30 Νοε 2015

Μισέλ Φουκώ, εν δυνάμει μετρ της λογοτεχνίας τρόμου

Μέχρι πολύ πρόσφατα νόμιζα πως δεν είχα διαβάσει πιο τρομακτική - φρικιαστική εναρκτήρια σκηνή απ' αυτήν του "Αρχοντα του Ψεύδους" γραμμένη από τον Γκράχαμ Μάστερτον.
Μέχρι που διάβασα τις πρώτες γραμμές από το «Επιτήρηση και Τιμωρία» του Μισέλ Φουκώ: «Στίς 2 Μαρτίου τοϋ 1757, ό Damiens καταδικάστηκε νά όμολογήσει δημοσία τά σφάλματά του μπροστά στήν κύρια πύλη της Εκκλησίας τών Παρισίων, όπου θά όδηγοϋνταν μ' ενα κάρρο, γυμνός, μονάχα μ' ενα πουκάμισο, βαστώντας στό χέρι εναν αναμμένο κέρινο δαυλό πού ζύγιζε δυό λίβρες· κατόπιν, νά όδηγηθεί μέ τό ϊδιο κάρρο, στην Πλατεία της Grève, όπου, σ' ενα ικρίωμα πού θά στηνόταν έκεϊ, νά βασανιστεί μέ πυρακτωμένες λαβίδες στούς μαστούς, στά χέρια, στούς μηρούς, στίς κνήμες, κρατώντας στό δεξί του χέρι τό μαχαίρι μέ τό όποϊο ειχε έκτελέσει (σ.σ. το έγκλημά του), τό χέρι αυτό νά καεί μέ άναμμένο θειάφι, καί πάνω στίς πληγές από τίς λαβίδες νά χυθεί λιωμένο μολύβι, βραστό λάδι, καυτό ρετσίνι, κερί και θειάφι λιωμένα καί ανακατεμένα, καί υστέρα, τό σώμα του νά εξαρθρωθεί καί νά διαμελιστεί από τέσσερα άλογα, τά μέλη του καθώςκαί τό κορμί του νά γίνουν παρανάλωμα τοϋ πυρός, νά άποτεφρωθοϋν, καί ή στάχτη νά σκορπιστεί στόν άέρα [...] Ή τελευταία αυτή πράξη παρατάθηκε γιά πολλήν ώρα, γιατί τά άλογα πού χρησιμοποιήθηκαν δέν ήταν εξασκημένα γι' αύτη τή δουλειά, ετσι, άντί τέσσερα, χρειάστηκαν εξι· άλλά κι αυτά άκόμα δέν στάθηκαν αρκετά, κι ετσι άναγκάστηκαν, γιά νά διαμελίσουν τούς μηρούς τοϋ άμοιρου ανθρώπου, νά τοΰ κόψουν τά νεύρα καί νά τού πελεκήσουν τίς κλειδώσεις... [...] 

Πιο αναλυτικά: «Αναψαν τό θειάφι, αλλά η φωτιά δέν ήταν δυνατή κι ετσι μόνον ή έπιδερμίδα τοϋ επάνω μέρους τού χεριού καψαλίστηκε λιγάκι. Τότε, ενας από τους δήμιους, μέ τά μανίκια σηκωμένα πάνω άπό τούς αγκώνες, πήρε στά χέρια του κάτι άτσάλινες λαβίδες, επίτηδες φτιαγμένες γι' αυτόν τό σκοπό, ενάμισι πόδι μάκρος, τού τίς εχωσε βαθιά πρώτα στήν κνήμη τού δεξιού ποδιού, ύστερα στό μηρό, στό δεξιό βραχίονα καί τέλος στους μαστούς. Ό δήμιος αύτός, μ' όλο πού ήταν δυνατός καί εύρωστος, μέ μεγάλο κόπο κατόρθωνε νά αποσπά κομμάτια σάρκας, συστρέφοντας τίς λαβίδες δυό τρεις φορές στήν κάθε μεριά τού σώματος, προξενώντας στόν κατάδικο πληγές σάν ενα νόμισμα τών εξι τάληρων. Ύστερα άπό αυτά τά βασανιστήρια, ο Damiens, πού φώναζε γοερά, χωρίς μολαταύτα νά βλάστημάει, σήκωνε τό κεφάλι καί κοίταζε τό σώμα του· ο ίδιος δήμιος εβγαζε μέ μιά σιδερένια κουτάλα τό βραστό ύγρό μέσ' οιπό τό καζάνι καί τό εχυνε απανωτά στήν κάθε πληγή. Ύστερα, εδεσαν μ' ενα λεπτό σκοινί τά λουριά πού προορίζονταν γιά τό ζέψιμο τών άλόγων, κι εζεψαν τά άλογα στό κάθε μέλος τού άνθρώπου, στους μηρούς, στά πόδια καί στούς βραχίονες.».

