγώ, όχι. Προτιμώ να δέρνω. Υπάρχουν άνθρωποι που κάθονται άπέναντί μου στο έστιατόριο και δε λένε τίποτε, κάθονται κάμποσο εκεί, γιατί άποφασίσανε να φάνε. Κι ορίστε ένας. Σ' τον άρπάζω, χράπ. Σ' τον ξαναρπάζω, χράπ. Τον κρεμάω στον καλόγερο. Τον ξεκρεμάω. Τον ξανακρεμάω. Τον ξαναξεκρεμάω. Τον βάζω πάνω στο τραπέζι, τον πατικώνω και τον πνίγω. Τον βρομίζω, τον καταβρέχω. Συνέρχεται. Τον ξεπλένω, τον τεντώνω (άρχίζω να έκνευρίζομαι, πρέπει να τελειώνω), τον μαλάζω, τον συνθλίβω, τον συνοψίζω, τον χώνω μέσα στο ποτήρι μου, ρίχνω έπιδεικτικά το περιεχόμενο στο πάτωμα και λέω στο γκαρσόνι: 'Φέρε μου ενα πιο καθαρό ποτήρι'. Νιώθω ωστόσο άσχημα, πληρώνω άμέσως τό λογαριασμό και φεύγω».