Δεν έχει νόημα να συνεχίσω, φαντάζομαι, το κόπυ πέηστ, παρότι η σκηνή του βασανιστικού θανάτου συνεχίζεται για κάμποσο ακόμη: πήρατε μια πολύ γλαφυρή περιγραφή της όλης ιστορίας. Ποιο ήταν το έγκλημα του Ροβέρτου Φρανσουά Νταμιέν, του επονομαζόμενου και "Διαβόλου", κοντοχωριανού και σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες θείου του Ροβεσπιέρου; Σύμφωνα με τη γουικιπίντια, είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον γάλλο βασιλέα Λουδοβίκο τον Δέκατο Πέμπτο, αλλά δεν τα πολυκατάφερε, γιατί -σύμφωνα με τη βλακεία που με δέρνει- έκανε λίγο κρυουλάκι εκείνη την ημέρα και ο Λουδοβίκος φοβόταν μην αρπάξει καμιά πούντα και ήταν ντυμένος με πολλά και πολύ χοντρά ρούχα, οπότε το μαχαίρι του Ροβέρτου δεν έφτασε και πάρα πολύ βαθιά, ωστόσο ο χέστης βασιλέας είδε το αίμα του να κυλάει, κι απ' το σοκ που ήτο κόκκινο και όχι γαλάζιο, τού 'ρθε λιγοθυμιά, νόμισε πως θα ποθάνει ατάκα κι επιτόπου και ζήτησε και του φέρανε παπά (αλλά όχι και κουμπάρο) για να ξομολογηθεί και να λάβει όχι τον τελευταίο ασπασμό αλλά την τελευταία θεία κοινωνία. Εντέλει επέζησε κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα και σήμερα θυμούμαστε την ιστορία του με αφορμή στην πραγματικότητα την οξεία βαρεμάρα μου, αλλά, τύποις, ας πούμε πως η αναρτηση αυτή έχει να κάνει με την πρώτη κατάργηση της θανατικής ποινής που επιβλήθηκε σαν σήμερα το χιλιαεπτακόσιακάτι κάπου στον πλανήτη Γη (εντάξει, το 1786, στην Τοσκάνη).

20 Νοε 2015

O ψυχαναγκασμός της τέχνης

Υπάρχει ο ψυχαναγκασμός της τέχνης αλλά κι ο ψυχαναγκασμός στην τέχνη, που είναι άλλο πράγμα, πώς δηλαδή η τέχνη πραγματεύεται τους κάθε λογής ψυχαναγκασμούς, αλλά η παρούσα ανάρτηση δεν πραγματεύεται αυτό, αν και νομίζω πως στο μέλλον θα το κάνω, διότι θα με έχει αναγκάσει η τέχνη.

Γεμίζει όμορφα ο στόμας όταν λες τέχνη, λες και μιλάς για κάτι υψηλό βραδερφέ, αλλά εν προκειμένω θα αναφερθώ σε φόνους, που κι αυτοί τρόπον τινά τέχνη είναι, τραγούδια και βιβλία, που, ρε παιδί μου, το 'χουμε ξαναπεί, δεν είναι και τόσο πολύ σημαντικά, είναι απλώς χρήσιμα πράγματα για να κάνεις εντύπωση όταν δεν κάνεις εντύπωση με το παρουσιαστικό σου και για να συζητάς στο μπαρ και για να ασχολείσαι όταν δεν έχει κάτι πραγματικά δικό σου ν' ασχοληθείς, για παράδειγμα ένα δικό σου έργο τέχνης το οποίο θα απασχολήσει τρίτους για να κάνουν εντύπωση επειδή δεν κάνουν εντύπωση με το παρουσιαστικό τους, για να συζητήσουν σ' ένα μπαρ, για να έχουν κάτι να ασχοληθούν τέλος πάντων, επειδή είναι τόσο μίζεροι και αποτυχημένοι και χάλιες στη ζωή τους, που δεν έχουν με τι δικό τους να ασχοληθούν και ασχολούνται με τις δημιουργίες των άλλων, σαν να λέμε η τέχνη είναι ένας είδος εκλεπτυσμένου κουτσομπολιού, δηλαδή αντί να ασχολείσαι με το τι φόρεσε στην πρεμιέρα ο τάδε σελέμπριτι και με ποιος τα 'χει με ποιον και ποια χώρισε με ποιον, ασχολείσαι με τις υψηλές δημιουργίες κάποιων ανθρώπων που κι αυτοί χέζουν και κλάνουν όπως όλοι οι ανθρώποι.

Κι αυτό ακριβώς προτίθεμαι να κάνω εδώ και πολλή ώρα, όχι να χέσω και να κλάσω, αλλά να ασχοληθώ με τις δημιουργίες άλλων ανθρώπων, αλλά δεν το κάνω γιατί βαριέμαι λιγάκι.

Ο ψυχαναγκασμός της τέχνης λοιπόν είναι αυτή η ανάγκη που νιώθεις να κάνεις όλη τη διαδρομή από ένα τραγούδι που έχεις ακούσει και σε αρέσει, ας πούμε το exit των u2, το οποίο χρησιμοποιήσε για την υπεράσπισή του, παίζοντάς το μέσα στη δικαστική αίθουσα ως αποδεικτικό στοιχείο, ενώπιον των ενόρκων, ένας δολοφόνος, που διέπραξε το φόνο έχοντας στην τσέπη του ένα αντίτυπο του Φύλακα στη Σίκαλη του Σάλιντζερ, όπως είχε κάνει κι ο φονιάς του Τζον Λένον, και τον οποίον φυσικά έχεις διαβάσει αλλά κάποιος αρχίδας στον απαλλοτρίωσε πριν από χρόνια, μέχρι το μυθιστόρημα του Νόρμαν Μέιλερ the executioner's song, που δεν το 'χεις διαβάσει και που επηρέασε τους στίχους του exit και που με τη σειρά του είχε βασιστεί στην ιστορία ενός άλλου δολοφόνου, ο οποίος ενώ μπορούσε δεν ζήτησε να του αποδοθεί χάρη, αντιθέτως απαίτησε να επισπευστεί η εσχάτη των ποινών, επιλέγοντας μάλιστα να θανατωθεί με τουφεκισμό.

Αυτός είναι ο ψυχαναγκασμός της τέχνης: ένας πακτωλός, ένας βόθρος, άχρηστων πληροφοριών, που δεν έχεις τι να τις κάνεις και ψάχνεις κάπου να τις ξεφορτωθείς, σε ένα μπλογκ για παράδειγμα, έτσι, για φτηνό εντυπωσιασμό. 

(ακολουθώντας τα λινκ της προτελευταίας παραγράφου, μπορείς να δεις ξεκάθαρα ποιος επηρέασε ποιον, πώς συνδέονται τραγούδια, βιβλία και φονικά και να μάθεις κάμποσες φοβερά συναρπαστικές και παντελώς άχρηστες λεπτομέρειες για παντελώς αδιάφορα πράγματα)



19 Νοε 2015

Ο δρόμος για τη Λα Παζ*

(Εμένα που με βλέπεις μια μέρα θα ταξιδέψω στη Λατινική Αμερική.
Πάντα το έλεγα αυτό.
Χθες αποφάσισα να το κάνω).

Βγαίνω λοιπόν στο πηγαιμό για τη Λα Παζ.
Δεν έχω ούτε λεφτά ούτε διαβατήριο.
Μπαίνω στο πρώτο ταξί που βρίσκω μπροστά μου.
Ο ταξιτζής τρώει τυρόπιτα.
«Πού πάει ο κύριος;»
«Λα Παζ - και γρήγορα», του λέω.
Γυρίζει, με κοιτά και, φτύνοντας ψίχουλα τυρόπιτας στη μούρη μου, λέει: «Καλά, θα σε πάω στους μπάτσους πρώτα, γιατί λίγο πριν έγραψες ότι δεν έχεις διαβατήριο. Πού πας χωρίς διαβατήριο κακομοίρη;».
«Δεν έχω ούτε λεφτά», του λέω, «μήπως να με πας κάπου που να τα δίνουν τζάμπα;»
Μ' αγνοεί, βάζει μπρος, συνεχίζει να τρώει τυρόπιτα, τα ψίχουλα πέφτουνε παντού μέσα στο ταξί, με πιάνει λιγούρα, σαλιώνω το δάχτυλο και μαζεύω ένα-ένα τα τρίμματα από το κάθισμα, από την μπλούζα μου, από την μπλούζα του, από τα μούσια μου, από τα μούσια του.

(Λίγο μετά συνέβη το ατύχημα. Δεν ήταν κάτι φοβερό, μην ανησυχείτε, είμαι καλά στην υγεία μου και ακέραιος, όχι σαν χαρακτήρας βεβαίως). 

Ενα γιωταχί παραβιάζει το στοπ και πέφτει πάνω στην πόρτα του συνοδηγού, όπου κάθομαι τρώγοντας ψίχουλα τυρόπιτας. Βγαίνουμε έξω, εγώ με τα ψίχουλα κι ο ταξιτζής με την τυρόπιτα, ο γιωταχής με νεύρα και μια γκόμενα με ξανθά μαλλιά και τακούνια. Τα συνηθισμένα: ποιος φταίει, εγώ, εσύ, μην μπλέξουμε την τροχαία, τα στοιχεία σου, τα στοιχεία μου, η τυρόπιτα του ταξιτζή τελειώνει, μαζεύω τα τελευταία ψίχουλα, η κατάσταση τραβάει εις μάκρος κι εγώ βιάζομαι να φτάσω στη Λα Παζ.

Μπαίνω σ' άλλο ταξί.
Ο οδηγός απορροφημένος στο κινητό του.
«Να σου δείξω κάτι;» ρωτάει.
«Λα Παζ», του λέω.
Και μού δείχνει ένα βίντεο: μια γκόμενα, μια πορνοστάρ, βάζει στο στόμα της ένα τεράστιο αγγούρι.
«Φοβερό ε;» μού λεει.
«Λα Παζ», του λέω.
Δεν μου δίνει σημασία: «Ενας φίλος μού τα στέλνει αυτά, συνταξιούχος του δημοσίου. Πρώτα τον πληρώναμε να κάθεται όλη μέρα και τώρα που συνταξιοδοτήθηκε με την πρόωρη τον πληρώνουμε να βλέπει πορνό».
«Λα Παζ!», ουρλιαζω και τον πιάνω από τον γιακά φτύνοντας στη μούρη του κάτι ψίχουλα τυρόπιτας που 'χαν κολλήσει στον ουρανίσκο μου και στην κουφάλα που εχω στα πίσω δόντια.
«Καλά, κάτσε να σε πάω πρώτα στους μπάτσους. Κι εγώ αναγνώστης σου είμαι».

Τμήμα διαβατηρίων.
Αδειο. Ψυχή ζώσα τριγύρω.
Πλησιάζω στο γκισέ, πίσω μια αστυνομικίνα με στολή, απ' αυτές που με αρέσουν. «Καλημέρ...»
«Νουμεράκι πήρατε κύριε;»
Στο χέρι της κρατάει μια μαχαίρα απ' αυτήν που έχει η κυρία στα ψυγεία του σουπερμάρκετ και το κραδαίνει απειλητικά όταν δεν μπορώ να αποφασίσω τι ζαμπονάκι θέλω, για το λόγο αυτό στο σουπερμάρκετ πηγαίνω πάντα καλά διαβασμένος και αποφασισμένος.
«Νουμεράκι; Μα δεν είναι κανείς άλλος εδώ».
«Δεν έχει σημασία κύριε. Είν' η διαδικασία. Πάρτε νουμεράκι και περιμένετε στη σειρά σας».
Παίρνω νουμεράκι και περίμενω τη σειρά μου, να εμφανιστεί ο αριθμός μου στην οθόνη μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι, παρότι δεν είν' κανείς άλλος εδώ.
Με τα πολλά, της δίνω τα χαρτιά μου.
«Αααα, κύριε, δεν είστε σε μας».
«Παρακαλω;»
«Μένετε στην οδό Τάδε;»
«Ναι, στο κέντρο».
«Από ποιαν πλευρά του δρόμου, την αριστερή ή τη δεξιά;»
Πάντα μπερδεύω το αριστερό με το δεξί, δεν είμαι ο μόνος άλλωστε, δεν είδες τι έπαθε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Σταυροκοπιέμαι λοιπόν και απαντώ με σιγουριά: «απ' τη δεξιά».
«Ε, να λοιπόν, βλέπετε; Δεν είστε σας μας, είστε στο άλλο αστυνομικό τμήμα, στην άλλη άκρη της πόλης».
Μπαίνω σε τρίτο ταξί. Πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, μού λέει ο ταξιτζής: «Άσε μη μου πεις, είσαι ο περίεργος που θέλει να πάει στη Λα Παζ. Ακόμη παιδεύεσαι καημένε;»
«Πολλή γραφειοκρατία», του λέω.
«Εμ, πρώτη φορά αριστερά», μου λέει. «Καλά να πάθουμε. Σοβιετία».

(Δεν τόλμησα να ρωτήσω τι σχέση έχει αυτό με τη Λα Παζ.
Χωρίς να με ρωτήσει, μ' έφερε στο σπίτι, με κέρασε και μια τυρόπιτα, μού είπε να κρατήσω και τα ψίχουλα).

Εμένα που με βλέπεις μια μέρα θα πάω στη Λα Παζ, δεν έχω διαβατήριο ούτε λεφτά.
Σήμερα, λέω να μπω σ' ένα ταξί, να πάω να βρω τα λεφτά. 


* O Δρόμος για τη Λα Πας είναι μια (ωραία) ταινία του Φρανσίσκο Βαρόνε που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και καμία σχέση δεν έχει με τα παραπάνω - ούτε με το παρακάτω τραγούδι. 


11 Νοε 2015

Η πρώτη μου ταινία

Η πρώτη μου ταινία θα είναι μαλακία, μια κυριολεκτικά προσωπική δημιουργία, και ανέκδοτη θα διανεμηθεί σε ντιβιντί, μετά το θάνατό μου, με την εφημερίδα Ριζοσπάστης, τη μοναδική εφημερίδα που σε λίγα χρόνια θα κυκλοφορεί ακόμη σε χαρτί και μαζί με την ταινία θα μοιραστούν τα ανέκδοτα ποιήματά μου καθώς και τα ανέκδοτα τραγούδια με εκείνο το συγκρότημα που παίζαμε παρέα, μαζί με ένα λεύκωμα με τα ανέκδοτά μου σέλφι, όλα αυτά που δεν πόσταρα στο ίνσταγκραμ ποτέ, τέλος πάντων θα είναι μια κασετίνα με το όνομά μου γραμμένο με χρυσά γράμματα, το όνομά μου το πραγματικό, όχι αυτό εδώ το ηλίθιο, η οποία θα τα περιέχει όλα, ταινία, μουσικές, ποιήματα και σέλφι, όλα ανέκδοτα, περισσότερο με την έννοια του αστείου παρά του ακυκλοφόρητου, άλλωστε κι ο Κούντερας ένα αστείο έγραψε και τον πήραν σοβαρά και πήγαν και τον εξέδωσαν οι μαλάκες.
Η πρώτη μου ταινία θα έχει ως εξής: Ενας τύπος με μια κάμερα στραμμένη προς τους θεατές, σιωπή στο κοινό και σκοτάδι, το μόνο που ακούγεται είναι ένας βήχας, όχι μόνον ένας, αλλά δυο και τρεις και τέσσερις, γκουχ απ' εδώ, γκουχ γκουχ απ' εκεί, όλοι βήχουν, βήχες όλων των ειδών και των αποχρώσεων, των εντάσεων και των ντεσιμπέλ, σποραδικοί και επαναλαμβανόμενοι, αυξομειώμενοι σε ένταση, ενοχλητικοί, γαϊδουρόβηχες και διακριτικοί, πνιχτά βηχαλάκια, ο δημιουργός αφουγκράζεται τον θεατή ως ασθενή, οι θεατές είναι είτε κρυωμένοι είτε ερωτευμένοι είτε και τα δύο, πάντως είναι βαριά άρρωστοι, και ο τύπος με την κάμερα συνεχίζει να τραβάει και οι θεατές αρχίζουν να υποψιάζονται ότι αυτός ο τύπος στο πανί τούς κοροϊδεύει και τους απαθανατίζει να βήχουν και να είναι ερωτευμένοι, εντέλει σταματάει να τραβά με την κάμερα, τα μαζεύει και φεύγει και στην οθόνη βλέπουμε μια αίθουσα προβολής όπου μαζεύεται κόσμος για να δει την ταινία που τόση ώρα γύριζε ο τύπος με την κάμερα κι όλοι περιμένουν να δουν τους βήχοντες εαυτούς τους, στην ταινία όμως τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ, κόσμος μπαίνει σιγά-σιγά, η αίθουσα γεμίζει ασφυκτικά, οι συνηθισμένοι ήχοι πριν από την έναρξη, δεν ξεχωρίζεις κουβέντες, μόνον μια οχλοβοή, όλοι πειρμένουν την έναρξη της ταινίας μα αυτή δεν ξεκινά, καθυστερεί, η ώρα περνά, το κοινό παίρνει χαμπάρι ότι κάτι δεν πάει καλά, το κοινό αδημονεί, το κοινό αγανακτεί, το κοινό φωνάζει χασάπη γράμματα, το κοινό φωνάζει αίσχος τα λεφτά μας πίσω, κάποιοι αποχωρούν, κάποιοι φωνασκούν, κάποιοι σπάζουν τα καθίσματα και τα πετούν στην οθόνη φωνάζοντας Τούμπα Ιράν Καμπότζη Σινεμά, απ' τον εξώστη πετάνε στην πλατεία ροχάλες και ποπ κορν, καφέδες και κορνέδες, κάποιοι το διασκεδάζουν, κάποιοι απαθανατίζουν με τα κινητά τους το πρωτοφανές γεγονός ώστε αργότερα τα πλάνα τους να μπουν στην ειδική director's crap έκδοση, κάποιοι κάνουν αυτό που είχαν σκοπό να κάνουν ούτως ή άλλως: ρίχνουν γλωσσόφιλα στα πίσω καθίσματα και δοθείσης ευκαιρίας αυτοί που απαθανατίζουν το πρωτοφανές γεγονός απαθανατίζουν και τα ζευγαράκια που φασώνονται στα πίσω καθίσματα, άραγε είναι κάποιο απ' τα ζευγάρια αυτά παρόνομο ή έστω κάποιος απ' αυτούς ημισελεμπριτι και μήπως μπορεί να γίνει κάνας εκβιασμός και τέλος πάντων με τα πολλά σκάνε μύτη οι μπάτσοι και τα ΜΑΤ, σκανε μπάφοι, κρότου λάμψης, δακρυγόνα, η αίθουσα αδειάζει, άδοξο τέλος, the end, fin.  

Τουλάχιστον δεν θα 'μαι εδώ να σας βλέπω να τη βλέπετε τη μαλακία. 

 

7 Νοε 2015

Τι γυρεύω εγώ μες στο πηγάδι των άλλων;

Τα γεγονότα είναι (εκτός από ξεροκέφαλα) πολυχρηστικά, πολυλειτουργικά, ας πούμε ένα γεγονός πολιτιστικό μπορεί (ή έχει καταντήσει) να είναι κοσμικό, μια αφορμή για λεζάντα, πασαρέλα ή πηγαδάκι, ή και τα τρία, ένας χώρος και χρόνος όπου θα βρεθείς για να σε δουν ή για να τους δεις, ή και και τα δύο, και μη ρωτάς πώς και γιατί βρέθηκα ο μονόχνωτος σ' ένα τέτοιο πολυδιάστατο συμβάν, επιθυμώντας ωστόσο ούτε να με δουν ούτε να τους δω, αλλά απλώς μια ταινία να δω, γι' αυτό αν τυχόν με εντοπίσεις σε καμιά πανοραμική φωτογραφία της βραδιάς, θα με δεις σε όλες να έχω το χέρι μπροστά στη μούρη μου, σαν να θέλω να κρυφτώ, σαν να ντρεπόμουν σχεδόν που βρισκόμουν εκεί, και μη νομίζεις, ήταν ένα γενονός μικρομέγαλο, δηλαδή ένα γεγονός με πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, διόλου περίεργο δηλαδή που το παρών έδωσε και ο επικεφαλής του Ποταμιού, μπροστά μου λοιπόν ένας δημοσιογράφος της ΕΡΤ3, δίπλα του ένας πάλαι ποτέ δημοφιλής μπλόγκερ που πλέον βιοπορίζεται γράφοντας σε ένα δημοφιλές ηλεκτρονικό περιοδικό, δίπλα του ένας δημοσιογράφος, συγγραφέας, ευρωβουλευτής και δεν ξέρω τι άλλη ιδιότητα φέρει ακόμη, πίσω μου ένας μάλλον συνταξιούχος δημοσιογράφος που γκρίνιαζε για την ενδεχόμενη ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων και τις ενδεχόμενες περικοπές στη σύνταξή του, δίπλα του μια δημοσιογράφος και πρώην βουλευτίνα, εξ αριστερών μου ένας του ΔΟΛ κι εκ δεξιών μου ένας εξ Αθηνών της ΕΡΤ, αυτοί οι δύο κάπου είχαν γνωριστεί στο παρελθόν, σε κάποιο πάρτυ όπου ο ένας απ' τους δύο εκτελούσε χρέη ντιτζέη, και πιάσανε την κουβεντούλα με μένα ανάμεσα, αγνοώντας με, σκύβοντας μάλιστα ο ένας προς το μέρος του άλλου, δηλαδή σκύβοντας από πάνω μου, σαν να μην υπήρχα, λες κι η θέση ήταν κενή, πάλι καλά να λες που δεν μου φορτώσανε και τα μπουφάν τους, πώς είναι η κατάσταση σε σας, να ρωτάει ο ένας, έτσι κι έτσι να απαντάει ο άλλος, σε σας; και σε μας έτσι κι έτσι, και δώστου μετά να υπολογίζουν το ποσοστό μείωσης μισθού που έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια και πού θα πάει αυτή η κατάσταση και τέτοια πράγματα, κι εγώ αφενός να σκέφτομαι μήπως να παραχωρήσω τη θέση μου σε έναν από τους δύο ώστε να συνεχίσουν απρόσκοπτα την κουβέντα τους, ωστόσο αν άλλαζα θέση το οπτικό μου πεδίο σε σχέση με αυτό που πραγματικά ήθελα να δω, την ταινία, θα περιοριζόταν σημαντικά, και αφετέρου να προσπαθώ αλλά να μην μπορώ, στριμωγμένος καθώς ήμουν, ούτε το κινητό μου να ανοίξω για να συνεχίσω να στέλνω μηνύματα στην καλή μου του τύπου “γιουπιγιάγια”, “απαλεψιά”, “κουλτούρα, μαστούρα, σεπουλτούρα”, “αργούμε”, “θα έτρωγα μια μπριζολίτσα τώρα”, κι εντέλει λίγο πριν σβήσουνε τα φώτα βρέθηκα να σκέφτομαι πως όλους αυτούς τους ξέρω, μερικούς μάλιστα κι από την καλή και από την ανάποδη, αλλα δεν με ξέρουν αυτοί, όπως πριν από χρόνια, τότε που συμπλήρωνα περίπου δέκα χρόνια στην ίδια δουλειά και ήρθε μια επί δεκαετία συναδέλφισσα και με ρώτησε “συγγνώμη, εσείς εδώ δουλεύετε;”, και τι είναι προτιμότερο τελικά; να μη σε ξέρει κανείς και να μην ξέρεις κανέναν, να τους ξέρεις και να σε ξέρουν ή να τους ξέρεις και να μη σε ξέρουν;

Ξεράδια.
(Τα γράφω και ψευδώνυμα όλα αυτά, σαν δεν ντρέπομαι ο ανώνυμος, που δεν θα με ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μου αν είχαμε).

Παρεμπιπτόντως, η ταινία Βικτόρια, ο λόγος για τον οποίο βρεθήκαμε εκεί, ήταν καλή. Βέβαια αρκετοί δεν την είδαν, γιατί αφού σβήσανε τα φώτα φύγανε να πιούνε εκείνο το ποτό που τόση ώρα σχεδιάζανε. 


τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ιστορίας είναι παντελώς φανταστικά, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. 

2 Νοε 2015

Κουλουβάχατο

Κάπου έχω ένα βιβλίο του Πιερ Πάολο Παζολίνι, τα παιδιά της ζωής, που μια φορά το πρότεινα στον φίλο μου τον Βασίλη και μου είπε μετά ότι το βρήκε πολύ πετυχημένη πρόταση και μπράβο μου, δεν το περίμενε από μένα, είχα αρχίσει επιτέλους να αποκτώ λίγο καλό γούστο, κάτι που ελπίζει με τον καιρό να μου συμβεί και σε ό,τι αφορά τη μουσική και τον κινηματογραφο.
Στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου, καταπώς το συνήθιζα επί πολλά χρόνια, αλλά όχι πια, είχα σημειώσει την ημερομηνία αγοράς και μια φράση, ενδεικτική της περιόδου, ώστε χρόνια μετά τα βιβλία μου να αποτελούν ενα είδος προσωπικού ημερολογίου. Η ημερομηνία ήταν 19.01.2002 και η φράση «οι χειμώνες θα σφυρίζουν το τραγούδι που σε αρέσει», στίχος τραγουδιού από ένα γκρουπάκι που έπαιζα τότε.
Λίγο καιρό πριν, με τα παιδιά από το συγκρότημα, είχαμε παρακολουθήσει, σε μια αξέχαστη ειδική προβολή στο Ολύμπιον, τις 120 μέρες στα Σόδομα του Παζολίνι. Είχαμε εξέλθει αποσβολωμένοι κι οι περισσότεροι ενθουσιασμένοι.
Μοιάζει περίεργο που θυμάμαι κάτι τέτοιες λεπτομέρειες αλλά δεν θυμάμαι τι άλλο συνέβαινε τότε, όχι στη ζωή μου, αλλά στην κοινωνία γενικά.
Παρά τη σημερινή τους παρακμή και ανυποληψία, οι εφημερίδες παραμένουν ένα καλό συλλογικό ημερολόγιο: μια ματιά στο κιόσκι του ιντζιάρ μού θυμίζει ότι τον Γενάρη του 2002 οι τηλεφωνικοί αριθμοί γίνανε δεκαψήφιοι, ότι η 17 Νοεμβρη κυριαρχούσε στην επικαιρότητα, ότι ο Μίμης Ανδρουλάκης σκεφτότανε να φτιάξει νέο κόμμα, ο Κώστας Σημίτης πολιτικοποιούσε τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές και ο Κώστας Καραμανλής έκανε ντου σε δημόσιο νοσοκομείο και βρήκε αχούρια αντί για σουίτες. Τουλάχιστον τρεις εφημερίδες είχαν διαφημιστική καταχώρηση για τις εμφανίσεις του Γιάννη Πλούταρχου στο Ποσειδώνιο ενώ σχεδόν άπασες είχαν διαφημιστική καταχώρηση για το τζακπότ 300 χιλιάδων ευρώ στο Λόττο. Προσλήψεις σε Λιμενικό και Διόδια ενώ κάτι συμβασιούχοι πάλευαν για τη μονιμοποιησή τους στο δημόσιο, το δε Αιγαίο, σύμφωνα με τον πατριωτικό Τύπο, γινόνταν αντικείμενο παζαρέματος και η εκκλησία του Σατανά είχε έρθει και στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας ως κάλυψη γνωστές επιχειρήσεις. 
Αυτά στις 19 του Γενάρη 2002, τότε που αγόρασα ένα βιβλίο του Παζολίνι, ο οποίος δολοφονήθηκε σαν σήμερα, 2 του Νοέμβρη το 1975, κι εγώ σε λίγα χρόνια από τώρα θα έχω να θυμάμαι πως στις 2 του Νοέμβρη του 2015, στην τεσσαροκοστή επέτειο από τη δολοφονία του, ξύπνησα ανόρεχτος με μια διάχυτη ανησυχία ότι κάτι κακό θα συμβεί και πάνω απ' όλα με μια αίσθηση ανημποριάς, παραίτησης και ήττας, την ίδια που είχα και τις πολλές προηγούμενες μέρες.